Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λα: Επιφώνημα κλητικό γυναικών σε τόνο συμπάθειας και αγάπης. Π.χ.: λα άτε: ω μητέρα και με τόνο επιθετικό. Π.χ.: να λα: βρε εσύ. Κλήση της γυναίκας προς τον άντρα της: να λάι: βρε εσύ! Κλήση ανδρών προς γυναίκες: ολά: βρε.
λα: Πρόθεση κίνησης και στάσης. Π.χ.: νἔνγκου λα όι: πάω στα πρόβατα. Έστι λα όι: είναι στα πρόβατα.
Λα: στο, στη. Π.χ.: λα κάσα αλούι: στο σπίτι του. Λα μέσα αγιἔι: στη μάνα της.
Λαγαρισἔστου: Ξεκαθαρίζω, λαγαρίζω. Λαγαρισίτου-ου: Λαγαρισμένος.
Λαεκαερμἔτζου: Δακρύζω. Λαεκαερμάρι-α: δάκρυσμα. Λαέκαιρου-ου: Δάκρυ. Πληθ.: λαέκαιϼι-ϼε. Λαεκαερμάτου-ου: Δακρυσμένος. Πληθ.: λαεκαερμάτσι- ιε. Θηλ.: λαεκαερμάτε-α. Πληθ.: λαεκαερμάτι-λι.
Λαένε-α: Μαλλί. Λαενόσου-ου: μαλλιαρός. Πληθ.: λαενόσι-ιε. Θηλ.: λαενώσε-α. Πληθ.: λαενώσι-λι.
Λαεπούσιου-ου: Φυτό με πλατιά φύλα και κίτρινα άνθη.
Λαεπούσσιε-α: Το κάτω σαρκικό μέρος του αυτιού.
Λαεχτάρι-α: Τρόμος, φόβος, λαχτάρα.
Λαθιψἔστου: Σφάλω, λαθεύω. Λάθου-ου: Λάθος.
λάι και αλάι: Επιφώνημα κλητικό συμπάθειας γυναικών προς άντρες. Π.χ.: λάι και λαέ τάτε: ω και βρε πατέρα. Κλήση ανδρών προς άντρες, π.χ.: τσι τζέτσι λαε και λάι φράτε: τι λες βρε αδερφέ. Με τόνο αυστηρό και επιθετικό μεταξύ ανδρών: αλάι τσιφάτσι ατσία: έϊ και βρε εσύ τι κάνεις εκεί!
Λαϊἔστου: Μαυρίζω. Λαιάτσε-α: μαυρίλα. Λάϊου-ου: μαύρος. Πληθ.: λάι-ιε. Θηλ.: λά- ϊε-α. Πληθ.: λάι-λι.
Λάϊνε-α: Ευνοϊκότητα, ευκολία, εύκολα. Φέρε λάϊνε: χωρίς ευκολία.
Λαινντιτζέστου: Αρρωσταίνω, νοσώ. Λαινγκώρι-α: αρρώστια. Λαινγουρόσου-ου: Αρρωστιάρης. Λαέντζιτου-ου: άρρωστος. Πληθ.: λαέντζιτσι-ιε. Θηλ.: λαέντζιτε-α. Πληθ.: λαέντζιτι-λι.
Λαιπούντε-α: Κάλτσα. Πληθ.: λαιπούτζι-λι. Δες και πιϼπόντι.
Λάκου-ου: Λίμνη. Λαμαρίνε-α: λαμαρίνα.
Λαλανγκίτε-α: Ζυμαρικό γλύκισμα κυρίως Χριστουγέννων.
Λάλι: Θείος. Λάστιχου-ου: λάστιχο.
Λάμιε-α: Δράκος, στοιχειό, λάμια των νερών.
Λάμμπε-α: Λάμπα, λαμπτήρας. Λαμμπάδε-α: λαμπάδα.
λάου: Πλένω. Μι λάου: πλένομαι. Λάρι-α: πλύσιμο. Λάτου-ου: πλυμένος. Πληθ.: λάτσι-ε. Θηλ.: λάτε-α. Πληθ.: λάτι-λι.
Λάπου-ου: Αυτιάς, έχει μεγάλα αυτιά, ο λάπος.
Λάπτι-λι: Το γάλα. Λαπτώρε-α: γαλατόπιτα.
Λαπτούκαε-α: Άγριο λαχανικό, γαλατσίδα.
Λαρτζἔστου: Πλαταίνω, φαρδαίνω. Λαρτζίμι-α: φαρδύτητα. Λάργκου-ου: φαρδύς. Πληθ.: λάρτζι-ιε. Θηλ.: λάργκαε-α. Πληθ.: λάρτζι-λι.
Λάτσου-ου: Θηλιά-λάσο.
Λαφαζάνου-ου: Πολυλογάς, φλύαρος. Θηλ.: λαφαζάνε-α.
Λεβἔνντου-ου: Λεβέντης. Λέπρε-α: λέπρα.
Λἔγκου: Δένω. Λιγκάρι-α: δέσιμο. Λιγκαιτούρε-α: το σημείο του δεσίματος.
Λἔμαργου-ου: Λαίμαργος. Δες και φουμουτόσου.
Λἔμου: Ξύλο και μεταφορικά: Ουσ μέτσι λἔμου: θα φας ξύλο.
Λἔρε-α: Ακαθαρσία, λέρα. Λιβάνου: λιβάνι.
Λἔφα και λιφτιρία: Ελευθερία (όνομα).
Λἔφτιρου-ου: Ελεύθερος. Λιβάνντε: λεβάντα. Λιβάδι-α: λιβάδι.
Λιάβε-α: Φιλονικία, τσακωμός, καυγάς.
Λιάγκινου: Κουνώ την κούνια την σαρμανίτσα, λικνίζω το μωρό να κοιμηθεί.
Λίγδε-α: Λίπος, λίγδα. Λιλἔκου: πελαργός, λελέκι.
Λιγκαἔνι-α: Λεκάνη. Λίψανου: λείψανο.
Λιγκάτου-ου: Δεμένος. Πληθ.: λιγκάτσι-ιε. Θηλ.: λιγκάτε-α. Πληθ.: λιγκάτι-λι.
Λιἔλιε: Επιφώνημα: ο καημένος. Οχ λἔλε: οϊμέ, αλίμονο.
Λικουρίκιου-ου: Πυγολαμπίδα, κολοφωτιά.
Λιλικούκιου-ου: Η παπαρούνα.
Λιλιούτσσιε-α: Λουλούδι, φυτό και άνθος. Πληθ.: λιλιούτσσι-λι.
Λιμἔρι-α: Φωλιά ληστών, λημέρι. Λίμε-α: λίμα.
Λίμμπε-α: Γλώσσα. Λίμμπα ατσά ννίκα: γλώσσα αυτή η μικρή (το γλωσσίδι του ουρανίσκου, η σταφυλή).
Λίν/τι-α: Φακή. Λιμόννιε-α: λεμόνι.
Λίν/τινε-α: Η κονίδα της ψείρας.
Λίνγκουρε-α: Κουτάλι. Λινγκουρίτσσιε-α: το προκάρδιο.
Λιόζιου-ου: Φωλιά άγριων ζώων.
Λιουνντάϼου-ου: Λιοντάρι, γενναίος, ατρόμητος.
Λιουσσιουνἔτζου: Λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις από το πολύ κλάμα (για μωρά). Λιουσσιουνάτου: λιποθυμισμένος. Θηλ.: λιουσσιουνάτε-α.
Λίρε-α: Λίρα, χρυσό νόμισμα. Λιπίδε-α: λεπίδι.
Λίσε-α: Λύσσα, μανία.
Λισσιουρἔτζου: Ελαφραίνω, χάνω βάρος. Λισσιουράρι-α: ελάφρυνση. Λισσιουράτσε-α: ελαφράδα. Λισσιόρου-ου: ελαφρής. Πληθ.: λισσιόρι-ιε. Θηλ.: λισσιώρε-α. Πληθ.: λισσώρι-λι. Λισιουρἔτζου: ελαφραίνω μεταφορικά. Λισσόρου: Ελαφρής, μεταφορικά (ο ελαφρόμυαλος).
Λισσπἔρου-ου: Ευκίνητος, αεικίνητος. Πληθ.: λισσπἔρι-ε. Θηλ.: λισσπἔρε-α. Πληθ.: λισσπἔρι-λι.
Λιφτἔρι: Ελευθέριος, Λευτέρης (όνομα).
Λιχώνε-α: Λεχώνα γυναίκα, εγκυμονούσα. Λιτανί-α: λιτανεία.
Λιψἔστου: Λείπω, απουσιάζω, χρειάζομαι. Άϊ λίψου: άντε να χαθείς να εκλείψεις, φράση συνηθέστατη. Λιψίτου-ου: εκλιπών. Πληθ.: λιψίτσι-ιε. Θηλ.: λιψίτε-α. Πληθ.: λιψίτι-λι.
Λογί: Χρώμα, μπογιά, βαφή.
Λόκου-ου: Χώμα, έδαφος, μέρος, τόπος, χώρα. Λόκου τούτου: η γη ολόκληρη.
Λόστουϼου-ου: Λοσταράκι, σύρτης για εσωτερική ασφάλιση της πόρτας.
Λου: Αντωνυμία τον. Π.χ.: λου λώι: τον πήρα. Πληθ.: γι λώι. Θηλυκό: ου. Π.χ.: ου λώι: την και το πήρα. Πληθ.: λι λώι.
Λουβουσσιέστου: Λερώνω, βρομίζω. Λουβουσσιάρι-α: λέρωμα. Λουβόσου-ου: λερωμένος, βρώμικος άνθρωπος. Πληθ.: λουβόσσι-ιε. Θηλ.: λουβώσε-α. Πληθ.: λουβώσι-λι.
Λουγαριασιἔστου: Λογαριάζω, υπολογίζω. Λουγαριασμό-λου: λογαριασμός.
Λουγί: Είδος, τρόπος. Π.χ.: τσι λουγί: τι λογής.
Λουκούμμπε-α: Γλύκισμα, λουκούμι.
Λουκουϼτώρε-α: Εργάσιμη ημέρα.
Λουκρἔτζου και λουκουρἔτζου: Εργάζομαι, δουλεύω. Λουκράρι-α: η εργασία. Λούκϼου: ακούγεται λούκου: δουλειά. Λουκουϼτόρου-ου: δουλευταράς. Πληθ.: λουκουρτόρι-ιε. Θηλ.: λουκουρτώρε-α. Πληθ.: λουκουρτώρι-λι.
Λουλάκιου-ου: Λουλάκι.
Λουμάκιου-ου: Νέο δενδράκι, ευθεία κλαδεμένο.
Λουμπόντε-α: Είδος άγριου λαχανικού.
Λούνε-α: Σελήνη, φεγγάρι.
Λούνι-α: Δευτέρα, η ημέρα της εβδομάδας.
Λουννίδε-α: Κάμπια. Λουπάτε-α: φτυάρι. Λουπάτα.
Λουννίνε-α: Φως, λάμψη, λαμπτήρας.
Λουντζἔστου: Ψηλώνω, μεγεθύνω, μακραίνω. Λουντζίμι-α: ύψος και μάκρος. Λούνγκου-ου: ψηλός. Πληθ.: λούντζι-ιε. Θηλ.: λούνγκαε-α. Πληθ.: λούντζι-λι.
Λούπου-ου: Λύκος. Λουπώννιε: λύκαινα. Λικουνί-α: αγέλη λύκων. Μεταφορικά π.χ. έστι λούπου: είναι λύκος.
Λουτουργί-α: Λειτουργία και λειτουργιά (άρτος).
Λουτσἔφυρου-ου: Το άστρο αυγερινός.
Λώρι-α: Πάρσιμο. Λώτου-ου: παρμένος και παρμένος μεταφορικά. Πληθ.: λώτσι-ιε. Θηλ.: λώτε-α. Πληθ.: λώτι-λι.