Να λαε Λούκα λαε αράπη μα ασστιπτάι σι μι λώι κου αγάπη

Βρε Λουκά βρε αράπη για δεν περίμενες να με πάρεις με αγάπη [Στίχος από ένα παλιό βλάχικο πολυφωνικό τραγούδι μετά από μία απαγωγή]

 

Μι μικαέ γιάρα ντιμένε – λλε νι βιννά φρίκαε ιράμου φιάτε ννίκαε

Με έφαγε η παρδαλή από το χέρι οϊμέ φοβόμουν ήμουν κορίτσι μικρό [Γιάρου-ου: Παρδαλός. Γιάρα: οχιά η παρδαλή. Μεγάλος ήταν ο φόβος των «βλάχων» για την οχιά (παρδαλή)]

 

Μπουμπουλίκαε γιάρε γιου ουσ νιτζἔμου ντι βιάρε; Ουσ νιντζμου Κολώνια σσι ουσ βινίμου καγόνια

Πασχαλίτσα παρδαλή, που θα πάμε το καλοκαίρι; Θα πάμε στην Κολώνια (σημερινή Ερσέκα στην Αλβανία) και θα έρθουμε, θα γυρίσουμε, τάχιστα [Μπουμπουλίκαε-α: Ζωύφιο. Πληθ.: μπουμπουλίτσι-λι. Μπουμπουλίκαε γιάρε: πασχαλίτσα]

 

Πϼτσσια ατα νι κιπτινάτε

Η κόμη σου η αχτένιστη [Πϼτσσιε-α: Χαίτη ζώου και η πλούσια κόμη ανθρώπων]

 

Σόϊα ανώστε αγκουντίτε, του ντουνιάου ϼισπινντίτε

Η φυλή μας/το σόϊ μας χτυπημένο σ’ όλο τον κόσμο διασκορπισμένο [ϼισπινντστου-ου: Διασκορπίζω, ϼισπινντρι-α: το διασκόρπισμνα, κατάσταση ασημάζευτη. ϼισπινντίτου-ου: σκορπισμένος, διασκορπισμένος, ασημάζευτος. Πληθ.: ϼισπινντίτσι-ιε. Θηλ.: ϼισπινντίτε-α. Πληθ.: ϼισπινντίτι-λι]

 

Σιριτόϼου νόρι σάρι μπουρμπάτε μεράτε

Το αλατοδοχείο δεν έχει αλάτι άνδρα μου καημένε (μαύρε) [Σάρι-α: το αλάτι. Σιριτόϼου-ου: Το αλατοδοχείο]

 

Λα Σουφίε καλουγκράου ντούσι νάμα πεν γκουϼτσσιάου

Μωρ Σοφία που καλόγρια να γίνεις, έφτασε η φήμη μέχρι την Κορυτσά [Σουφίε-α: Όνομα Σοφία με ομώνυμο πολυφωνικό χιλιοτραγουδισμένο για μία Σοφία που ερωτεύτηκε έναν Τούρκο δερβίση και ο έρωτάς τους είχε τραγικό τέλος και για τους δύο]

 

Όκιου λάϊου σσι νάρα στράπτε, σουφϼουν/τσιάου μιστικάτε

Το μάτι μαύρο και η μύτη τραβηγμένη, το φρύδι σμιγμένο [Αυτός είναι ο χαρακτηριστικός τύπος «βλάχικης» γυναικείας ομορφιάς. Σουφϼουν/τσιάου: Το φρύδι. Πληθ.: σουφϼουν/τσλι-λι]

 

Μι τουκίι μι φτσσιου κα τσιάρε μπουρμπάτε μιράτε

Έλιωσα, έγινα σαν το κερί άντρα μου καημένε [Τσιάρε-α: Το κερί]

 

Νου άρι χάρι καε νου άρι νκάπου τσσιουπάρι

Δεν έχει χάρη γιατί δεν έχει στο κεφάλι τσουπάρι [Λέει ένα πολυφωνικό τραγούδι που κατακρίνει έναν γάμο που είχε νύφη γκρέκα. Τσσιουπάρι-α: Γυναικείο κάλυμμα κεφαλιού σηκωμένο ψηλά που χαρακτήριζε τις «Αρβανιτοβλάχισες»]