Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

Γαέτσσιου-ου: Το κριάρι ή ο τράγος που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι.

Γαϊτάνε-α: Σειρίτι, κορδέλα, γαϊτάνι.

Γαμπρό-λου: Γαμπρός. Γάγκρενε-α: γάγγραινα. Γάρου-ου: Αρμύρα, αλατόνερο. Γαργάρε-α: γαργάρα. Γου και γιάου: Παίρνω, λαμβάνω.

Γπουρου-ου: Ο λαγός.

Γϼμου-ου: Σκουλήκι. Γσπι-λι: μέλισσα.

Γιάκινε-α: Πυρκαγιά μεγάλη στα δάση.

Γ-ιάντε-α: Θηλυκό κατσίκι.

Γ-ιού: που (γ-ιούνντζι; : που πάς;)

Γ-ιάπε-α: Θηλυκό άλογο, φοράδα.

Γ-ιάρμπε-α: Χόρτο, χορτάρι. Γ-ιάσκαε-α: ίσκα.

Γιάρου-ου: Παρδαλός. Γιάρα: οχιά η παρδαλή. Μεγάλος ο φόβος των «βλάχων» για την οχιά (παρδαλή). Στίχος από ένα παλιό πολυφωνικό τραγούδι των «αρβανιτοβλάχων» λέει: μι μικαέ γιάρα ντιμένε – λλε νι βιννά φρίκαε ιράμου φιάτε ννίκαε κ.λπ.: με έφαγε η παρδαλή από το χέρι ωιμέ φοβόμουν ήμουν κορίτσι μικρό.

Γ-ιάϼε-α: χειμώνας. Ι-αϼτζου: Ξεχειμωνιάζω. Ι-αϼέμου: ξεχειμωνιάσαμε, ξεχειμωνιάζουμε.

Ι-αϼίου-ου: Χειμάδι, χειμαδιό.

Γιάϼτου: Συγχωρώ. Γιϼτάτου-ου: συχωρεμένος. Πληθ.: γιϼτάτσι-ιε. Θηλ.: γιϼτάτε-α. Πληθ.: γιϼτάτι-λι (λέγεται συνήθως για αποβιώσαντες).

Γιαταγάνε-α: Γιαταγάνι.

Γιατάκι-α: φωλιά άγριων ζώων, ασφαλές μέρος. Γιατάκι.

Γιάτρου-ου: Γιατρός. Θηλ.: γιατρσσιε-α.

Γίγανντου-ου: Γίγαντας.

Γικαέ: γιακάς.

Γιζμιτσσιούνου-ου: Ο μήνας Σεπτέμβρης, μήνας του τρύγου, δες γίζμου-ου.

Γίζμου-ου: Τρυγώ και ο τρύγος.

Γίλαε-α: Ξύλινη διχάλα για τα βάτα και το φόρτωμα.

Γίνγκλαε-α: Η ζώνη κάτω από τις μασχάλες και την ουρά των ζώων που συγκρατεί το σαμάρι.

Γίννιε-α: Αμπέλι.

Γιουριούσι-α: γιουρούσι,έφοδος.

Γίννιτσι: Είκοσι (αριθμητικό).

Γίνου: Έρχομαι. Βινίτου-ου: αυτός που έχει έρθει. Θηλ.: βινίτε-α.

Γ-ίνου: Κρασί.

Γιου τζέτσι ζμπόϼου: Που λέει ο λόγος, λόγου χάριν.

Γιουβά: Πουθενά. Γ-ιουτσιντό: οπουδήποτε.

Γίου-ου: Ζωντανός, ωμός, άψητος.

Γιουπουλάϼου-ου: Αρπαχτικό, γεράκι.

Γιουϼουνντί-α: Μεγάλος θόρυβος από μεγάλο κακό.

Γ-ιργιρίτσε-α: Η μεγάλη άρκτος (αστερισμός).

Γιστρι και κιστρι: Θησαυρός κρυμμένος στη γη.

Γίτε-α: Κλίμα, κληματαριά.

Γιτρί-α: Φάρμακο, γιατρικό. Γιτριψστου: Γιατρεύω.

Γίτσε-α: Νήμα γνεμένο σε τουλούπα.

Γίφτου-ου: Σιδηρουργός, γύφτος.

Γκαέϼου-ου: Σιτάρι. Γίπτου-ου: καλαμπόκι, τα σπυριά.

Γκαέϼτσιου: Βράχος μεγάλος, βραχώδες μέρος.

Γκαζπι-α: Κακό, αναποδιά, ντροπή, αίσχος. Π.χ.: τσι γκαζπι σ’φτσι: τι αίσχος έγινε;

Γκάζου-ου: Πετρέλαιο, γκάζι.

Γκάβρε-α: κοίλωμα βράχου, σπηλιά.

Γκαιβότζιου-ου: Καρφί πεταλώματος.

Γκαιγίνε-α: Η κότα. Γκαιγινάτου-ου: η κουτσουλιά.

Γκάϊε-α: Κουρούνα, κάργια.

Γκαιλιάτε-α: Δοχείο ξύλινο αρχικά, μεταλλικό μετά για το άρμεγμα.

Γκαιλίτου και γκαιλίτε: Καθαρός ουρανός τη νύχτα, η ξαστεριά.

Γκαιλμπάτζε-α: Αρρώστια στο συκώτι των προβάτων. (Κλαπάτσα, η διστομίαση)

Γκαιλμπινάρι-α: Κιτρινίλα και ο ίκτερος, η χρυσή (παιδική ασθένεια).

Γκαιλμπιντζου: Κιτρινίζω. Γκάλμπινου-ου: κίτρινος. Πληθ.: γκάλμπιννι-ιε. Θηλ.: γκάλμπινε-α. Πληθ.: γκάλμπινι-λι. Γκαιλμπινούσσιου: κιτρινόμαυρος στο πρόσωπο.

Γκαίνντε-α: Το βελανίδι.

Γκαιϼέϊ: Δουλειά με το ζόρι, αγγαρεία.

Γκαιϼένντινε-α: Το χαλάζι.

Γκαιϼννιἔστου: Μουρμουρίζω, γκρινιάζω. Γκαέϼννιε-α: γκρίνια. Γκαιϼννιόσου-ου: γκρινιάρης. Θηλ.: γκαιϼννιώσε-α.

Γκαιρντστου: Φράζω, περιφράζω. Γκάρντου-ου: φράχτης. Γκαιρντίνε-α: κήπος περιφραγμένος. Γκαιρντίτου: περιφραγμένος. Θηλ.: γκαιρντίτε.

Γκαιϼούνντι-α: Κομμάτι συνήθως τυριού.

Γκαιϼούτσου-ου: Σπυρί καρπού. Σπυρί εξάνθημα δέρματος.

Γκαιστέννιου-ου: Καστανιά. Πληθ.: γκαιστέννι-ιε. Γκιστένιε-α: κάστανο.

Γκαιτούννιου-ου: Κυδωνιά. Πληθ.: γκαιτούννι-ιε: κυδώνι. Πληθ.: γκυτούννι-λι.

Γκακαράτσε-α: Κοπριά γιδιών.

Γκανταϊφου-ου: Γλυκό ταψιού, κανταΐφι.

Γκαργκαλάνου-ου: Λάρυγγας, οισοφάγος.

Γκἔλαε-α: Φαγητό μαγειρεμένο.

Γκμου-ου: Τόπι από γνέσιμο μαλλιού, κουβάρι.

Γκἔσου-ου: Μαυριδερός. Γκσε-α: μαυριδερή.

Γκιζάϊ-α: Πρόστιμο, ποινή.

Γκίζε-α: Αποβουτυρωμένο τυρί, γκίζα. Ούρδε-α: το τελευταίας ποιότητας γαλακτοκομικό προϊόν.

Γκιλκἔρι-α: Ο ασβέστης.

Γκίνι: Καλά (άκλιτο επίρρημα). Το μπούνου που χρησιμοποιούν για το καλά «βλάχοι» άλλων περιοχών είναι επίθετο. Γκινιάτσε-α: καλοσύνη και λέγεται: ἔσστι γκίνι;: είσαι καλά; Απάντηση: γκινιάτσε σι άϊ: καλοσύνη νά 'χεις.

Γκιόνι: Ο Γκιώνης, το πουλί.

Γκιούμου-ου: Δοχείο για νερό, το γκιούμι.

Γκιουρντάνι-α: Περιδέραιο, κολιέ, κόσμημα λαιμού. Γιορντάνι.

Γκλαβανί-α: Το άνοιγμα στο ταβάνι μέσα στο σπίτι.

Γκλάρου-ου: Άμυαλος, ελαφρόμυαλος. Θηλ.: γκλάρε-α.

Γκλουφουττζου: Καταβροχθίζω, τρώω μανιωδώς.

Γκόϼτσου: Γκορτσιά, αγριαπιδιά και γκόρτσο, αγραπίδι. Στον πληθυντικό όμως, γκόϼτσι: γκορτσιές. Γκώϼτσε: γκόρτσα.

Γκούβε-α: Τρύπα, γούρνα, γούβα. Πληθ.: γκούβι-λι. Γκουβουλίτσσιε-α: Τρύπα μικρή.

Γκουλστου: Αδειάζω, εκκενώνω. Γκουλίτου: αδειασμένος. Γκόλου: άδειος. Πληθ.: γκουλίτσι, γκόλι. Θηλ.: γκουλίτε: αδειασμένη. Γκώλαε: άδεια. Το γκώλαε σημαίνει και μόνο-μόνη. Π.χ. μίνι γκώλαε: εγώ μόνο.

Γκουντουλστου: Γαργαλώ, γαργαλίζω.

Γκούρε-α: Το στόμα.

Γκουϼκίτσε-α: Αρρώστια, νόσημα του λαιμού.

Γκουϼμάτζου-ου: Λαιμός, λάρυγγας.

Γκουϼούννιου-ου: Πηγούνι, σαγόνι. Πληθ.: γκουϼούννι-ιε.

Γκουϼσέσου-ου: Ο γρουσούζης, κακοδαίμων, κακός οιωνός. Πληθ.: γκουϼσέσι-ιε. Θηλ.: γκουϼσέσε-α. Πληθ.: γκουϼσέσι-λι.

Γκουϼσσιέστου: Χοντραίνω, παχαίνω. Γκουϼσίμι: πάχος. Γκουϼόσου-ου: χοντρός. Πληθ.: γκουϼόσι-ε. Θηλ.: γκουϼώσε-α. Πληθ.: γκουϼώσι-λι. Γκράσου: πολύ, λιπώδης, λιπαρός.

Γκούσσιε-α: Το πίσω μέρος του λαιμού,  ο σβέρκος.

Γκόφου-ου: Ο γοφός.

Γκρκου-ου: Γραικός, ο Ελληνόφωνος.

Γκρνντε-α: Δοκάρι ξύλινο, γρέντα.

Γκρπου-ου: Άγκιστρο που κάνει χρήση για κράτημα στο ράψιμο των ρούχων.

Γκρστου: Φωνάζω, βάζω φωνή.

Γκριτζου: Βαραίνω. Γκρου-ου: βαρύς. Πληθ.: γκρι-ιε. Θηλ.: γκράου-ου. Πληθ.: γκρι-λι. Γκράου: λέγεται και η έγκυος γυναίκα.

Γκρώπε-α: Λάκκος, τάφος, πεδιάδα βαθουλωτή.

Γλικάντζου-ου: Ο γλυκάνισος.

Γλιν/τζέου-ου: Ο γλεντζές.

Γουμάϼου-ου: Γάιδαρος. Γουμαϼέτσου: γαϊδουράκι. Θηλ.: γουμάϼε-α.

Γουνουσστου: Κασσιτερώνω, γανώνω. Γουνουσάρου,ου: γανωματής.

Γουρλίου: Γούρικος, γουρλής.

Γούστου: Γούστο.

Γράδου: βαθμός θερμότητας, γράδο.

Γραματικό-λου: Ο Γραμματέας, γραμματικός.

Γράμε-α: Γράμμα. Δες και σκαιριτούρε.

Γρίβου-ου: Ασπρόμαυρος, ψαρός, γρίβας.

Γρίπι-α: Γρίπη. Δες και σιρμϊ.