Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Όκιου-ου: Το μάτι. Πληθ.: όκι-ιε.
Όλμου-ου: Το δέντρο φτελιά. Όρκου: όρκος.
Όμου-ου: Ο άνθρωπος, ο όμοιος μου Πληθ.: ώμινι-ιε: οι όμοιοί μας.
Όου: Ρήμα. Γεννώ, κάνω αυγό, για πτηνά. Ουάρι-α: το γέννημα του αυγού. Ουάτε-α: έχει γεννήσει. Πληθ.: ουάτι-λι.
Όου-ου: Ουσιαστικό. Το αυγό. Πληθ.: ώι-λι.
Όπτου: Ο αριθμός οχτώ. Όπτου σπιρτζάτι: δέκαοχτώ. Όπτου τζέτσι: ογδόντα.
Όργανου: Όργανο. Ορθόδοξου: ορθόδοξος. Όριξι: όρεξη.
Ορμινιψἔστου: Συμβουλεύω, ορμηνεύω.
Όρμπου-ου: Ο τυφλός. Πληθ.: όργκι-ιε. Θηλ.: ώρμπε-α. Πληθ.: ώρμπι-λι. Ουρμπάρα: γκαβωμάρα.
Όϼννιε-α: Το όρνιο. Πληθ.: όϼννι-λι.
Ορντινίε-α: Διάταγμα, διαταγή, πόρτα-πόρτα, πασαπόρτι.
Όρντου: Προπαρασκευάζω τα στημόνια για την ύφανση στον αργαλειό.
Όρου: Συγχαίρω, εύχομαι, επιχαίρω.
Όρτζου-ου: Το κριθάρι και εξάνθημα στο μάτι (κριθαράκι).
Όσου-ου: Το οστό, το κόκαλο. Πληθ.: ώσι-λι.
Όστε: Λοιπόν, ώστε.
Ότσι ντό: Ό,τι νάναι, οτιδήποτε.
Ουτζιάκου-ου: Τζάκι και καπνοδόχος.
Ου: Την και το π.χ.: ου βιτζούι: την είδα, το είδα.
Ουζμἔτι-α: Υπηρεσία, εκδούλευση, χαμαλίκι. Ουζμικιάρου-ου: υπηρέτης. Πληθ.: ουζμικιάρι-ιε. Θηλ.: ουζμικιάρε-α. Πληθ.: ουζμικιάρι-λι.
Ουκαέ: Η οκά, η προ του κιλού μονάδα βάρους.
Ούμ/πλου: Γεμίζω, πληρώνω. Ουμ/πλάρι-α: γέμισμα. Ουμ/πλούτου-ου: γεμισμένος. Πληθ.: ουμ/πλούτσι-ιε. Θηλ.: ουμ/πλούτε-α. Πληθ.: ουμ/πλούτι-λι. Δες και μ/πλίνου.
Ούμτου-ου: Το βούτυρο.
Ούμφλου: Φουσκώνω. Ουμφλάρι-α: το φούσκωμα. Ουμφλάτου-ου: φουσκωμένος. Πληθ.: ουμφλάτσι-ιε. Θηλ.: ουμφλάτε-α. Πληθ.: ουμφλάτι-λι.
Ουν/τζἔστου: Μοιάζω, ομοιάζω.
Ουν/τουλἔμου-ου: Το λάδι, ελαιόλαδο.
Ούνγκιε-α: Το νύχι. Πληθ.: ούνγκι-λι.
Ούνντε-α: Η βράση, το κόχλασμα.
Ούνου: Ένας. Ούνε: ένα, μία. Ουνεσπιρτζάτσι: ένδεκα.
Ουνουμίνα: Παιδικό παιχνίδι για αγόρια και κορίτσια αντίστοιχο με το κρυφτό. Το παιδί κλείνει τα μάτια για να κρυφτούν τα άλλα. Αντί να μετρήσει π.χ. έως το εκατό και να ανοίξει τα μάτια του πρέπει να πει τους ακόλουθους στίχους: ονουμίνα ντουντουμίνα, τρἔι λάι τζιτζικάι, κουϼουμπίθα ντι νιμάγιου, κόσστι βόσστι, ταναρίκιου λικουρίκιου φτού (ξελευθερία) : ουνουμίνα ντουντουμίνα: πιθανόν ένα μήνα, διπλό μήνα. Τρἔι λάι τζιτζικάι: τρεις μαύροι ανεξήγητη λέξη. Κουϼουμπίθα ντι νιμάγιου: η κολοτρυπίδα του σφαχτού ή προς σφαγή ζώου. Κόσστι βόσστι: ανεξήγητο. Τάναρίκιου: ανεξήγητο. Λικουρίκιου: Πυγολαμπίδα, κολοφωτιά. Είναι λίγο σαν το άμπε μπα μπλομ.
Ουντέ-λου: Το υπνοδωμάτιο, ο οντάς.
Ουπρἔστου: Ζεματίζω με καυτό νερό. Ουπρἔρι-α: ζεμάτισμα.
Ουπρίτου-ου: Ζεματισμένος. Πληθ.: ουπρίτσι-ιε. Θηλ.: ουπρίτε-α. Πληθ.: ουπρίτι-λι.
Ουργί-α: Θυμός, οργή και κακό. Π.χ.: τσι ουργί σι φἔτσι: τι κακό έγινε αλλά και τι στην οργή έγινε.
Ουργκιἔστου: Τυφλώνω και τυφλώνομαι.
Ούρδε-α: Τελευταίας ποιότητας γαλακτοκομικό από τον ορό του γάλακτος.
Ουρἔκι-α: Το αυτί. Πληθ.: ουρἔκι-λι.
Ουρίζου-ου: Το ρύζι.
Ούρμε-α: Ίχνος, χνάρι, τορός.
Ουρμισἔστου: Επιτίθεμαι, ορμάω.
Ούϼνἔκαε-α: Το πρώτιστο σχέδιο κεντήματος ή άλλο, ορνέκι.
Ούρντυνου: Κυκλοφορώ, συχνάζω κ.λπ.. Κάλι ουρντυνάτε: δρόμος περπατημένος, κυκλοφορημένος. Έλεγε η μάνα μου: του πόλιμου τούτε νώπτια ουρντυνά στρακιότσιε: στον πόλεμο όλη τη νύχτα κυκλοφορούσαν οι στρατιώτες.
Ου-ϼουτἔτζου: Ασχημαίνω, γίνομαι κακός, απεχθής, λέγεται και ϼουτἔτζου-ου - ϼουτιάτσε-α: ασχήμια, κακία. Ουϼούτου: άσχημος, κακός. Πληθ.: Ου-ϼούτσι-ιε. Θηλ.: ου-ϼούτε-α. Πληθ.: ου-ρούτι-λι.
Ούϼσε-α: Αρκούδα. Ουϼσάρου-ου: ο αρκουδιάρης.
Ουϼσἔστου: Κατέχω, ορίζω, διατάζω, κάνω κουμάντο.
Ουϼσσιά: Ορίστε, όρισε, διάταξε, λέγονταν κυρίως από γυναίκες.
Ουρτζέκαε-α: Η τσουκνίδα. Πληθ.: ουρτζέτσι-λι.
Ούσκου: Στεγνώνω, ξεραίνω. Ουσκάρι-α: στέγνωμα, ξήρανση. Ουσκάτου-ου: στεγνός. Πληθ.: ουσκάτσι-ιε. Θηλ.: ουσκάτε-α. Πληθ.: ουσκάτι-λι.
Ουσούκου-ου: Το λιπαρό απ’ τα μαλλιά των προβάτων.
Ουσπἔτου: Φιλοξενώ, διασκεδάζω με φίλους.
Ουσπἔτσι: Η φιλοξενία της νύφης στην μάνα της μετά το γάμο.
Ούσσιε-α: Η θύρα, η πόρτα. Πληθ.: ούσσι-λι.
Ουστούρε-α: Το στημόνι του αργαλειού.
Ούστουρου: Προεργασία σχετικά με την ύφανση στον αργαλείο.
Ούστρου: Τσούζω. Ούστρε: τσούζει. Ουστράρι-α: το τσούξιμο.
Ούτζουρου-ου: Ο μαστός, το μαστάρι των θηλυκών ζώων. Πληθ.: ούτζουρι-ε.
Ουχιά-ου: Η οχιά, δες και γιάρα.
Ουχτἔτζου: Αναστενάζω, γογκίζω, κάνω συνέχεια ουχ. Ουχτάρι-α: το γόγκισμα.
Όχου: Ωχ, επιφώνημα.
Όχτικαε-α: Η ασθένεια φθίσις, το χτικιό, φυματίωση.
Όχτου-ου: Ανάχωμα, όχτος. Το ακαλλιέργητο στενό γύρω από το χωράφι.