Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

Χάβρε-α: Οχλαγωγή, εβραϊκή συναγωγή.

Χαγιάτι-α: Το εξωτερικό σκέπαστρο, χαγιάτι.

Χαιμπάρι-α: Είδηση, χαμπέρι. Χαμουμίλου-ου: το χαμομήλι.

Χαιν/τζιάϼου-ου: Το χαντζάρι. Χάπε-α: το χάπι.

Χαινντάκι-α: Λάκκος, χαντάκι. Χανντακουσστου: χαντακώνω.

Χαιράϼου-ου: Μεγάλο σακί που χωράει πολύ, χοράρι.

Χαιϼστου: Ταΐζω, θρέφω, ανατρέφω.

Χαΐρι-α: Ωφέλεια, κέρδος, προκοπή, χαΐρι.

Χαιρισστου: Χαίρομαι, χαίρω. Χαιράου: η χαρά. Χαιρόσου-ου: χαρούμενος.

Χαιριτζστου: Χαρίζω.

Χαιϼχστου: Ροχαλίζω, χαρχαλίζω.

Χαιτέρι-α: Χάρη, χατίρι. Χαράτσι-α: πρόστιμο, φόρος, χαράτσι.

Χαλαβέ-λου: Το γλύκισμα ο χαλβάς.

Χαλάλι-α: Νόμιμο, άξιο κέρδος, ευλογημένο, κέρδος δίκαιο, χαλάλι.

Χάλι: Άσχημη, κακή κατάσταση, χάλια. Δες και άλαε-α και ϼάλι.

Χαλκα-λου: Ο κρίκος, ο χαλκάς.

Χαμάλου-ου: Ο χαμάλης. Χαμάμου-ου: θερμόλουτρο, χαμάμ.

Χάου-ου: Το χάος, χαώδης κατάσταση.

Χαϼάμι-α: Ανάξια, παράνομα, άδικα, χαράμι.

Χαρουκόπου-ου: Εύθυμος, χαρούμενος, χαροκόπος.

Χάϼου-ου: Ο χάρος, ο εχθρός, ο μισητός.

Χάψι και χαψάνι-α: Περιορισμός, φυλακή.

Χρε-α: Η χολή. Χουνί-α: το χωνί.

Χρμπου: Βράζω νερό και βράζω από θυμό από αγανάκτηση. Χιρμπρι-α: το βράσιμο. Χϼσου-ου: ο βρασμένος. Πληθ.: χϼσι-ιε. Θηλ.: χιάϼτε-α. Πληθ.: χιάϼτι-λι.

Χϼου-ου: Το μέταλλο σίδερο.

Χιάβρε-α και χιάβιρε-α: Το ρίγος του πυρετού και το ρίγος. Ρίγη από το πολύ ψύχος. Πληθ.: χέβιϼε. Χιβιρτζου: Τρέμω από τα ρίγη.

Χίγιου-ου: Ο γιος. Χίγιε-α: η θυγατέρα.

Χίγκου: Μπήγω, χώνω. Χιτζρι-α: το χώσιμο. Χίπτου-ου: χωμένος. Πληθ.: χίπτσι-ιε. Θηλ.: χίπτε-α. Πληθ.: χίπτι-λι.

Χικάτου-ου: Το συκώτι.

Χίκου-ου: Η συκιά. Χίκαε-α: το σύκο.

Χίμα: Κάτω στο χύμα. Ντι χίμα: από και προς το χύμα.

Χιμουνίκου-ου: Το καρπούζι.

Χίϼου-ου: Το νήμα, η κλωστή, το χίρι.

Χόργια και αχόργια: Χωρίς, χωριστά.

Χούι-α και χούγι-α: Κακή συνήθεια, χούϊ.

Χουλρι-α: Η χολέρα και κυρίως το συνάχι.

Χουλιστου: Χνωτίζω, χουχουλίζω και τρίβω τα χέρια που είναι παγωμένα από το πολύ κρύο.

Χουνρι-α: Πάθημα, ρεζίλεμα, ζημιά, χουνέρι.

Χουνιψστου: Χωνεύω. Χουνιψρι-α: το χώνεμα.

Χουνντόσου-ου: Βαθύς. Δες και φουνντουσστου.

Χουϼσούζου-ου: Ο γρουσούζης δες και γκουϼσέσου.

Χρισάπου-ου: Ο κρεοπώλης, ο χασάπης.

Χριστό-λου: Ο Χριστός.

Χρουστουσστου: Χρωστάω. Δες και μπόρτζιε.

Χώρε-α: Το χωριό, η χώρα, το μεγάλο χωριό.