Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Μ/πάντι: Χάμω, κάτω, καταγής, εν τη πέδη.
Μ/πλίνου: Γεμάτος, πλήρης. Πληθ.: μ/πλίννι. Θηλ.: μ/πλίνε. Πληθ.: μ/πλίνι-λι.
Μ/προυστάτε-α: Ο ανήφορος. Μ/πρόστου-ου: όρθιος. Πληθ.: μ/πρόσστι-ιε. Θηλ.: Μ/πρώστε-α. Πληθ.: μ/πρώστι-λι.
Μ/προυστἔτζου: Ορθώνω, ανορθώνω, σηκώνω όρθιο, υψώνω.
Μα και κάμα σούσου: Πιο ψηλά, ψηλότερα.
μα και κάμα: Πιο. Π.χ.: μα νίν/τι: πιο μπροστά.
μα: Αλλά. Π.χ.: βίνιμα νουμι αφλέ: ήρθε αλλά δεν με βρήκε.
μα: Για δεν. Π.χ.: μα βινιάι: για δεν ερχόσουν.
Μαβίε-α: Χαρακτηρισμός γυναίκας ελευθέρων ηθών.
Μαγιάου: Πρώτο κεφάλαιο για ξεκίνημα εργασίας, μαγιά.
Μαγιαργιό-λου: Δωμάτιο μαγειρέματος, κουζίνα, μαγειρειό.
Μάγιου-ου: Κόπανος για το χτύπημα των ρούχων.
Μαγιριψἔστου: Μαγειρεύω. Λέγεται φάκου γκἔλα: κάνω φαγητό.
Μάγου-ου: Μάγος. Μιγί-α, μάγια, μιγιψίτου-ου: Μαγεμένος. Πληθ.: μιγιψίτσι-ιε. Θηλ.: μιγιψίτε-α. Πληθ.: μιγιψίτι-λι. Μιγιψἔστου: Μαγεύω.
Μάδε-α: Στρογγυλή μικρή πλάκα παιχνιδιού, αμάδα.
Μάθιμε-α: Μάθημα. Μαγνίτου-ου: μαγνήτης.
Μάϊε-α: Η γιαγιά από την μητέρα.
Μαϊμούνου-ου: Πίθηκος, μαϊμού, μαϊμούνι.
Μάϊου και Μάϊλιου: Ο μήνας Μάιος.
Μάκαετ: Μόλις. Π.χ.: μάκαετ βίνι: μόλις ήρθε.
Μακαρέ-λου: Το καρούλι με το περιτύλιγμα, μακαράς.
Μακαρόνι-λι: Μακαρόνια. Μάκινε: μηχανή.
Μάλαε-α: Τα αγαθά, η περιουσία, τα υπάρχοντα, η αφθονία, τα μάλα.
Μαλαφράτζε-α: Αφροδίσιο νόσημα, η σύφιλη.
Μάλμε-α: Χρυσός, μάλαμα. Μαλαμουσἔστου: χρυσώνω.
Μάλου και νιμάλου: Φτάνει, αρκετά, όχι άλλο.
Μάμε-α: Η κάτω από το σαγόνι σακούλα, η μάμα.
Μαμί-α: Μαία, μαμή.
Μανάλιου-ου: Κηροπήγιο, μανουάλι.
Μανάρου-ου: Οικόσιτο, μανάρι.
Μάνι μάνι: Γρήγορα, τάχιστα.
Μανί-α και αμανί-α: Θυμός, πάθος, εκδίκηση, μανία.
Μανίν/τι: Πιο μπροστά.
Μανιπόι: Πιο πίσω, παραπίσω.
Μανντάζου-ου: Το δένδρο σουρβιά. Μανντάζι ντι ώλμπιρι: τα σούρβα, κάνει διαχωρισμό, μούρα από δένδρο και βατόμουρα. Μανντάζι-λι: βατόμουρα και για διαχωρισμό, μανντάζι ντι ϼούτζι: μούρα από βάτα.
Μάννταλου-ου: Μοχλός, μάνταλο.
Μανντάτι: Άσχημα νέα, άσχημες ειδήσεις, μαντάτα.
Μάνντου-ου: Μάντης αλλά κυρίως φάρα γύφτων που ασχολούνταν με τη μαντεία και τα μάγια κι όλες τις δεισιδαιμονίες. Πληθ.: μάντζι-ιε. Θηλ.: μάνντε-α. Πληθ.: μάνντι-λι. Ουσ τι για μάνντα: θα σε πάρει η μάντισσα, ήταν το φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Μανούρου-ου: Είδος τυριού γραβιέρας, το μανούρι.
Μαντἔϊα: Αιτία, αφορμή.
Μαραφἔτι-α: Πράγμα, κατασκεύασμα, μαραφέτι.
Μαράχανε-α: Το ειδικό δέρμα για το τρόχισμα του ξυραφιού.
Μαρἔστου: Μεγαλώνω. Μάρι: μεγάλος, μεγάλη.
Μάρκαε-α: Σύμβολο γνωριμίας, μάρκα.
Μαϼκάτου-ου: Γιαούρτι.
Μαρμάνγκαε-α: Αράχνη. Πληθ.: μαρμάντζι-λι.
Μάρμαρου: Μάρμαρο. Μουρούγιου: μαρούλι.
Μάρτζινε-α: Άκρη, όχθη, όριο.
Μάϼτσι-α: Η Τρίτη μέρα της εβδομάδας.
Μάϼτσινου: Νηστεύω και νηστίσιμος. Μάρτσινε-α: νηστίσιμο.
Μάϼτσου-ου: Ο μήνας Μάρτιος.
Μάσινου-ου: Η ελιά το δένδρο. Μάσινε-α: η ελιά, ο καρπός.
Μασκαρέ-λου: Αναιδής, χωρίς αξιοπρέπεια, μασκαράς.
Μάσκουρου-ου: Αρσενικό. Πληθ.: Μάσκουρι-ιε.
Μάσου-ου: Καλοκαιρινή μάντρα για πρόβατα, για μικρά ζώα.
Μαστίχαε-α: Μαστίχα, τσίχλα.
Μάστουρου-ου: Εργάτης, τεχνίτης, μάστορας.
Μάτα: Ξανά. Π.χ.: ματαγίνου: ξανάρχομαι.
Μάτσινου: Αλέθω. Μιτσινάρι-α: άλεσμα. Μιτσινάτου-ου: αλεσμένος. Πληθ.: μιτσινάτσι-ιε. Θηλ.: μιτσινάτε-α. Πληθ.: μιτσινάτι-λι.
Μάτσου-ου: Γάτος. Πληθ.: μάτσι-ιε. Θηλ.: μάτσε-α. Πληθ.: μάτσι-λι. Ματσσιόκου-ου: γατάκι. Πληθ.: ματσσιότσι-ιε. Θηλ.: ματσώκαε-α. Πληθ.: ματσώκαι-λι.
Μάτσου-ου: Έντερο. Πληθ.: μάτσι-λι.
Μβἔσκου: Ντύνω, φοράω ρούχα σε άλλον. Μι μβἔσκου: ντύνομαι. Μβιστἔρι-α: το ντύσιμο. Μβισκούτου-ου: ντυμένος. Πληθ.: μβισκούτσι-ιε.
Μβιάστε: Η νύφη.
Μβιρίνου: Στενοχωρώ, θλίβω, μαυρίζω την καρδιά. Μβιρινάρι-α: θλίψη. Μβιρινάτου-ου: θλιμμένος. Πληθ.: μβιρινάτσι-ιε. Θηλ.: μβιρινάτε-α. Πληθ.: μβιρινάτι-λι.
Μεϊντάνι-α: Πλατεία, στην βοή του κόσμου.
Μέκου: Τρώω. Μικάρι-α: φάγωμα. Μικαέρι: φαγητά. Μικαιτούϼιε: αποφάγια. Μικάτου-ου: φαγωμένος. Πληθ.: μικάτσι-ιε. Θηλ.: μικάτε-α. Πληθ.: μικάτι-λι.
Μενάτε-α: Όσο μπορεί να πιάσει ένα χέρι, αδραξιά, χεριά.
Μένε μένε: Χέρι-χέρι.
Μένε-α: Χέρι. Πληθ.: μέννι-λι.
Μένι: Αύριο. Πουϊμένι: μεθαύριο.
Μένικαε-α: Μανίκι. Πληθ.: μένιτσι-λι.
Μένντου: Κάνω νεύμα δίνοντας μήνυμα.
Μενούσσιε-α:Λαβή, χερούλι και γενικά χειρολαβή.
Μέντζι-λι: Φάσκελα, μούντζες.
Μέντζου-ου: Νέο άλογο, πουλάρι. Πληθ.: μέντζιε. Θηλ.: μέντζε-α. Πληθ.: μέντζι-λι.
Μεράκου-ου: Λύπη, στεναχώρια, επιθυμία, μεράκι.
Μεράτου-ου: Καημένος, δυστυχής, ταλαίπωρος, της μοίρας ο χτυπημένος. Πληθ.: μεράτσι-ιε.
Μερεμἔτου-ου: Επιδιόρθωση, μερεμέτι.
Μἔϼου-ου: Μηλιά και μήλο, στον ενικό κλίνονται το ίδιο, όχι όμως και στον πληθυντικό. Μἔρι-ιε: μηλιές. Μἔρι-λι: τα μήλα.
Μἔσκου: Κερνάω, δωρίζω, δίνω δώρο γάμου, φυλεύω. Μισστἔρι-α: κέρασμα. Μισκούτου-ου: κερασμένος. Πληθ.: μισκούτσι-ιε. Θηλ.: μισκούτε-α. Πληθ.: μισκούτι-λι.
Μἔσου-ου: Ο μήνας. Μισσίνε-α: δέρμα κατεργασμένο.
Μἔστικου: Σμίγω, ανακατώνω, αναμειγνύω. Μιστικάρι-α: σμίξιμο. Μιστικάτου-ου: σμιγμένος. Πληθ.: μιστικάτσι-ιε. Θηλ.: μιστικάτε-α. Πληθ.: μιστικάτι-λι.
Μἔτουρε-α: Σκούπα ψάθινη και γενικά σκούπα.
Μεχαελαέ-λου: Συνοικία, γειτονιά, μαχαλάς.
Μιγκόϼου-ου: Απόκομμα σχοινιού, χοντρό ράμμα.
Μιζἔι-α: Μεζές. Μιζί: μετά βίας, με το ζόρι.
Μιλάνι-α: Μελάνι. Μἔνντε-α: άγριο αρωματικό φυτό και ποτό.
Μιλἔτι-α: Γενιά, καταγωγή, σόι, μελέτι.
Μιλί-α: Λιγομάρα, ατονία.
Μιλιούνου-ου: Εκατομμύριο. Πληθ.: μιλιούννι-ιε.
Μιλιώρε-α: Αρνάδα από ένα έως δύο ετών που δεν έχει γεννήσει.
Μιν/τἔγιου: Τα εντόσθια ζώων. Πληθ.: Μιν/τἔγι-λι.
Μιν/τέννι: Προσευχές, γονατίσματα, μετάνοιες. Πληθ.: μιν/τέννι-λι.
Μιν/τἔστου: Ανακατεύω, ανακατώνω, ναυτία. Π.χ.: νσι μιν/τἔσστι: μου ανακατώνεται, έχω τάση εμετού, έχω ναυτία. Μιν/τἔρι-α: ανακάτεμα. Μιν/τίτου-ου: ανακατεμένος. Πληθ.: μιν/τίτσι-ιε. Θηλ.: μιν/τίτε-α. Πληθ.: μιν/τίτι-λι.
Μίν/τι-α: Νους, νόηση, μυαλό, μνήμη. Αντούκου αμίν/τι: ενθυμούμαι, φέρνω στη μνήμη. Μιν/τιμἔνου-ου: μυαλωμένος. Πληθ.: μιν/τιμἔννι-ιε. Θηλ.: μιν/τιμἔνε-α. Πληθ.: μιν/τιμἔνι-λι.
Μιν/τουἔστου: Σκέφτομαι. Μιν/τουίτου: σκεφτικός. Πληθ.: μιν/τουίτσι-ιε. Θηλ.: μιν/τουίτε-α. Πληθ.: μιν/τουίτι-λι.
Μιν/τσσιουνἔτζου: Ψεύδομαι, λέω ψέμματα. Μιν/τσσιουνάρι-α: το ψεύδεσθαι, είναι αδελφό ρήμα με το μιν/τουἔστου: σκέφτομαι. Σημαίνει παραποιώ την ορθότητα, την αλήθεια. Μιν/τσσιούνου-ου: ψέμα. Πληθ.: μιν/τσούννι-λι. Μιν/τσουνόσου-ου: ψεύτης. Θηλ.: μιν/τσουνώσε-α. Δες και νι νντριπτάτια.
Μινγκιούσσιου-ου: Σκουλαρίκι και το κάτω μέρος του αυτιού. Πληθ.: μινγκιούσσι-λι.
Μινέ-α: Τρέμουλο, Μινάρι-α: ταρακούνημα. Π.χ.: σι μινά λόκου: έτρεμε το χώμα, ταρακουνιόταν, έκανε σεισμό. Μινέ: ελάττωμα. Π.χ.: τσού ντἔντι κου μινέ: στο έδωσε με ελάττωμα, ελαττωματικό.
Μινέϼε: Χειρολαβή μαχαιριού και θήκη.
Μίνι: Εγώ ο ίδιος, αυτοπροσώπως.
Μινιστίϼου-ου: Μοναστήρι, ιερό μέρος, δες και βικαέφι. Σ’ φἔτσι τι μινιστίρι: έγινε για τα μοναστήρια.
Μινντούι-α: Μυελός οστών, μεδούλι, εγκέφαλος, νους, μυαλό. Π.χ.: νου άρι μινντούι: δεν έχει μυαλό νόηση, δηλαδή δεν έχει μυαλό που παράγει νόηση. Στην κυριολεξία σημαίνει μεδούλι, είναι όμως παράγωγο του ρήματος μιν/τουἔστου: σκέφτομαι, συλλογίζομαι, κ.λπ..
Μιξούλι-α: Τα αγαθά, προϊόντα που παράγονται από πρόβατα και γίδια.
Μίρε-α: Ημοίρα. Μιρουλόγιου-ου: μοιρολόϊ δες και ντάου μπώτσι.
Μιϼἔστου: Ζευγαρώνω για ζώα. Μιϼἔρι-α: ζευγάρωμα. Μιϼίτε-α: ζευγαρωμένη. Πληθ.: μιϼίτι-λι. Για τα γίδια έλεγαν και λέμε πιϼτσέστου. Σι μιϼἔστου: ζευγαρώνονται, έλεγαν για το ζευγάρι που ζευγαρώνονταν πρόχειρα και όπου νά 'ναι στην ύπαιθρο.
Μιρἔστου: Καμαρώνω. Μιμιρἔστου: Καμαρώνω εγώ.
Μιρίνντι-α: Απόγευμα, δειλινό.
Μιρίτου: Παντρεύω για γυναίκες. Μιμιρίτου: Παντρεύομαι. Μιϼτάτε-α: παντρεμένη. Πληθ.: μιϼτάτι-λι.
Μιρμίννι-λι: Οι δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου, τα μερομήνια.
Μιρμίνντου-ου: Τάφος, μνήμα, μνημείο. Πληθ.: μιρμίντζι-ιε: έτσι λέγεται και το νεκροταφείο. Λαμιρμίντζι: στα μνήματα.
Μιρτζιάου: Η χάντρα και η κόρη του ματιού.
Μισάλι-α: Το τραπεζομάντηλο και το τραπέζι του φαγητού.
Μισιάου: Δόντι, ο τραπεζίτης, δοντούρα.
Μισίτου-ου: Μεσίτης. Μίσκαε-α: χήνα.
Μίσουρου: Μετρώ με την μεζούρα, μεζουρίζω. Μίσουρε-α: μέτρο, μεζούρα. Μισουράτου-ου: μετρημένος. Πληθ.: μισουράτσι-ιε. Θηλ.: μισουράτε-α. Πληθ.: μισουράτι-λι.
Μίσουϼου-ου: Αραβόσιτος, καλαμπόκι, ολόκληρο το τσαμπί (όχι το σπυρί)
Μισσκαιτούρε-α: Μια μπουκιά ψωμί.
Μιστικό-λου: Μυστικό. Μιστίριου: μυστήριος. Μιστρίε-α: μυστρί.
Μιτανιουσἔστου: Μετανιώνω, δες και πουσσμάνι.
Μιτάξι-α: Ύφασμα μεταξένιο.
Μιτρίτσι-λι: Ενικός μιτρίκαε-α. Τα θηλάζοντα πρόβατα, οι νέες μητέρες.
Μιτρόπουλι-α: Μητρόπολη. Μιτροπουλίτου-ου: μητροπολίτης.
Μμπάϊρου-ου: Αρμαθιάζω και αρμαθιά. Περνώ σε σχοινί χάντρες, κομπολόι. Μμπιράτου-ου: αρμαθιασμένος. Πληθ.: Μμπιράτσι-ιε. Θηλ.: μμπιράτε-α. Πληθ.: Μμπιράτι-λι.
Μμπάρε-α: Βολικά, αίσια, δεξιά.
Μμπἔτου: Μεθώ. Μι μμπἔτου: μεθώ εγώ. Μμπιτάρι-α: το μεθύσι. Μμπιτάτου-ου: μεθυσμένος. Πληθ.: μμπιτάτσι-ιε. Θηλ.: μμπιτάτε-α. Πληθ.: μμπιτάτι-λι.
Μμπιστιμἔνου-ου: Έμπιστος, άνθρωπος τίμιος.
Μμπόδιου-ου: Αναποδιά, εμπόδιο.
Μμπουγιουσἔστου: Εμβολιάζω, μπολιάζω.
Μμπουρἔστου: Περατώνω, τελειώνω δουλειά, καταφέρνω. Το μπόρεσα. Ου μμπουρί-ι: το μπόρεσα. Μμπουρίτου-ου: τελειωμένος. Πληθ.: μμπουρίτσι-ιε. Θηλ.: μμπουρίτε-α. Πληθ.: μμπουρίτι-λι.
Μμπράτσε: Στην αγκαλιά, εν τη αγκάλη.
Μμπρἔτου-ου: Κυβερνήτης, κράτος.
Μόγιου: Μαλακώνω, μουλιάζω, βάζω στο μούσκιο, στο νερό να μακαλώσουν. Μουγιάρι-α: μαλάκωμα, μούλιασμα. Μόγιου-ου: Μαλακός. Θηλ.: μώλι-α, η, το. Μουγιάτου-ου: μαλακωμένος, μουλιασμένος. Πληθ.: μουγιάτσι-ιε. Θηλ.: μουγιάτε-α. Πληθ.: μουγιάτι-λι.
Μόι: Κλητικό συμπάθειας. Π.χ.: ο μόι ντάντε: ω μωρ’ γιαγιά.
Μόρου: Πεθαίνω. Μώϼτι-α: πεθαμός, θάνατος. Μόϼτου-ου: πεθαμένος. Πληθ.: μόϼτσι-ιε. Θηλ.: μώϼτε-α. Πληθ.: μώϼτι-λι.
Μόστρε-α: Δείγμα και φάτσα, πρόσωπο, μόστρα. Μόστρε ντι καικάτσι: μόστρα από σκατά, λέγεται για άνθρωπο ψωροπερήφανο.
Μουαμπἔτι-α: Κουβεντολόϊ, διασκέδαση, μοχαμπέτι.
Μουγιἔρι-α: Γυναίκα. Πληθ.: μουγιἔριϼε και μουγἔρι-λι.
Μούζγκαε-α: Λασπότοπος, λάσπη.
Μουζικάν/ντου-ου: Μουσικός, μουζικάντης. Μουσικί-α: μουσική.
Μούκαε-α: Το σκληρό της μίξας, το κάκαδο.
Μουκαἔτι-α: Ενδιαφέρον, αφορμή, μοκαέτι.
Μουλάρου-ου: Ημίονος, μουλάρι. Θηλ.: μουλάρε-α.
Μούλγκου: Αρμέγω. Μουλτζἔρι-α: άρμεγμα. Μούλσου-ου: αρμεγμένος. Πληθ.: μούλσι-ιε. Θηλ.: μούλσε-α. Πληθ.: μούλσι-λι.
Μουλίδου-ου: Μολύβι. Μουλιψἔστου: μολύνω δες και πινγκαινἔστου.
Μουλίτσε-α: Σαράκι, σκόρος, μόλιτσα.
Μουλουϊσἔστου: Διηγούμαι, μολογώ.
Μούλτου: Πολύς. Μούλτε-α: πολύ. Μούλτι όρι: πολλές φορές.
Μουλτσσιάτζε-α: Η ασθένεια ευλογιά κυρίως για ζώα.
Μουλώχαε-α: Χορταρικό, μολόχα.
Μούμε-α: Μάνα και πεθερά για τη νύφη.
Μούν/τιλι: Βουνό μεγάλο, όρος, οροσειρά. Πληθ.: μούν/τσι-ιε.
Μουναφίκου-ου: Τσιγκούνης, κουτοπόνηρος. Μουναφίκος: ραδιούργος.
Μούργκου-ου: Σταχτόμαυρος, μούργος. Θηλ.: μούργκαε-α.
Μούϼου-ου: Ο τοίχος και κάθε τείχινη περίφραξη.
Μουρτζιέστου: Βραδιάζω, νυχτώνω, μουργώνω. Μουρτζιέρι-α: βράδιασμα, μούργωμα. Μουρτζιέ: μούργωσε, βράδιασε. Μουρτζιέτου: μουργωμένος. Πληθ.: μουρτζιέτσι-ιε. Θηλ.: μουρτζιέτε-α. Πληθ.:μουρτζιέτι-λι.
Μούσκαε-α: Μύγα. Μουσσκόνιου-ου: κουνούπι.
Μούσκουρου-ου: Για πρόβατα και γίδια που έχουν άσπρα αυτιά και μύτη και γραμμές στο κεφάλι άσπρες. Πληθ.: μούσκουρι-ιε. Θηλ.: μούσκουρε-α. Πληθ.: μούσκουρι-λι.
Μουσσιαμέ-λου: Αδιάβροχο, μουσαμάς.
Μούσσκου: Δαγκώνω. Μουσσκάρι-α: δάγκωμα. Μουσσκάτου-ου: δαγκωμένος. Πληθ.: μουσσκάτσι-ιε: δαγκωμένοι. Θηλ.: μουσσκάτε-α. Πληθ.: μουσσκάτι-λι.
Μουσσουτἔτζου: Ομορφαίνω, στολίζω, καλλωπίζω. Μουσσιουτιάτσε-α: ομορφάδα, ομορφιά. Μουσσιάτου-ου: όμορφος. Πληθ.: μουσσιάτσι-ιε. Θηλ.: μουσσιάτε-α. Πληθ.: μουσσάτι-λι.
Μουσστιρίου-ου: Πελάτης, αγοραστής, παράξενος επισκέπτης, μουστερής.
Μουστάκαε-α και μουστάτσα: Το μουστάκι.
Μούστου: Μούστος. Μουζμουλιάου: μουζμουλιά.
Μούτου: Μετακινώ, αλλάζω θέση, παραμερίζω. Δες και πριμισἔστου-πρίμνου.
Μουτουλάϼου-ου: Το πίσω μέρος του κεφαλιού, ο τράχηλος.
Μούτου-ου: Βουβός, άφωνος, άλαλος, μούτος. Θηλ.: μούτε-α.
Μουτρἔστου: Κοιτάζω, παρατηρώ. Μουτρἔρι-α: κοίταγμα.
Μουτρίτου-ου: Κοιταγμένος, προσεγμένος. Πληθ.: μουτρίτσι-ιε. Θηλ.: μουτρίτε-α. Πληθ.: μουτρίτι-λι.
Μουτσιάρε: Βούρκος, βάλτος, λασπότοπος.
Μούτσου-ου: Μίξα. Πληθ.: μούτσι-ιε και μούτσιλι.
Μουχλουτζέστου-ου: Μουχλιάζω. Μουχλουτζέρι-α: μούχλιασμα. Μουχλουτζέτου-ου: μουχλιασμένος. Πληθ.: μουχλουτζέτσι-ιε. Θηλ.: μουχλουτζέτε-α. Πληθ.: μουχλουτζέτι-λι.
Μπάγιου-ου: Άλογο με λευκά στίγματα, μπάλιος.
Μπάγκου: Βάζω, τοποθετώ, βάζω για ύπνο, αναφέρω. Π.χ.: ουσ τι μπάγκου πι τάτι: θα σε αναφέρω στον πατέρα. Λου μπιγκάι πι δάσκαλου: τον ανέφερα στον δάσκαλο. Μπιγκάρι-α: βάλσιμο, τοποθέτηση και ξάπλωμα προς ύπνο. Μπιγκάτου-ου: βαλμένος και ξαπλωμένος για ύπνο. Πληθ.: μπιγκάτσι-ιε. Θηλ.: μπιγκάτε-α. Πληθ.: μπιγκάτι-λι.
Μπαἔμου-ου: Αμυγδαλιά. Μπαϊάμε: αμύγδαλο.
Μπαϊράκι-α: σημαία, φλάμπουρο, μπαϊράκι.
Μπακαμπόνντου-ου: Πονηρός, ρίχτης, μπαγαπόντης.
Μπακλαβέ-λου: Ο μπακλαβάς, το γλυκό ταψιού.
Μπάλαε-α: Μπάλα. Μπάλαε ντι γιάρμπε: μπάλα από χορτάρι.
Μπαλιαντόσου-ου: Ο ασβός και ο σαλιάρης.
Μπάλικου: Κοπρίζω για ζώα. Μπιλικάρι-α: το κόπρισμα.
Μπάλι-λι: Σάλια. Μπαλιαντόσου: σαλιάρης. Γι φουτζιά μπάλιλι: του έφευγαν, του έτρεχαν τα σάλια.
Μπαλκόνου-ου: Εξώστης, μπαλκόνι.
Μπαλντέμε-α: Λουρί, ζώνη σαμαριού ζώου.
Μπαλσαμουσἔστου: Βαλσαμώνω.
Μπαμπἔσου-ου: Άνανδρος, δειλός, μπαμπέσης, χωρίς μπέσα.
Μπάνγκου-ου: Πάγκος. Μπάνιε-α: μπάνιο, κολύμπι.
Μπαντανουσἔστου: Κατεργάζομαι μάλλινα υφαντά στην νεροτριβή. Μπαντανί-α: χτύπημα των μάλλινων υφαντών στην νεροτριβή. Μπαντανουσίτου-ου: Χτυπημένος στη νεροτριβή. Πληθ.: μπαντανουσίτσι-ιε. Θηλ.: μπαντανουσίτε-α. Πληθ.: μπαντανουσίτι-λι.
Μπαξίσου-ου: Δώρο, χάρισμα, μπαξίσι.
Μπαϼκί-α:Βαρκάκι μονό για βάλτους με κοντάρι.
Μπάρμπε-α: Γένι, γένια.
Μπαρντἔννιε-α: Άγριο χόρτο.
Μπάρντι-λι: Ξύλινα εξαρτήματα αργαλειού.
Μπάσκαε-α: Φλόκος μαλλιού, πλοκάμι.
Μπάσσιου: Ασπάζομαι, φιλώ. Μπισσιάρι-α: φίλημα. Μπισσιάτου-ου: φιλημένος. Πληθ.: μπισσιάτσι-ιε. Θηλ.: μπισσιάτε-α. Πληθ.: μπισσιάτι-λι.
Μπαστούνου-ου: Μπαστούνι και φραντζόλα ψωμί.
Μπάτου: Δέρνω, χτυπώ, κρούω, βαράω. Μπιτἔρι-α: χτύπημα, δάρσιμο. Μπιτούτου-ου: βαρεμένος, δαρμένος. Πληθ.: μπιτούτσι-ιε. Θηλ.: μπιτούτε-α. Πληθ.: μπιτούτι-λι.
Μπέλικαε-α: Η κόπρος. Μπιλικάτου-ου: κοπρισμένος. Πληθ.: μπιλικάτσι-ιε. Θηλ.: μπιλικάτε-α. Πληθ.: μπιλικάτι-λι.
Μπἔλου-ου: Φαλακρός, μπέλος.
Μπένντουρι: Περιπαικτικοί αυτοσχεδιασμοί στο πολυφωνικό τραγούδι.
Μπἔου και μπιάου: Πίνω. Μπἔρι-α: το πιώμα. Μπιούτου-ου: πιωμένος με αλκοόλ. Πληθ.: μπιούτσι-ιε. Θηλ.: μπιούτε-α. Πληθ.: μπιούτι-λι.
Μπἔου-ου: Μπέης, Μπἔου: το ουράνιο τόξο.
Μπέϼου-ου: Γκρεμός και ζώνη φαρδιά με θήκες, ζωστήρας.
Μπἔσε-α: Εμπιστοσύνη, πίστη, μπέσα, κράτημα υπόσχεσης.
Μπἔσσιου και μπισσινἔτζου: Αερίζομαι, κλάνω. Μπισσιένε-α: κλάσιμο, κλανιά. Μπισσινόσου-ου: κλανιάρης, φοβιτσιάρης. Πληθ.: μπισσινόσι-ιε. Θηλ.: μπισσινώσε-α. Πληθ.: μπισσινώσι-λι.
Μπἔτι-α: Μπαγιάτικο. Πένι μπἔτι: ψωμί μπαγιάτικο.
Μπίγκαε-α: Σχισμή σε βράχο που τα ζωντανά σπάνε τα πόδια. Πληθ.: μπίτζι-λι.
Μπιζμπίγιου-ου: Μεγάλη πέτρα, κοτρόνα.
Μπικαέϼε-α: Χαλκός, ορείχαλκος, μπακίρι.
Μπικιάρου-ου: Άγαμος, χωρίς σύντροφο, μόνος, μπεκιάρης.
Μπιλἔστου: Γδέρνω. Μπιλἔρι-α: γδάρσιμο. Μπιλίτου-ου: γδαρμένος. Πληθ.: μπιλίτσι-ιε. Θηλ.: μπιλίτε-α. Πληθ.: μπιλίτι-λι.
Μπιλιάου: Δυσκολία, αμηχανία, δυσχέρεια, μπελάς.
Μπιλίζμε-α: Είδος άγριου χορταρικού.
Μπιλιντζιούκαε: Κόσμημα χεριού, βραχιόλι.
Μπινἔκου-ου: Άλογο μόνο για καβάλα, μπενέκι.
Μπινἔτζου: Ζω, είμαι ζωντανός. Μπάνε-α: ζωή, βίος. Μπινάτου-ου: ο έχων ζήσει. Θηλ.: μπινάτε-α.
Μπιννιάκου-ου: Δίδυμος. Πληθ.: μπιννιάτσι-ιε.
Μπιρδιψἔστου: Μπερδεύω, ανακατεύω, περιπλέκω.
Μπιρμπάντου-ου: Διεφθαρμένος, άτακτος, μπερμπάντης.
Μπιρμπἔτσι-λι: Το κριάρι. Πληθ.: μπιρμπἔτσι-ιε.
Μπιρμπίλιου-ου: Αηδόνι και σφυρίχτρα.
Μπιϼτσάτου-ου: Μια αγκαλιά ξύλα ή άλλα αντικείμενα, χόρτα κ.λπ.
Μπισἔρικαε-α: Η εκκλησία.
Μπισσιέκαε-α: Φουσκάλα από χτύπημα ή κάκωση στο δέρμα.
Μπίσστι-α: Αποτσίγαρο, γόπα.
Μπιτάγιε-α: Αποκρουστικότητα, ανατριχίλα, αηδία.
Μπιτέϼου-ου: (για φυτά) παλιός ξυλώδης, όχι τρυφερός. Πληθ.: μπιτέϼι-ιε. Θηλ.: μπιτέϼε-α. Πληθ.: μπιτέϼι-λι.
Μπιτιγιόσου-ου: Αποκρουστικός. Θηλ.: μπιτιγιώσε-α.
Μπιτισἔστου: Τελειώνω, λήγω, αποπερατώνω. Μπιτίζω, μπιτισίτου-ου: τελειωμένος, ληγμένος. Πληθ.: μπιτισίτσι-ιε. Θηλ.: μπιτισίτε-α. Πληθ.: μπιτισίτι-λι. Μπιτισέρι-α: τελείωμα, λήξιμο.
Μπιχτσσιέ-λου: Κήπος, μπαχτσές.
Μπλάνε-α και μπαλάνε: Κομμάτι από σχισμένο κορμό δένδρου, μπλάνα.
Μπλάστιμου: Βρίζω, βλαστημώ, καταριέμαι.
Μπομπο: Επιφώνημα στην ελληνική: πω, πω!
Μπομπότε-α: Καλαμποκίσιο ψωμί, μπομπότα.
Μπόου-ου: Βόδι, βους.
Μπόρε-α: Καταιγίδα, μπόρα.
Μπόρτζιε-α: Χρέος, οφειλή, μπόρτζι.
Μπόσσιου-ου: Αμέριμνος, απροετοίμαστος, μπόσικος.
Μπόσσκαε-α: Άγριος βολβός με πλατιά χοντρά φύλα.
Μπότου-ου: Μεγάλο πήλινο δοχείο, μπότι.
Μπουγάζι-α: Φαράγγι, μέρος κρύο με αέρα. Μπουγάζι.
Μπουγιάου: Μπογιά, χρώμα, βαφή, δες και λουγί-ε.
Μπουζουνάρου-ου: Τζέπι ενδύματος, μποζονάρι.
Μπουϊσἔστου: Βάφω, μπογιατίζω. Στι λαιἔσστι στι μπουϊσἔσστι: να μαυρίσεις, να μπογιατιστείς, είναι μία κατάρα ελαφριάς μορφής.
Μπουκάτε-α:Κομμάτι το 1/16 του ψωμιού μεγάλου ταψιού.
Μπουκουβάλαε-α: Ψωμί φρέσκο τριμμένο με τυρί και βούτυρο.
Μπουλαέντρε-α: Ανεμοβλογιά και οι φουσκάλες στο βράσιμο (κα μπουλαέντρε = σαν ανεμοβλογιά).
Μπουλούκι-α: Ομάδα, συμμορία, μπουλούκι.
Μπουμμπάκου-ου: Βαμβάκι.
Μπούμπε-α: Φόβητρο μικρών παιδιών, μπαμπούλας. Έτσι λέγονται τα πάσης φύσεως έντομα για τα μικρά παιδιά.
Μπουμπούκι-α: Το μπουμπούκι.
Μπουμπουλίκαε-α: Ζωύφιο. Πληθ.: μπουμπουλίτσι-λι. Μπουμπουλίκαε γιάρε: πασχαλίτσα. Μπουμπουλίκαε γιάρε γιου ουσ νιτζἔμου ντι βιάρε; Ουσ νιντζἔμου: κολώνια Σσι ουσ βινίμου καγόνια: πασχαλίτσα παρδαλή – που θα πάμε το καλοκαίρι; Θα πάμε στην Κολώνια (σημερινή Ερσέκα στην Αλβανία) και θα έρθουμε, θα γυρίσουμε τάχιστα.
Μπουμπουνἔτζου: Μπουμπουνίζω. Μπουμπουνιάτζε: μπουμπουνίζει. Μπουμπουνιτζάρι-α: μπουμπούνισμα.
Μπούνου-ου: Καλός. Πληθ.: μπούννι-ιε. Θηλ.: μπούνε-α. Πληθ.: μπούνι-λι. Μπουνιάτσε: καλοσύνη.
Μπουντρούμι-α: Σκοτεινό υπόγειο, αποθήκη, μπουντρούμι.
Μπουρἔτου-ου: Άγριο μανιτάρι. Πληθ.: μπουρἔτσι-ιε.
Μπουϼίδε-α: Κέλυφος, όστρακο θαλασσινών.
Μπουρίκου-ου: Ο αφαλός. Πληθ.: μπουρίτσι-ιε.
Μπουρμπάτου-ου: Άντρας, σύζυγος. Πληθ.: μπουρπάτσι-ιε.
Μπουρμπουνάκαε-α: Άγριο λαχανικό, το λάπατο.
Μπουρμπουφιάτε-α: Δένδρο με άνθη ροζ-μωβ, κουτσουπιά.
Μπουρούτι-α: Πυρίτης, μπαρούτι.
Μπούσσιουρου-ου: Γροθιά, μπουνιά.
Μπουσστουνίτσε-α: Αγριόχορτο με λεπτά χυμώδη φύλα.
Μπουστάνι-α: Κήπος λαχανικών, μποστάνι.
Μπούτζε-α: Χείλος του στόματος, χείλος γκρεμού, όχθη. Πληθ.: μπούτζι-λι.
Μπούφου-ου: Το πουλί ο μπούφος.
Μπούχου-ου: Σκόνη, κονιορτός, αιωρούμενα σωματίδια.
Μπουχτισἔστου: Απηυδίζω, μπουχτίζω.
Μπράτου-ου: Έλατο. Μπράτσου-ου: μπράτσο.
Μπρικἔτι και μπρικιάβιζε: Αφθονία, πολύ καλά, δόξα τω θεό, μπερικέτι.
Μπρουμάϼου-ου: Ο Νοέμβριος, μήνας της πάχνης.
Μπρούμε-α: Η πάχνη.
Μπϼώσκαε-α και μπουϼώσκαε: Η χελώνα.
Μπώτσι-α: Φωνή. Πληθ.: μπότσι-λι.
Μπώχαε-α: Βρώμα, δυσοσμία, μπόχα.
Μφάσσιου: Σπαργανώνω το βρέφος, φασκιώνω.
Μώρε-α: Μύλος γενικά. Μώρε ντι καφἔι: μύλος του καφέ.
Μώσσιε-α: Ηλικιωμένη, γριά.