Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Παγάλια: Σιγά-σιγά,αργά.
Παγάνε-α: Καταδίωξη, ομάδα καταδίωξης άγριων ζώων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ανθρώπων.
Πάγιου-ου: Το άχυρο. Πληθ.: πάγιε και πάγιλι.
Πάθιμε-α: Πάθημα. Πληθ.: παθίματι-λι.
Πάϊε-α: Τα πράγματα που παίρνει η νύφη από τη μάνα της, η προίκα.
Πάλαε-α: Μεγάλο κυρτό ξίφος.
Παλάσκεα: Φυσιγγιοθήκη, παλάσκα. Παλάτι-α: ανάκτορο παλάτι.
Πάλε: Πάλι. Παλτό-λου: πανωφόρι, παλτό, σακάκι.
Πάλμε-α: Παλάμη. Πληθ.: πάλμι-λι.
Πάνε-α: Η πανάδα του ματιού, ο καταρράκτης του ματιού.
Πανιγίρου-ου: Πανηγύρι. Παμ/πόϼου: βαπόρι.
Παντάϼου-ου: Αγροφύλακας, δραγάτης, αυτός που βρίσκεται παντού, ο πανταχού.
Πάντι-α: Ίσιωμα, πεδιάδα. Πληθ.: πέτζι-λι.
Παξουμάδε-α: Παξιμάδι. Πάπε-α: πάπια. Παπαγάλου-ου: παπαγάλος.
Πάπλουμε-α: Πάπλωμα. Πιπούτσε-α: παπούτσι.
Πάπου-ου: Γέροντας.
Πάπου-ου: Ο παππούς. Πληθ.: παπέννι-ιε. Πάπου αλι μάι: ο παππούς από την μεριά της μητέρας.
Παρά: Παρά. Π.χ.: παρασφἔτσι: παραέγινε.
Παράδειγμε-α: Παράδειγμα. Παράδισου-ου: Παράδεισος.
Παραδουσἔστου: Παραδίδω. Δες και παραντάου.
Παρακυνόστου: Παραγνωρίζω.
Παραμάνε-α: Παραμάνα, τροφός και παραμάνα πιαστράκι.
Παρανούμε-α: Επίθετο, παραόνομα.
Παραντάου: Παραδίδω, προδίδω, δίνω πολύ.
Παράπουνου-ου: Παράπονο. Παράξινου: παράξενος.
Παρατισἔστου: Εγκαταλείπω, παρατάω.
Παρόνε-α: Το καρφί, η πρόκα, η περόνη.
Πάϼου-ου: Πάσσαλος, παλούκι. Πληθ.: πάρι-ιε.
Παρπαδἔλι-λι: Φλυαρίες, ανοησίες, παπαρδέλες.
Πάρτι-α:Πλευρά,μέρος,κατεύθυνση.Π.χ.:ντι-καέτε κάι πάρτι; Από ποια πλευρά;
Πάϼτσου: Μοιράζω, χωρίζω, διανέμω. Πιϼτσάτου-ου: Χωρισμένος και για χωρισμένο άντρα. Πληθ.: Πιϼτσάτσι-ιε. Θηλ.: πιϼτσάτε-α. Πληθ.: πιϼτσάτι-λι. Πιϼτσάρι-α: το χώρισμα, το μοίρασμα και το κόψιμο και μοίρασμα του άρτου στην Εκκλησία το ψυχοσάββατο.
Πάσα: Κάθε. Πάσαούνου: ο πάσα ένας, ο καθένας.
Πασπατισἔστου: Ψηλαφίζω, πασπατεύω.
Πασσταμάλου-ου: Πετσέτα χεριών προσώπου και μπάνιου.
Πάσστι-λι: Το άγιο Πάσχα.
Πάστου & πάσκου: Βοσκώ. Πισκούτου-ου: βοσκημένος. Πληθ.: πισκούτσι-ιε. Θηλ.: πισκούτε-α. Πληθ.: πισκούτι-λι. Πισστἔρι-α: το βόσκημα. Πισσιούνι-α: η βοσκή.
Πάστρε-α: Καθαριότητα, πάστρα.
Πατάτε-α: Πατάτα. Παπαρούνε-α: παπαρούνα, δες και λιλικούκιου-ου.
Πατίκι-α: Παντόφλα, πέδιλο, σαγιονάρα, πατίκι.
Πάτου: Παθαίνω. Πιτσέτου-ου: παθημένος και από μυαλό. Πληθ.: πιτσάτσι-ιε. Θηλ.: πιτσάτε-α. Πληθ.: πιτσάτι-λι. Πιτσάρι-α: το πάθημα.
Πάτουμε-α: Πάτωμα.
Πάτου-ου: Πατάρι για ρούχα.
Πατουσἔστου: Πατώ και πατώνω, δες και κάλκου.
Πατριάρχου-ου: Ο Πατριάρχης. Πετραχίλου-ου: το πετραχήλι.
Πατρίδε-α: Η Πατρίδα. Πατριότου-ου: ο πατριώτης.
Πάτρου: Ο αριθμός τέσσερα. Πάτρουτζέτσι: σαράντα. Πατρουσπιρτζάτσι: δεκατέσσερα. Πάτρου σούτι: τετρακόσια. Πάτρου ννίγιε: τέσσερις χιλιάδες.
Πατσσιαβούρε-α: Ράκος, πατσαβούρα.
Πάφσι-α: Το σταμάτημα, η παύση.
Παχνί-α: Το παχνί και η τροφή των ζώων.
Πἔλαγου-ου: Πέλαγος. Πιρίεργου-ου: περίεργος.
Πέν και πένε: Μέχρι, π.χ.: πεν ακό: μέχρι εκεί.
Πέν/τζε: Λινό βαμβακερό ύφασμα.
Πένι-α: Το ψωμί. Πληθ.: πέννι-λι, εκ του πενία.
Πενντακοσσιάρε-α: Πεντακοσάρικο.
Πένντικαε-α: Η κοιλιά. Πληθ.: πένντισι-λι. Πινντικόσου-ου: κοιλαράς. Πληθ.: πινντικόσι-ιε. Θηλ.: πινντικώσε-α: κοιλαρού και έγκυος. Πληθ.: πινντικώσι-λι.
Περιορισἔστου: Περιορίζω. Πἔστροφε-α: η πέστροφα.
Περίφανου-ου: Περήφανος. Πιπἔϼου: πιπέρι.
Πἔϼου-ου: Η τρίχα. Πληθ.: πἔϼι-ιε.
Πἔϼτσσιε-α: Χαίτη ζώου και η πλούσια κόμη ανθρώπων. Στίχος πολυφωνικού τραγουδιού: πἔϼτσσια ατα νι κιπτινάτε: η κόμη σου η αχτένιστη.
Πέϼτσσιου-ου: Ο επιβήτορας τράγος.
Πἔσστι-λι: Το ψάρι. Πισκιόλαε-α: πιστόλα.
Πἔτικαε-α: Πατάκι για τα πόδια κύρια στον αργαλείο.
Πἔτικου: Μπαλώνω, επιδιορθώνω ρούχα και το κομμάτι για μπάλωμα.
Πἔτουρου-ου: Φύλλο για πίτα. Πληθ.: πἔτουρι.
Πι ζιούγιου: Ξυστά, ξώφαλτσα. Λέγεται για επιπόλαιο τραύμα.
Πι: Πάνω. Πίστι: πάνω σε.
Πιάζιε: Φλούδα λεπτή. Πιζιλίνε-α: η πέτσα, δέρμα λεπτό, μεμβράνη.
Πιάνε-α: Το φτερό. Πληθ.: πἔνι-λι.
Πιάτου-ου: Πιάτο. Πἔταλου-ου: Πέταλο ζώων.
Πιγιούρου-ου: Αγκαθωτός θάμνος, το παλιούρι.
Πιδισἔστου: Παιδεύω, ταλαιπωρώ, κουράζω.
Πιἔσσκ-ου: Άγρια ροδακινιά. Πιάσσκαε-α: άγριο ροδάκινο.
Πιζάρι-α: Διαπραγμάτευση, αγορά, παζάρι.
Πίκαε-α: Κυριολεκτικά σταλαματιά, χρήση όμως γίνεται μεταφορικά που σημαίνει μεγάλο κακό, κατάκαρδο καρφί. Π.χ.: σι τι αγκουντιάστε πίκα: να σε χτυπήσει η σταλαματιά να λιώσεις σταλάζοντας και να πεθάνεις (κακιά αρρώστια). Ννιαϼιμάσι πίκαε: μου έμεινε καρφί κατάκαρδο.
Πικνἔζι-α: Μούστος, πολύ γλυκό, πετιμέζι.
Πικουράρου-ου: Ποιμένας, βοσκός προβάτων, επίκουρος, κουράρης.
Πιλἔστου: Καψαλίζω. Πιλίτου-ου: καψαλισμένος. Πληθ.: πιλίτσι-ιε. Θηλ.: Πιλίτε-α. Πληθ.: πιλίτι-λι. Πιλέρι-α: το καψάλισμα.
Πιλιάφου-ου: Φαγητό πιλάφι (παράδοση στους γάμους).
Πιλόννιου-ου: Χόρτο άγριο πολύ πικρό, αψιθιά, πέλιος.
Πιλτσσιάτου-ου: Πλατσιασμένος. Πληθ.: πιλτσσιάτσι-ε. Θηλ.: πιλτσσιάτε-α. Πληθ.: πιλτσσιάτι-λι. Πιλτσιάρι-α: πλάτσιασμα.
Πιλτσσιέστου: Καταπλακώνω, το κάνω πίτα, πλατσιάζω.
Πινγκαινἔστου: Μαγαρίζω, μολύνω, παγανίζω.
Πιντούρι-α: Λόγγος, δάσος. Πιντουρίτσσιε-α: μικρό δασύλλιο.
Πιπόνου-ου & πἔπινι: Το πεπόνι.
Πιραζμό-λου: Ο πειρασμός. Πίζμε-α: το πείσμα.
Πιραξἔστου: Πειράζω. Πιζμουσἔστου: πεισμώνω.
Πιργιόσου, Πριγκιόσου, Πιργκιόσου: Από κάτω σε κίνηση.
Πιργίτσε-α: Τα επιστρόφια της νύφης.
Πιρζιάλαε-α: Τόπος που τον καίει η ήλιος, προσήλιο, καψάλα.
Πιϼιξἔστου: Παραμιλώ στον ύπνο μου.
Πιϼιξίτε-α: Ο κεραυνός, το αστροπελέκι.
Πιρίτσσιε-α: Άγρια ζώα που τρώνε τα ήμερα, π.χ.: λύκος, τσακάλι, κ.λπ..
Πιρμίθου-ου: Το παραμύθι. Πληθ.: πιρμίθι-λι.
Πιρπιλἔστου: Φτερουγίζω άλλον σαν την κότα στο χώμα. Μι πιρπιλἔστου: αυτά τα κάνω εγώ.
Πιϼπόντι-α: Η κάλτσα, το περιπόδιο.
Πισιέ-λου: Ο Πασάς. Πασαπόϼτου-ου: το πασαπόρτι.
Πισούπρε: Από πάνω, από ψηλά σε κίνηση.
Πισπιλἔστου: Πασπαλίζω. Πίσε-α: πίσα.
Πισσκἔσι-α: Δώρο ευτελούς αξίας που κάποιες φορές δημιουργεί και πρόβλημα. Πεσκέσι. Π.χ.: σι φἔτσι πισσκἔσι: έγινε μπελάς.
Πισστιράου & πουσστράου: Πεπλατυσμένος βράχος.
Πίστι-α: Η πίστη. Πίτε-α: η πίτα.
Πιστουσἔστου: Πιστεύω. Πουτουϼίκιε-α: το ορτύκι.
Πιστρἔστου: Παστρεύω, εξαφανίζω. Πάστρε-α: ασθένεια των λαχανικών μετά από παγωνιά, αλλά και πάστρα, υπερβολική καθαριότητα. Πιστρίτου-ου: Καθαρός, ξεπαστρεμένος, εξαφανισμένος. Πληθ.: πιστρίτσι-ιε. Θηλ.: πιστρίτε-α. Πληθ.: πουστρίτι-λι.
Πιτἔτζου: Βαφτίζω. Πιτιτζέτου-ου: βαφτισμένος. Πληθ.: πιτιτζέτσι-ιε. Θηλ.: πιτιτζάτε-α. Πληθ.: πιτιτζάτι-λι. Πιτιτζάρι-α: βάφτιση. Πιτιτζιούνι-λι: τα βαφτίσια.
Πιτικάτου-ου: Μπαλωμένος. Πληθ.: πιτικάτσι-ιε. Θηλ.: πιτικάτε-α. Πληθ.: πιτικάτι-λι. Πιτικάρι-α: η εργασία του μπαλώματος.
Πιτιρώνιε-α: Πίτα με πολλά φύλα και πλούσια γέμιση.
Πιτου-ου: Μέσω, δια μέσω. Π.χ.: πίτου αμάρι: δια θαλάσσης.
Πιτρἔκου: Στέλνω, αποστέλλω, ξαποστέλνω.
Πίτσσιε-α: Αιδοίο ανύπαντρης κοπέλας, αζευγάρωτο. Κατά τον Θεόδωρο Καββαλιώτη, διευθυντή της Ακαδημίας Μοσχοπόλεως, στο ελληνοβλάχικο γλωσσάριο του 1770 προσδιορίζεται ως: αιδοίον παρθενικόν. Αυτό το αιδοίο-πίτσσια δεν αποκαλούνταν ποτέ με την ονομασία κίζντα: αιδοίο ζευγαρωμένο. Αν κάποιος έλεγε κίζντα α σόϼτα: το αιδοίο της αδελφής σου, και η αδελφή ήταν ανύπαντρη σήκωνε πολύ μεγάλη παρεξήγηση μέχρι και φόνο. Δες και κίζντα.
Πιτσσιέ-λου: Ο πατσάς και το φαγητό ο πατσάς.
Πιχλιβάνου-ου: Αθλητικός, περιποιημένος, πεχλιβάνης.
Πλάγιου-ου: Πλαγιά, κατηφοριά και ανηφοριά.
Πλαέν/του: Μπήγω στο χώμα πασσάλους, χώνω παλούκια, παλουκώνω Πλιν/τάτου: χωμένος. Πληθ.: πλαιν/τάτσι-ιε. Θηλ.: πλαιν/τάτε-α. Πληθ.: πλαιν/τάτι-λι. Πλαιντάρι-α: το χώσιμο.
Πλαένγκου: Κλαίω. Πλαέμτου-ου: κλαμμένος. Πληθ.: πλαέμτσι-ιε. Θηλ.: πλαέμτε-α. Πληθ.: πλαέμτι-λι. Πλαένγκου: το κλάμα. Πλαιντζἔρι-α: το κλάψιμο.
Πλάζμε-α: Ζωντανό δημιούργημα της φύσης, πλάσμα.
Πλαισκαινἔστου: Καταθλίβομαι, σκάω ψυχικά, εκρήγνυμαι, πλαντάζω. Σι κρἔκι σι πλαισκαινἔσστι: να σκάσεις, να πλαντάξεις. Πλαισκαινίτου-ου: σκασμένος, πλανταγμένος. Πληθ.: πλαισκαινίτσι-ιε. Θηλ.: πλαισκαινίτε-α. Πληθ.: πλαι- σκαινίτι-λι. Πλαισκαινέρι-α: το πλάνταγμα.
Πλανιψἔστου: Ξεγελώ, πλανεύω.
Πλάτανου-ου: Πλάτανος. Δες και ϼάπου.
Πλἔγκου-ου: Κατάσταση από πολύ βροχή, πλημμύρα.
Πλἔγκουρε-α: Η κληματαριά, το πλέγμα.
Πλιβιτουσἔστου: Πλευριτώνω, παθαίνω πλευρίτιδα.
Πλιγκουἔστου: Τραυματίζω, πληγώνω. Πλιγκουίτου-ου: πληγωμένος. Πληθ.: πλιγκουίτσι-ιε. Θηλ.: πλιγκουίτε-α. Πληθ.: πλιγκουίτι-λι. Πλιγκουἔρι-α: πλήγωμα.
Πλικαιτώρε-α: Το ζώο κυρίως πρόβατο-γίδι που γέννησε και έχασε το αρνί του.
Πλικισἔστου: Πελεκάω. Πλικισίτου-ου: Πελεκημένος.
Πλιμίρε-α: Πλημμύρα. Πλιρουφουρισἔστου: πληροφορώ.
Πλιούμμπου-ου: Σφαίρα, βόλι. Πληθ.: πλιούμμπι-λι.
Πλουμούνε-α: Πνεύμονας - πλεμόνι.
Πλουμούτσε-α: Το πέλμα, η πατούσα. Πληθ.: πλουμούτσι-λι.
Πλούπου-ου: Το δένδρο λεύκα.
Πλουστούρε-α: Η κοιλιά των ζώων, μαζί με το περιεχόμενο. Πλιστάρι-α: η κόπρος εκτός των γιδιών.
Πλώιε-α: Η βροχή. Πλουίνε-α: βροχερός καιρός.
Πλώτσσιε-α: Πλάκα πέτρινη ή τεχνητή. Πληθ.: πλότσι-λι.
Πόλι-α: Η Κωνσταντινούπολη. Μ/πόλι: εν τη (στην) πόλη.
Πολιλογαέλου: Πολυλογάς.
Πόλιμου: Πόλεμος. Πολιτί: πολιτεία.
Πόμου-ου: Οπωροφόρο δένδρο και ο καρπός του. Πληθ.: πώμι-λι.
Πόνντου-ου: μόνος, έρημος, κενός, άδειος. Θηλ.: πόνντε-α.
Πόντζιε-α: Το ζεσταμένο ποτό, πόντζι.
Πόϼκου-ου: Το γουρούνι. Πληθ.: πόϼτσι-ιε. Θηλ.: πώϼκαε-α. Πληθ.: πώϼκαι-λι. Πουϼτσἔλου-ου: γουρουνάκι.
Πόρνικου-ου: Επεξεργασμένο δέρμα για σόλα παπουτσιού.
Πόρου-ου: Πέρασμα στενό, ποριά και σημείο εύκολου περάσματος ποταμού.
Πόϼτου: Κουβαλώ και φοράω-κουβαλάω τα ρούχα μου. Πουϼτάτου-ου: κουβαλημένος και φορεμένος. Πληθ.: πουϼτάτσι-ιε. Θηλ.: πουϼτάτε-α. Πληθ.: πουϼτάτι-λι. Πουρτάρι-α: κουβάλημα. Π.χ. πόϼτου ζάλα: κουβαλάω την άμμο. Πόϼτου στράννιλι: φοράω τα ρούχα (τα κουβαλάω πάνω μου).
Πόστε-α: Το ταχυδρομείο.
Πότου: Μπορώ, δύναμαι, τα καταφέρνω, υγιαίνω, είμαι καλά. Νου πότου: δεν μπορώ και είμαι άρρωστος.
Πότσσιου-ου: Μπρίκι μικρό-μεγάλο.
Πούγιου-ου: Πουλί, γενική ονομασία πτηνών. Πληθ.: πούγι-ιε. Έτσι λέγονται και τα χαρτόσημα - γραμματόσημα (πουλάκια).
Πούγνκαε-α: Πουγκί και μεγάλη πάνινη σακούλα.
Πουδαρίτσι-λι: Τα πατήματα του αργαλειού.
Πουδιάου: Ποδιά. Δες και πώλα.
Πουϊμένι: Μεθαύριο. Παλάντζε: ζυγαριά, παλάντζα.
Πούλαε-α: Πέος ανδρικό και μεγάλων ζώων. Πούτσε-α: πέος παιδικό.
Πουλιουκάϼου-ου: Ο αντίχειρας και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού.
Πουλμούνε-α: Ο πνεύμονας, το πνευμόνι.
Πούλμπιρου: Σηκώνω σκόνη, δημιουργώ κονιορτό και μονάδα κονιορτού. Πληθ.: πούλμπιρι.
Πούλπε-α: Η γάμπα. Πληθ.: πούλπι-λι.
Πουλτάρι-α: Η ωμοπλάτη. Πουλτέϼε: οι πλάτες.
Πουλτἔστου: Πλέκω και πληρώνω. Πουλτίτου-ου: πλεγμένος και πληρωμένος. Πληθ.: πουλτίτσι-ιε. Θηλ.: πουλτίτε-α. Πληθ.: πουλτίτι-λι. Πουλτἔρι-α: πλέξιμο και πληρωμή.
Πουλτουνίτσε-α: Τα τρία κορδόνια για πλέξιμο κοτσίδας.
Πουμώϼε-α: Αδράνεια του νου, σύγχυση, έλλειψη επαγρύπνησης.
Πούν/τι-α: Η γέφυρα και κάθε εναέριο πέρασμα ποταμού.
Πουνγκάϼου-ου: Πορτοφόλι δερμάτινο για χρήματα, σπίρτα ή ίσκα (είδος μύκητα, Phellinus igniarius, που ζει στους κορμούς των δέντρων, το ξέραιναν και τον χρησιμοποιούσαν, παλαιότερα, ως φιτίλι για τσακμάκι).
Πούνντε-α: Κρυολόγημα, πούντιασμα, πούντα.
Πουνντισἔστου: Ερημώνω, απομονώνω, εξορίζω σε μέρος που δεν φτάνει να σε δει δικός σου άνθρωπος, υπερπόντια.
Πούντριτου: Σαπίζω και σάπιο, λέγεται και πουτρουτζἔστου: σαπίζω. Πούντριτου-ου: σάπιος. Πληθ.: πούντριτσι-ιε. Θηλ.: πούντριτε-α. Πληθ.: πούντριτι-λι. Πουτρουτζάρι-α: σάπισμα.
Πούπουζε-α: Ο τσαλαπετεινός.
Πούπου-ου: Μωρό αρσενικό. Πούπε-α: μωρό θηλυκό. Πουπούσσιε-α: κούκλα.
Πουριάου: Στενό πέρασμα, είσοδος σε φραγμένα, ποριά.
Πούρικου-ου: Ο ψύλος. Πληθ.: πούριτσι-ιε.
Πουριψἔσστι: Πρέπει, είναι πρέπον, έτσι κάνει, είθισται.
Πουϼκουγίτσε-α: Παιδική ασθένεια, η οστρακιά, ερυθρά.
Πουρκουλιάτσσιου-ου: Ο σκορπιός. Το πουρκουλιάτσι.
Πουϼόννιου-ου: Το πύον.
Πουρσσιουλίντου-ου: Άγριο σκόρδο.
Πούσκαε-α: Το ξύδι.
Πουσπουρἔτζου: Φλυαρώ, σαχλαμαρίζω χαμηλόφωνα, ψιθυρίζω.
Πούσσκιε-α: Η ασθένεια πανώλη, πανούκλα.
Πουσσμάνι-α: Μετανόηση, μετάνιωμα. Π.χ.: μι φἔτσσιου πουσσμάνι: μετάνιωσα έγινα πουσμάνης.
Πουσστουἔστου: Τσακώνομαι άγρια, πλακώνομαι, κυλιέμαι στο χώμα με τον αντίπαλο ο ένας πάνω στον άλλον όπως οι πούστηδες. Κυριολεκτικά πουστουἔστου: γίνομαι πούστης, πουστεύω. Π.χ.: ατσἔγι ντόγιε σι πουσστουί, ρε: αυτοί οι δύο πουστεύτηκαν, πλακώθηκαν (στο ξύλο).
Πούσστου-ου: Ομοφυλόφιλος αλλά κύρια γινόταν χρήση για το άτιμος, κακός, διπρόσωπος, ψεύτης, απατεώνας.
Πουσστουτίνε-α: Τα μετά την απόσταξη στάφυλα. Πληθ.:πουστουτίννι-λι.
Πουστρί-α & προυστί-α: Πους τρία, τρίποδας στη φωτιά, πυροστιά.
Πουτάνε-α: Πόρνη, πουτάνα. Δες και μαβία-ϼουσπία.
Πουτἔ: Ποτέ, ουδέποτε. Πουτίρε-α: το ποτήρι.
Πούτσου-ου: Το πηγάδι, αναφερόμενο στην ποσότητα του νερού: Πουτσένου-ου: λίγος. Πληθ.: πουτσέννι-ιε. Θηλυκό: πουτσένε-α. Πληθ.: πουτσένι-λι.
Πράβντε-α: Ζώο για φόρτωμα. Πληθ.: πρέβτζι-λι. Μεταφορικά πράβντε, λέγεται η άτσαλη τσαπατσούλα χωρίς τρόπους γυναίκα.
Πράγκου-ου: Τοιχάκι, πεζούλι.
Πραματιφτίου-ου: Πραματευτής.
Πράξι-α: Συμφωνία, αποτέλεσμα.
Πρασινάδε-α: Πρασινάδα. Πράσσιου-ου: το πράσο.
Πράτζι-ιε: Χρήματα, λεφτά, παράδες.
Πρἔϊ-α: Χαλασμός, ανακατωσούρα, κατάσταση μετά από ανεμοθύελλα.
Πρέντζου-ου: Μεσημέρι και μεσημεριανό φαγητό.
Πρἔσινι-α: Η Σαρακοστή. Λέγεται και πρἔσινλι.
Πρἔφτου: Ο παπάς, ο πρίφτης. Πληθ.: πρἔφτσι-ιε. Πριφτιάσε-α: παπαδιά.
Πρίμνου και πριμνισἔστου: Παραμερίζω, μετακινώ, πριμνίζω.
Πρίν/ντι: Πρέπει, είναι πρέπον, αρμόζει. Και η υπακοή των παιδιών στους γονείς. Π.χ.: νου πρίν/ντι ιτσσι: Δεν ακούει τους γονείς καθόλου.
Πρίν/τι-λι: Ο γονιός άντρας. Πληθ.:πρίν/τσι-ιε. Και οι δύο γονείς.
Πρίν/του: Αρταίνω άλλον με μη νηστίσιμο φαγητό. Μι πρίν/του: αρταίνομαι εγώ.
Πρινβιάρε-α: Πριν το καλοκαίρι, Άνοιξη.
Πρίσινι-α: Το σφοντύλι του γνεσίματος στη ρόκα.
Πρισσκαιτιτίρε-α: Περιφορά άσκοπη, στα χαμένα.
Πρόβε-α: Δοκιμή, πρόβα. Πρόγραμε-α: πρόγραμμα.
Πρόθυμου-ου: Πρόθυμος. Προθεζμί-α: προθεσμία.
Πρόσσκαι: Αηδίες, προστυχιές.
Πρόσωπου-ου: Πρόσωπο. Προυσεφχί-α: προσευχή.
Προυδουσἔστου: Προδίδω, καταδίδω, δες και σπούνου.
Προυκουψἔστου: Προκόβω, προοδεύω. Προυκουκί-α: προκοπή.
Προυμουτἔτζου: Δανείζω και δανείζομαι. Προυμούτου-ου: δάνειο, δανεικό. Θηλ.: προυμούτε-α: δανεική. Π.χ. αφιράου καε ώμου προυμούτου: φύλαξέ το, πρόσεξέ το γιατί το έχω δανεικό.
Προυξενιτίου-ου: Προξενητής.
Προυσκουκιἔστου: Ραντίζω βάζοντας νερό στο στόμα.
Προυσκουτἔστου: Ραντίζω, πιτσιλάω. Προυσκουτίτου-ου: πιτσιλημένος.
Προυτιμισἔστου: Προτιμώ, έχω προτίμηση.
Προυφίτου-ου: Προφήτης. Πρότου-ου: ο πρώτος.
Πρόφκου-ου: Το δένδρο βουζιά, κουφοξυλιά. Μεταφορικά ο άμυαλος, ο άδειος, ο κούφιος, ο κενός. Πρόφκαι: λόγια άδεια χωρίς αξία, λόγια κούφια. Καέτε πρόφκαι τζέσι: πόσα κούφια λόγια είπε.
Πυγούϼου-ου: Δοχείο νερού μικρό, το παγούρι.
Πύρε-α: Φλόγα, πυρά. Πίργου-ου: πύργος.
Πώλαε-α: Ποδιά μακριά. Πληθ.: πώλι-λι. Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται και για τα γυναικεία ρούχα γενικά απ’ τη μέση και κάτω. Π.χ.: αντούνε πώλιλι καε σι βἔντου λάτσιλι: μάζεψε τα ρούχα γιατί φαίνονται τα σκέλια.
Πώϼτε-α: Πόρτα αυλής ή περιβολιού.
Πώτι: Μπορεί, ίσως, πιθανόν. Π.χ.:πώτι σι νἔγκου: μπορεί να πάω.
Πώχαε-α: Δίχτυ ψαρέματος, απόχη.