Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Τα ρήματα που έχουν μπροστά τα αναιρετικό ζντι: ξε. Π.χ.: λἔγκου-ζντιλἔγκου: δένω-ξεδένω, τα δίνουμε με μονολεκτική ερμηνεία. Μπορούμε όμως να πάμε στο αρχικό ρήμα: λἔγκου: δένω και βάζοντας μπροστά το ζντι, να έχουμε και παράγωγά του. Π.χ.: λιγκάτου: δεμένος. Ζντιλιγκάτου: ξεδεμένος. Ξεδέσιμο: ζντιλιγκάρι κ.ο.κ..
Ζάβε-α: Κόπιτσα, κουμπί.
Ζαβουλιάου: Ζαβολιά.
Ζαγάρου-ου: Κυνηγόσκυλο, ζαγάρι.
Ζαϊρἔ: Προμήθειες, εφόδια.
Ζάλαε-α: Χαλίκι.
Ζαμἔτι: Δυσκολία, δυσχέρεια, ζημιά.
Ζάπι & ιζάπι: Υποταγή, περιορισμός. Νου σι φάτσι ιζάπι: δεν τον κάνεις καλά.
Ζαρζαβάτου-ου: Λαχανικό, ζαρζαβατικό.
Ζαρκάδε-α: Ζαρκάδι.
Ζάχαρι-α: ζάχαρη.
Ζαχαρουσἔστου: Ζαχαρώνω.
Ζβαρνισἔστου: Ζβαρνίζω το χώμα μετά από όργωμα.
Ζβἔϼκαε-α: Τράχηλος, σβέρκος, δες και γκούσσια.
Ζβίν/τουρου: Αερίζω, εξαερίζω. Ζβιν/τουράτου: εξαερισμένος, τόπος που δεν έχει υγρασία και έχει αέρα. Πληθ.: ζβιν/τουράτσι-ιε. Θηλ.: ζβιν/τουράτε-α. Πληθ.: ζβιν/τουράτι-λι.
Ζβόμου: Αναβλύζω. Δες αζβόμου.
Ζγκαέλμπε-α: Η τσίμπλα των ματιών. Πληθ.: ζγκαέλμπι-λι.
Ζγκαιϼέμου: Γρατσουνίζω, ξύνω, χαρακιάζω. Ζγκίκου-ου: Κραυγή θρήνου και αλλοφροσύνης. Ζγκιλἔστου: Θρηνώ, ωρύομαι, ουρλιάζω.
Ζγκουϼέ: Το μπούχτισμα. Το απήυδησμα.
Ζγκουϼούμου: Πνίγω με τα χέρια, στραγγαλίζω. Ζγκουϼμάτου-ου: στραγγαλισμένος. Θηλ.: ζγκουϼμάτε.
Ζἔζε-α: Ταραχή, εφιάλτης, μεγάλος φόβος.
Ζἔσι-α: Επιθυμία, πόθος, έρωτας.
Ζἔφκαε-α: Κέφι, διασκέδαση, καλοπέραση.
Ζιάκαε-α: Σακί, ζιάκα.
Ζιάλι-α: Πένθος. Άμου ζιάλι: πενθώ, έχω πένθος.
Ζιαπί-α: Σαύρα, γκουσταρίτσα.
Ζιαφἔτι-α: Φαγοπότι, συμπόσιο, τραπέζωμα.
Ζίγαε-α: Ζυγαριά, πλάστιγγα.
Ζίγαιρε-α: Λυγαριά.
Ζιἔτε-α: Μόχθος, προσπάθεια, πόνος.
Ζιέϼ-ου: Αναμμένα κάρβουνα, θράκα.
Ζιζάνιου-ου: Ζιζάνιο.
Ζιμμπίλια: καλάθι, κοφίνι πλεκτό.
Ζιλιψἔστου: Ζηλεύω. Ζιλί-ε: ζήλια.
Ζίλου-ου: Πόθος ψυχής, ζήλος.
Ζινάτι-α: Επάγγελμα, τέχνη, ζανάτι.
Ζινγκί-α: Αναβατήρας για άλογο, αναβολέας, ζιγκί.
Ζιουζιουνάϼου-ου: Σκαθάρι γενικά, χρυσοκάνθαρος.
Ζιουπουλάρου: Μεγάλη σαύρα.
Ζιράρι-α: Αναποδιά, ζημιά, πρόστιμο.
Ζκιἔϼου: Γκαρίζω, βελάζω (για ζώα).
Ζμἔλτζιου-ου: Σαλιγκάρι. Πληθ.: ζμἔλτζι-ιε.
Ζμἔνι-λι: Παντελόνια. Ζμιάνε: εσώρουχο, σώβρακο.
Ζμιργιἔστου: Λερώνω ελαφρώς, σκονίζω, λεκιάζω. Ζμιργίτου-ου: λεκιασμένος. Πληθ.: ζμιργίτσι-ιε. Θηλ.: ζμιργίτε-α. Πληθ.: ζμιργίτι-λι.
Ζμούλτου: Μαδάω και μαδημένος. Θηλ.: ζμούλτε-α.
Ζμπόϼου: Ομιλία, κουβεντιάζω και λόγος, ομιλία, κουβέντα. Ζμπουϼάτου: κουβεντιασμένος. Θηλ.: ζμπουϼάτε-α.
Ζμπουϼέστου: Μιλώ, κουβεντιάζω.
Ζμπούχου-ου: Η πιτυρίδα.
Ζννί-α: Ζημιά, ζόρι, δυσκολία, ανάγκη.
Ζντιακόπιρου: Αποκαλύπτω, το αντίθετο του καλύπτω.
Ζντιαλικἔστου: Ξεκολλάω.
Ζντιαλιξἔστου: Ξεαλλάζω, ξαλάζω.
Ζντιαμβιλἔστου: Ξεσκεπάζω.
Ζντιαμβιϼτἔστου: Ξετυλίγω.
Ζντιανκούπουρου: Ξεαγοράζω.
Ζντιασστἔϼου: Ξεστρώνω.
Ζντιγκαιρντἔστου: Ξεφράζω.
Ζντιγκρόπου: Ξεθάβω.
Ζντικαίντου: Ξεκλείνω, ανοίγω.
Ζντικάλικου: Ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω.
Ζντικάλτσου: Ξεκαλτσώνω. Ξεπεταλώνω.
Ζντικούλτσι: ξυπόλητος.
Ζντικάρκου: Ξεφορτώνω.
Ζντικάτσσιου: Ξεμπερδεύω τα μαλλιά με τη χτένα.
Ζντικἔντικου: Ξεπερδικλώνω.
Ζντικόσου: Ξεράβω, ξηλώνω.
Ζντικούρμου: Ξεκουράζω, αποκόβω.
Ζντικουϼφουσἔστου: Ξεκαρφώνω.
Ζντιλἔγκου: ξεδένω, λύνω.
Ζντιμβἔσκου: Ξεντύνω.
Ζντιμμπἔτου: Ξεμεθώ.
Ζντιμφάσσιου: Ξεσπαργανώνω.
Ζντινγκιἔτσου: Ξεπαγώνω.
Ζντιπάϼτσου: Ξεχωρίζω, το επιπλέον του χωρίζω.
Ζντιπἔτικου: Ξεμπαλώνω.
Ζντιπόγιου: Ξεγυμνώνω.
Ζντιπουγιάτου-ου: Γυμνός. Θηλ.: ζντιπουγιάτε-α.
Ζντιπουλτἔστου: Ξεπλέκω.
Ζντρόντου-ου: Χαϊδεμένος, χαϊδιάρης, θηλ. Ζντρόντε-α.
Ζντισκάπου: Απαλλάσσομαι.
Ζντισσιἔπτου: Ξυπνώ άλλον. Μι ζντισσιἔπτου: ξυπνώ εγώ.
Ζντισσιέρτου: Αδειάζω, χύνω για στερεά. Π.χ.: άμμο, χαλίκι, καλαμπόκι κ.λπ.
Ζντιστρίνγκου: Ξεσφίγγω, χαλαρώνω.
Ζντιφάκου & ζντικαίντου: Ανοίγω, ξεκάνω.
Ζντουϼμουνάτου-ου: Θρυμματισμένος. Πληθ.: ζντουϼμουνάτσι-ιε. Θηλ.: ζντουϼμουνάτε-α. Πληθ.: Ζντουϼμουνάτι-λι.
Ζντούϼμουνου: Συντρίβω, θρυμματίζω. Ζντουϼμουνάρι-α: θρυμμάτισμα.
Ζορμπέ-λου: Βίαιος, σαματατζής, ζορμπάς.
Ζουγραφισἔστου: Ζωγραφίζω. Ζουγράφου: ζωγράφος.
Ζουλάπι-α: Άγριο ζώο, ζουλάπι.
Ζουϼουσἔστου: Τρελαίνω και τρελαίνομαι, ζουρλαίνω και ζουρλαίνομαι. Ζούϼου: τρελός, ζουρλός. Θηλ.: Ζούϼε-α.