Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

Σαβανουσστου-ου: Σαβανώνω, σάβανου-ου, σάβανο.

Σαβούρε-α: Η σαβούρα. Σαϊτε-α: βέλος, σαΐτα.

Σάζμε-α: Μάλλινο χαλί συνήθως από γίδια, η σάσμα.

Σακατιψστου: Σακατεύω. Σικάτου-ου: σακάτης.

Σάκου-ου: Ο σάκος. Σάλαε-α: σάλα.

Σαλαμάντρε-α: Είδος σαύρας που εμφανίζεται μετά από πολύ βροχή.

Σαλαμούρε-α: Άρμη, σαλαμούρα.

Σαλάτε-α: Σαλάτα. Σάλτσε-α: η σάλτσα.

Σαλιμτι-α: Έξοδος από πολύ δύσκολη κατάσταση, σωτηρία, ελευθερία.

Σάλμπιτου-ου: Ασπρουλιάρης, ασθενικός. Θηλ.: σάλμπιτε-α.

Σάλτσε-α: Το δένδρο η Ιτιά.

Σάρικαε-α: Μάλλινος μανδύας, σάρικα.

Σάϼπε-α: Είδος φιδιού.

Σάϼτσινε-α: Η ποσότητα συνήθως ξύλων που φορτώνεται μία γυναίκα, το ζάλωμα, η ζαλωματιά.

Σαστισστου: Σαστίζω, δες και κιχτισστου.

Σατανέ-λου: Ο διάβολος, ο σατανάς, ο έξω από εδώ.

Σάτι-α: Το ρολόϊ και ηώρα.

Σάχτε: Σωστά, σίγουρα.

Σκου-ου: Πολύ κρύο, παγετός που σε κοκκαλώνει, σε αφήνει σέκο.

Σμινου και σιάμινου: Σπέρνω, ρίχνω σπόρους σε οργωμένο χωράφι. Σιμινάρι-α: το σπάρσιμο. Σιμινάτου-ου: σπαρμένος. Πληθ.: σιμινάτσι-ιε. Θηλ.: σιμινάτε-α, σπαρμένη. Πληθ.: σιμινάτι-λι.

Σέμμπουρε-α: Το ¼ της ψύχας του καρυδιού, το ποδαράκι του πορτοκαλιού.

Σμνου: Σημαδεύω, βάζω σημάδια. Σμνου: το σημάδι.

Σέμνου-ου: Πράος, σεμνός, άγιος. Σέμννιε: οι άγιοι, οι σεμνοί.

Σου-ου: Ξύγκι, λίπος, πάχος.

Σρτου: Φιλονικώ, ερίζω. Σρτου: νευρικός, ευέξαπτος, σερέτης. Θηλ.: σρτε-α, σερτουλακι-α: νευρικότητα, οργή, οργιλότητα.

Στι-α: Η δίψα. Νγίνι στι: διψάω μου έρχεται δίψα.

Σιάρε-α: Το βράδυ, η βραδιά, το δείλι.

Σιβντάϊ-α: Πόθος, επιθυμία, έρωτας, σεβντάς.

Σίβου-ου: Ο σταχτής συνήθως για άλογο, σίβος.

Σιγουριψστου: Σιγουρεύω, σίγουρου-ου: σίγουρος.

Στσιρου: Θερίζω. Σιτσιράρι-α: το θέρισμα. Σέτσιρε-α και σιάτσιρε-α: το δρεπάνι. Σιτσιράτου-ου: θερισμένος. Θηλ.: σιτσιράτε-α.

Σικλιτισστου: Σεκλετίζω και σεκλετίζομαι.

Σιλαβισστου: Συλλαβίζω. Σιμαθιτίου-ου: Συμμαθητής.

Σιλγκστου: Απολύω, αμολάω, ελευθερώνω. Σιλγκρι-α: αμόλημα. Σιλγκίτου-ου: αμολημένος. Πληθ.: σιλγκίτσι-ιε. Θηλ.: σιλγκίτε-α. Πληθ.: σιλγκίτι-λι.

Σιμβουλιψστου: Συμβουλεύω. Σιμφουνισστου: συμφωνώ.

Σιμίου-ου: Σημάδι, σημείο και μεταφορικά ο μικροσκοπικός άνθρωπος.

Σιμιτόϼου-ου: Η σφραγίδα με τα θρησκευτικά σύμβολα για την λειτουργία.

Σιμίτσε-α: Ο σπόρος κυρίως λαχανικών κολοκύθι-αγγούρι κ.λπ.. η μαγιά, το προζύμι.

Σιμούνε: Σιμιγδάλι. Σινάπου-ου: σινάπι.

Σιμπτι-α: Αφορμή, αιτία.

Σίνγκουρου-ου: Μόνος. Πληθ.: σίνγκουρι-ε. Θηλ.: σίνγκουρε-α. Πληθ.: σίνγκουρι-λι.

Σιντου-ου: Η απόδειξη αγοράς ή άλλης πράξης.

Σινί-α: Χάλκινο φαρδύ και ρηχό ταψί, το σινί.

Σινιτάτι-α: Η υγεία, η καλή σωματική κατάσταση.

Σινιτόϼου-ου: Ξύλινη τάβλα σε μέγεθος σινιού.

Σίννταξι-α: Η σύνταξη. Σίϼτου-ου: σύρτης.

Σίνντου: Αισθάνομαι, το αισθάνομαι, το καταλαβαίνω.

Σίνου-ου: Το στέρνο, ο κόρφος. Νσίνου: στον κόρφο.

Σίνουρου-ου: Όριο, σύνορο. Σινουριψστου: συνορεύω.

Σιντζιντζου: Ματώνω. Σέντζι-λι: το αίμα. Σιντζινόσου-ου: αιματηρός και αιμοβόρος. Σιντζινάτου-ου: ματωμένος. Πληθ.: σιντζινάτσι-ιε. Θηλ.: σιντζινάτε-α. Πληθ.: σιντζινάτι-λι.

Σιπούνι-α: Το σαπούνι. Σιράϊ-α: ανάκτορο, σαράϊ.

Σιράου: Γραμμή, σειρά.

Σιρβίου & σιρβίγιου: Το κυπαρίσι.

Σιϼέμου: Θρυμματίζω. Σιϼέμε-α: τρίμμα. Σιϼιμάρι-α: το θρυμμάτισμα. Σιϼιμάτου-ου: Θρυμματισμένος. Πληθ.: σιϼιμάτσι-ιε. Θηλ.: σιϼιμάτε-α. Πληθ.: σιϼιμάτι-λι.

Σίρι-α: Παρακολούθηση, χάζεμα, χάζι, σιριάνι.

Σιρικούσστι-α: Γιλέκο με κεντημένες μύτες.

Σιρίνου-ου: Το μέρος που τα ζώα παίρνουν το αλάτι τους.

Σιριτόϼου-ου: Το αλατοδοχείο. Σιριτόϼου νόρι σάρι μπουρμπάτε μεράτε: το αλατοδοχείο δεν έχει αλάτι άνδρα μου καημένε (μαύρε) λέει στίχος ενός τραγουδιού. Σάρι-α: το αλάτι.

Σίρμε-α: Ύφασμα με μεταξένιες κλωστές.

Σιρμϊ-α: Επιδημία, σειρμός.

Σιρμπιτώρε-α: Αργία, γιορτή, μέρα νηστίσιμη.

Σιϼπούννιου-ου: Άγριο χόρτο μυρωδάτο.

Σίστιμε-α: Σύστημα.

Σίσμινου-ου: Σεισμός. Σφίνε-α: σφήνα.

Σίτε-α: Λεπτό κόσκινο, σίτα. Δες και τσίϼου.

Σιτσιράϼου-ου: Ο μήνας του θέρους Ιούλιος, ο θεριστής. Εδώ υπάρχει ένα μπέρδεμα με το παλιό και το νέο ημερολόγιο. Αυτές οι 14-15 ημέρες διαφορά που έχουν δημιούργησαν μια σύγχιση και άλλοι λένε τον Ιούνιο θεριστή, ενώ άλλοι τον Ιούλιο, το ίδιο συμβαίνει με τον Αλωνάρη και τον τρυγητή. Ο Ιούλιος λέγεται και Κουϼίγκου-ου.

Σιφτϊ-α: Πρώτη πώληση της ημέρας, ο σεφτές.

Σιχαισστου: Ησυχάζω. Σουράφι-α: το ξυράφι.

Σκαένντουρε-α: Το σανίδι, η σκάντουρα.

Σκαιγιό-λου: Σχολείο, σχολειό.

Σκαιν/τιγιτζου: Σπινθυρίζω. Σκαιν/τιγιάρι-α: σπινθύρισμα. Σκαιν/τγιου-ου: Σπινθήρας.

Σκαίνου-ου: Το αγκάθι. Νσκαίνου: τσιμπώ, κεντώ με την βελόνα.

Σκαιϼκστου: Ξαποστέλνω, εξαφανίζω, αφανίζω, σκαρκίζω. Σκαιϼκρι-α: εξαφάνιση.

Σκαίρου: Γράφω. Σκαιράρι-α: το γράψιμο. Σκαιράτου-ου: γραμμένος. Πληθ.: σκαιράτσι-ιε. Θηλ.: σκαιράτε-α. Πληθ.: σκαιράτι-λι. Σκαιριτούρε-α: το γράμμα, ο φθόγγος.

Σκαλισστου: Σκαλίζω. Σκουϼπισστου: σκορπίζω.

Σκαμλου-ου: Το μικρό σκαμνί, σκαμνάκι.

Σκάννταλου-ου: Το σκάνδαλο. Σινάχου-ου: συνάχι.

Σκάντου: Ξεπέφτω. Σκαιντρι-α: το ξέπεσμα. Σκαιτζούτου-ου: ξεπεσμένος. Πληθ.: σκαιτζούτσι-ιε.

Σκάπιτου: Δύω για τον ήλιο, χάνομαι στον ορίζοντα, σκαπετώ-σκαπέτισα.

Σκάπου: Γλιτώνω, σώζω, σώζομαι. Σκιπάτου-ου: Γλιτωμένος. Πληθ.: σκιπάτσι-ιε. Θηλ.: σκιπάτε-α. Πληθ.: σκιπάτι-λι.

Σκάπουτου: Καταπίνω για φαγητό.

Σκάπυρου: Αστράφτω. Σκαιπιράρι-α: το άστραμα. Σκάπιρε: αστράφτει. Σκαιπιράτου-ου: αστραποβαρεμένος, ευέξαπτος άνθρωπος. Πληθ.: σκαιπιράτσι-ιε. Θηλ.: σκαιπιράτε-α. Πληθ.: σκαιπιράτι-λι. Σκαιπιρόσου-ου: αστραφτερός. Θηλ.: σκαιπιρώσε-α.

Σκάϼε-α: Η σκάλα και η σχάρα.

Σκάϼκινου: Ξύνω το σώμα σε φαγούρα. Σκαιϼκινάρι-α: το ξύσιμο του σώματος. Μι σκάϼκινου: ξύνομαι. Μι μέκαε τι μώϼτι: με τρώει, με φαγουρίζει του θανατά.

Σκάρμινου: Κατεργάζομαι τα μαλλιά των προβάτων με την μεγάλη φαρδιά συρματόχτενα, ή με τα χέρια, την σκάρμα για να ξεμπλεχτούν, να ισιώσουν. Σκαιρμινάρι-α: το σκάριασμα. Σκαιρμινάτου-ου: χτενισμένος, ισιωμένος, σκαριασμένος. Πληθ.: σκαιρμινάτσι-ιε. Θηλ.: σκαιρμινάτε-α. Πληθ.: σκαιρμινάτι-λι.

Σκίκου-ου: Το μουστάκι του σταχιού, η ακίδα.

Σκιμμπίου-ου: Η κοιλιά των ζώων, ο σκεμπές.

Σκίμουρου: Κλαψουρίζω. Σκιμουράρι-α: το κλαψούρισμα.

Σκιϼτσιντζου-ου: Τρίζω τα δόντια μου.

Σκλότσου-ου: Κλωτσιά, κλώτσος.

Σκόλου: Σηκώνω, ανασηκώνω. Σκουλάτου-ου: σηκωμένος. Θηλ.: σκουλάτε-α. Σκουλουστου: ξεσηκώνω, παρακινώ για ξεσηκωμό, αντίσταση, εξέγεση.

Σκόνντου-ου: Έκπτωση, σκόντο. Σκουπό-λου: σκοπός.

Σκότου: Βγάζω. Σκουτέρι-α: το βγάλσιμο. Σκόσου-ου: βγαλμένος. Πληθ.: σκόσι-ιε. Θηλ.: σκώσε-α. Πληθ.: σκώσι-λι.

Σκούκιου: Φτύνω. Σκουκιάτου-ου: το φτύμα και ο φτυμένος. Θηλ.: σκουκιάτε-α.

Σκουμ/πουστου: Ακριβαίνω. Σκουμ/πτι-α: η ακρίβεια. Σκούμ/που-ου: ακριβός, πολύτιμος. Πληθ.: σκούνκι-ιε. Θηλ.: σκούμ/πε-α. Πληθ.: σκούμ/πι-λι.

Σκουνντιψστου: Σκοντάφτω, Σκουτίδι-α, το σκοτάδι.

Σκούτικου-ου: Κομμάτι μάλλινου υφάσματος, το σκουτί.

Σκούτουρου: Τινάζω. Σκουτουράρι-α: το τίναγμα. Σκουτουράτου-ου: τιναγμένος. Πληθ.: σκουτουράτσι-ιε. Θηλ.: σκουτουράτε-α. Πληθ.: σκουτουράτι-λι.

Σλάμπου-ου: Αδύνατος, καχεκτικός και κακός άνθρωπος.

Σντρουμουξστου: Φοβερίζω, στριμώχνω.

Σόϊ: Είδος, ποιότητα, καταγωγή, συγγένεια, μελέτη.

Σόκρου-ου: Ο πεθερός. Σώκρε-α: η πεθερά.

Σόμου-ου: Ο ύπνος. Νι γίνι σόμου: μούρχεται ύπνος, νυστάζω.

Σόρμπου: Ρουφώ. Σουρμπρι-α: το ρούφηγμα.

Σόρου & νσόρου: Παντρεύω. Μι σόρου: παντρεύομαι. Σου-ου: πάχος, λίπος, ξύγκι.

Σόρου, σόρε, σόρα: Η αδελφή.

Σότσου-ου: Ο φίλος, ο σύντροφος, συνέταιρος. Πληθ.: σότσι-ιε. Σου: Αντωνυμία τρίτου προσώπου: τάτι σου: ο πατέρας του και της.

Σουβάλτσε-α: Η σαΐτα της ύφανσης στον αργαλειό.

Σούγκιτσου: Έχω λόξυγγα. Σουγκιτσάρι-α: ο λόξυγγας.

Σούγκου: Βυζαίνω. Σουτζρι-α: το βύζαγμα. Σούπτου-ου: Ο βυζαγμένος και ο πολύ αδύνατος. Πληθ.: σούπτσι-ιε. Θηλ.: σούπτε-α. Πληθ.: σούπτι-λι. Σουγκάρου-ου: το μανάρι μου, το βυζαχτάρι μου.

Σουϊγιτζου: Κουρεύω πρόβατα σε ουρά, κοιλιά και λαιμό. Σουγιου: μαλλί από αυτά τα μέρη.

Σουκάκι-α: Μικρό στενό δρομάκι, το σοκάκι.

Σουλούνε-α: Η Θεσσαλονίκη.

Σούλου-ου: Σουβλερός. Σούλαε-α: σούβλα, εξάρτημα κεντρικό αργαλειού.

Σουμάϼου-ου: Το σαμάρι. Σαραρέ-λου: σαμαράς.

Σουμντουρου-ου: Ο μήνας Οκτώβριος.

Σουμλάϊου και λάισου: Μαυριδερούλης, αρκετά μελαχρινός, υπόμαυρος.

Σούμου: Κάτω από. Π.χ.: σούμου κάσε: κάτω από το σπίτι.

Σουμσώρι-α: Η μασχάλη, εκεί που δεν βλέπει ο ήλιος.

Σουντι-α: Η περιτομή των μουσουλμάνων.

Σουπσιγιτζου: Ισχαίνω, λεπταίνω, αποστεώνω. Σουπσιγιάρι-α: η λέπτυνση. Σουπσέ- ρι-ϼε: ο λεπτός, ο βυζαγμένος μεταφ. ο σούπτος.

Σουράτε-α: Η αδελφοποιητή, η κοπέλα με την οποία πήγες μαζί της στην εκκλησία και δώσατε όρκο αδελφοποίησης.

Σουρίνου-ου: Αίθριος καθαρός ουρανός και τόπος προσήλιος, λιακωτό. Σουρίνου-ου: Προσήλιο, μέρος στεγνό που το χτυπάει όλη μέρα ο ήλιος. Σουρμουνίτσε-α: Κούνια νηπίων, η σαμαρινίτσα.

Σούρντου-ου: Ο κουφός, ο σούρντος. Σουρτζάρι-α: το κούφαμα. Σουρτζέρι-α: κουφαμάρα. Σουρτζέστου: κουφαίνω.

Σουϼούπου: Γκρεμίζω, ανατρέπω, σωριάζω, Σουϼουπάρι-α: το γκρέμισμα. Σουρουπάτου-ου: γκρεμισμένος, σωριασμένος. Πληθ.: σουϼουπάτσι-ιε. Θηλ: σουϼουπάτε-α. Πληθ.: σουϼουπάτι-λι.

Σουϼσστου: Ξυρίζω. Στιρισστου: στερώ.

Σουρτζέστου: Κουφαίνω. Σούρντου-ου: κουφός. Θηλ.: σούρντε-α.

Σουσστου: Αρραβωνιάζω. Σουσρι-: το αρραβώνιασμα. Σουσίτου-ου: ο αρραβωνιασμένος. Πληθ.: σουσίτσι-ιε. Θηλ.: Σουσίτε-α. Πληθ.: σουσίτι-λι.

Σούσκιρου: Αναφυτιλίζω μετά από πολύ κλάμα. Σουσκιρά-ρι: το αναφηλητό.

Σούτε-α: Εκατοντάδα και κούπα, κύπελλο συγκεκριμένης χωρητικότητας που χωρούσε ακριβώς εκατό νομίσματα για συντομία μέτρησης. Δεν γνωρίζω τι νομίσματα και ποιας περιόδου.

Σουφίε-α: Όνομα Σοφία με ομώνυμο πολυφωνικό χιλιοτραγουδισμένο. Για μία Σοφία που ερωτεύτηκε έναν τούρκο δερβίση και ο έρωτάς τους είχε τραγικό τέλος και για τους δύο. Λα Σουφίε καλουγκράου ντούσι νάμα πεν γκουϼτσσιάου μορ Σοφία που καλόγρια να γίνεις, έφτασε η φήμη μέχρι την Κορυτσά.

Σούφλου: Φυσώ, πνέω. Σουφλάρι-α: το φύσημα. Σουφλάτου-ου: Φυσημένος. Πληθ.: σουφλάτσι-ιε. Θηλ.: σουφλάτε-α. Πληθ.: σουφλάτι-λι.

Σούφλυτου-ου: Η ψυχή. Σουφλουτούρα: το τελευταίο φύσημα, η τελευταία πνοή, ο επιθανάτιος βρόγχος.

Σουφρέ-λου: Χαμηλό τραπέζι φαγητού, στρόγγυλο, ο σοφράς.

Σουφϼουν/τσιάου: Το φρύδι. Πληθ.: σουφϼουν/τσλι-λι, όκιου λάϊου σσι νάρα στράπτε σουφϼουν/τσιάου μιστικάτε: το μάτι μαύρο και η μύτη τραβηγμένη το φρύδι σμιγμένο. Αυτός είναι ο χαρακτηριστικός τύπος «βλάχικης» γυναικείας ομορφιάς.

Σουχάτζι-ε: Αιμορροΐδες, σωχάδες.

Σπάνγκου-ου: Ο σπάγκος. Σπάταλου-ου: ο σπάταλος.

Σπάϼτου-ου: Το φυτό σπαρτίνα (Spartium junceum = σπάρτιον το βουρλοειδές. Με αυτό στο παρελθόν δημιουργούσαν και υφάσματα). Σπάργανου-ου: το σπάργανο.

Σπάτε-α: Υφαντικό εργαλείο με πολύ στενά χωρίσματα για το νήμα.

Σπένου-ου: Άτριχος, σπανός. Σπανάκου-ου: σπανάκι.

Σπιθάρι-α: Κοιλότητα σε βράχο, η μεγάλη πέτρα που κρατάει νερό, πιθάρι.

Σπίθε-α: Η σπίθα, σπινθήρας. Σπιλιάου: η σπηλιά.

Σπίν/τζουρου: Κρεμώ. Σπιν/τζουράρι-α: το κρέμασμα. Σπιν/τζουράτου-ου: ο κρεμασμένος. Πληθ.: σπιν/τζουράτσι-ιε. Θηλ.: σπιν/τζουράτε-α. Πληθ.: σπιν/ζτουράτι-λι.

Σπιούνου-ου: Κατάσκοπος, καταδότης, προδότης, σπιούνος. Θηλ.: σπιούνε-α.

Σπιτζιούρου: Ορκίζω. Μι σπιτζιούρου: ορκίζομαι. Τζιούρου-ου: ο όρκος. Σπιτζιουρά- του-ου: ο ορκισμένος. Θηλ.: σπιτζιουράτε-α.

Σπίτσε-α: Μικροσκοπικό μυτερό αντικείμενο, ακίδα.

Σπλίνε-α: Η σπλήνα. Σπουδαξστου: σπουδάζω.

Σπούλμπιρου: Τινάζω την σκόνη, τον κονιορτό.

Σπουμτζου: Αφρίζω, παράγω αφρό. Σπουμάρι-α: το άφρισμα. Σπούμου-ου: ο αφρός. Σπουμάτου-ου: αφρισμένος. Πληθ.: σπουμάτσι-ιε. Θηλ.: σπουμάτε-α. Πληθ.: σπουμάτι-λι. Σπούμε-α: το θηλυκό του αφρός.

Σπούνου: Δείχνω, εκθέτω, αποκαλύπτω, μαρτυράω μυστικό. Είναι η ηπιότερη μορφή του σπιούνου.

Σπούϼε-α: Σχάρα πάνω στα κάρβουνα για ψήσιμο.

Σπρένγκιου-ου: Το άγριο σπαράγγι.

Σσιακάϊ και σσιακαέ: Χορατό, αστείο, σιακάς.

Σσιάκου-ου: Μάλλινο χοντρό ύφασμα στον αργαλείο υφασμένο.

Σσιάλτσσιε-α: Είδος γαλακτοκομικού, το γαλοτύρι.

Σσιαμίκαε-α: Μαντηλάκι μύτης, χειρομάντηλο.

Σσιάου & ασσιάου: Σαμάρι ιππασίας, η σέλα.

Σσιάπτι:Επτά.Σσιάπτι+σσιάπτζέτσι: εβδομήντα. Σσιάπτι σούτι: εφτακόσια.

Σσιαπτισπιρτζάτσι:Δέκαεπτά.

Σσιάϼε-α: Το πριόνι, η σιάρα.

Σσιάσι: Έξι. Σιάσι και σσιάϊτζέτσι: εξήντα, σσιάσι σούτι: εξακόσια.

Σσιάσπιρτζάτσι: Δέκα έξι.

Σσιγκούνι-α: Μάλλινο γυναικείο φόρεμα, σιγκούνι.

Σσιέντου-σιέδω-σιέδομαι: Κάθομαι κάτω στο σιάδι, στο έδαφος.

Σσιἔϼου-ου: Διχόνοια, μίσος.

Σσιἔϼτου: Ανησυχώ, φοβάμαι, έχω κακό προαίσθημα. Σσιέϼτι-λι: οι ανησυχίες. Ννι ιν/τράρε σσιέϼτι-λι: μου μπήκαν, με πλάκωσαν οι ανησυχίες, λέγεται όταν περιμένεις κάποιον δικό σου και αργεί πολύ.

Σσιλβάρι-α: Είδος βράκας, το σαλβάρι.

Σσιν/τζίϼου-ου: Αλυσίδα. Πληθ.: σσιν/τζίρι-λι.

Σσινντίλαε-α: Καταστροφή από πολύ δυνατό αέρα.

Σσιόπουτου-ου: Η βρύση που έτρεχε παλιά συνεχώς και η σημερινή βρύση.

Σσιούμαλι: Τα άχρηστα μετά το αλώνισμα, σούμαλα.

Σσιουπλικτζου: Σφαλιαρίζω. Σσιουπλικάρι-α: το σφαλιάρισμα. Σσιουπλιάκαε-α: σφαλιάρα. Σσιουπλικάτου-ου: σφαλιαρισμένος και αυτός που είναι στο πρόσωπο ασπροκόκκινος και πρισμένος.

Σσιούρου και σσιούϊρου: Σφυρίζω. Σσιουράρι-α: το σφύριγμα.

Σσιουϼουμόνιου-ου: Ο τυφλοπόντικας.

Σσιουσσιουλίνε-α: Ξερό φύλλο που σηκώνει και πηγαινοφέρνει ο αέρας. Έτσι λέγεται και η γυναίκα που είναι ευκίνητη, ασταμάτητη, ελαφριά λες και την πηγαινοφέρνει ο αέρας, αλλά όχι με πολύ μυαλό όπως το φύλλο.

Σσιούτου-ου: Ζώο με κομμένα κέρατα, σιούτος, έτσι λέγεται και ο μικροαυτιάς.

Σσιουτσάλαε-α: Ο πλάστης ζυμαριού, το στριφτάρι.

Σσιούτσου: Στρίβω, στρέφω, γνέθω. Σσιουτσάρι-α: το στρίψιμο. Σσιουτσάτου-ου: στριμμένος. Πληθ.: σσιουτσάτσι-ιε. Θηλ.: σσιουτσάτε-α. Πληθ.: σσιουτσάτι-λι. Σσιουτσάτε λέγεται και η ομήγυρις, η συντροφιά, η παρέα.

Σσιϼιμόνιου-ου: Το μικροσκοπικό πουλί, ο τρυποφράχτης, ο αποκαλούμενος από τους «βλάχους» μμπρτου α πούγιουλου: ο βασιλιάς των πουλιών και να γιατί: στα χρόνια εκείνα τα παλιά όταν ο τότε βασιλιάς των πουλιών αετός έκοβε βόλτες στον ουρανό όλα τα άλλα πουλιά τρομαγμένα έτρεχαν να κρυφτούν. Ο τρυποφράχτης αυτό δεν το άντεχε. Πήρε λοιπόν την μεγάλη απόφαση να αναμετρηθεί μαζί του. Βγήκε στο ψιλό κλωνάρι μιας μεγάλης αγκαθωτής βατσουνιάς και άρχισε να προκαλεί τον αετό ενώ συγχρόνως κορόϊδευε τα άλλα πουλιά. Κατέβα κάτω ορέ αν είσαι μάγκας, κι εσείς μωρέ κότες τι φοβάστε έτσι, άχρηστος είναι. Στην αρχή ο αετός γελούσε αλλά όσο εκείνος συνέχιζε να τον προκαλεί σιγά σιγά άρχισε να τα παίρνει στο κρανίο. Με τα πολλά θόλωσε. Τώρα θα σου δείξω εγώ. Τεντώνει το ράμφος του, ακονίζει τα νύχια του και παίρνει βουτιά καρφί προς τον μικρό. Εκείνος απτόητος. Να ρε σιγά μη σε φοβηθώ. Μόλις αυτός τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, δηλαδή στο παρά τίποτα, κάνει πραφ και χάνεται στο βάθος της βατσουνιάς. Για τον αετό ήταν πλέον πολύ αργά, δεν προλάβαινε να στρίψει και έτσι καρφώθηκε με το κεφάλι στην βατσουνιά. Μπλέχτηκαν τα φτερά του στα αγκάθια κι έμεινε ακίνητος. Τότε ο τρυποφράχτης ανέβηκε από πάνω του κι άρχισε να τον τσιμπάει με το ράμφος του, που είναι σαν καρφίτσα. Όλα τα άλλα πουλιά που παρακολουθούσαν την φάση, βγήκαν έξω και τον χειροκροτούσαν ανακηρύσσοντάς τον σε βασιλιά τους. Όχι πως το ήθελε αλλά αφού επέμεναν!

Σσιρμπτι-α: Πολύ γλυκό ποτό, το σερμπέτι.

Σσιτζούτου-ου: Ο κόλος, ο πισινός. Σσιτζούτε-α: το κάθισμα, η καρέκλα. Σσιντέρι-α: το κάτσιμο. Σσιέντι: κάτσε, κάθισε.

Σσιώρικου-ου: Ο ποντικός. Πληθ.: σσώριτσι-ιε.

Σσκαέμμπε-α: Πέτρα. Πληθ.: σσκαέμμπι-λι. Τα σκέμπια.

Σσκτου-ου: Απλός, σκέτος. Σσκιπάρι-α: το σκεπάρνι.

Σσκιούφουρου-ου: Το θειάφι και μεταφορικά η στάχτη.

Σσκιπιρί-α: Η Αλβανία. Σσκιπιτάρου-ου: ο Αλβανός.

Σσκιώπυκου: Κουτσαίνω. Σσκιόπου-ου: κουτσός. Θηλ.: σκιώπε-α.

Σσκουϼούμου-ου: Το αποτέλεσμα καύσης μάλλινου υφάσματος.

Σσκουϼτάτου-ου: Κομμένος, κοντεμένος. Πληθ.: σσκουϼτάτσι-ιε. Θηλ.: σσκουϼτάτε-α. Πληθ.: σσκουϼτάτι-λι. Μι σσκουϼτιάτζε: έχω κόψιμο, δίπλωμα του σώματος, κόντεμα, έχω ευκοίλια.

Σσκουϼττζου: Κονταίνω, χαμηλώνω το ύψος. Σσκουϼτάρι-α: το κόντημα του ύψους και το κόντεμα-μάζεμα του σώματος λόγω κοψίματος, ευκοίλιας.

Σσκουϼτίτσι-λι: Κλήρος, λαχνός με τα ξυλάκια μικρό-μεγάλο.

Σσκούϼτου-ου: Ο κοντός και ο κοντός μήνας Φλεβάρης.

Σσκρετουστου: Ερημώνω, ερημώνομαι. Σσκρετουρι-α: το ερήμωμα. Σσκρετουΐτου-ου: ερημωμένος. Πληθ.: σσκρετουΐτσι-ιε. Θηλ.: σσκρετουΐτε-α. Πληθ.: σσκρετουΐτι-λι.

Σσκρτου-ου: Έρημος, μόνος αλλά και ο πολύ ποθητός ή κάτι που επιθυμώ πολύ αλλά δεν μπορώ να το έχω. Πληθ.: σσκρτσι-ιε. Θηλ.: σσκρτε-α. Πληθ.: σσκρτι-λι. Δύο παραδείγματα: σσκρτα ντι νέσε: η έρμη αυτή, λέγεται για όμορφη κοπέλα με την ένονια του πόσο την θέλω, αχ και να την είχα. Σκρτιλι ντι μρι : σι αβιάμου ούνου: τα έρμα τα μήλα και νάχα ένα.

Σσπίϼτου-ου: Το οινόπνευμα και το σπίρτο.

Σστίου: Ξέρω, γνωρίζω. Σστρι-α: το γνώρισμα. Σστιούτου-ου: ο γνωρίζων. Πληθ.: σστιούτσι-ιε. Θηλ.: σστιούτε-α. Πληθ.: σστιούτι-λι.

Σστιϼμίτου-ου: Το κρεβάτι μαζί με τα κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια.

Σστούπου-ου: Κυψέλη με μέλισσες, στίπι.

Σστργκλαε-α: Κακή γυναίκα, στρίγγλα.

Σστρόφου-ου: Κολικός, κοιλόπονος. Π.χ.: μι ντώρι κα ντι σστρόφου: με πονάει σαν από κολικό.

Στάνι-α: Καλοκαιρινή μάντρα ζώων, η στάνη.

Στάου: Στέκω, στέκομαι, ίσταμαι, γίνεται χρήση και για το κάθομαι αλλά με συνοδεία. Π.χ.: στε μ/πάντι: κάθισε, στάσου κάτω, ενώ με το σιέντι: κάθισε, εννοείται το κάτω γιατί είναι το κάτω.

Στένγκου-ου: Ο αριστερός. Θηλ.: στένγκαε-α. Μένα ατσάστενγκα: το αριστερό χέρι.

Στι: Αγία. Στιμιρί-α: Αγία Μαρία - Παναγία.

Στιάου-ου: Το αστέρι. Πληθ.: στἔλι-λι: μια πολύ μακρινή λάμψη, τα αστέρια.

Στίβε-α: Σωρός, στοιβαγμένα υλικά, στοίβα. Στόγκου-ου: ο σωρός.

Στιβανίου: Το επιπλέον πάνω στη στοίβα.

Στικόρου: Στραγγίζω. Στικουράρι-α: το στράγγισμα. Στικαιτώρε-α: η τσατίλα. Στικουράτου-ου: ο στραγγισμένος. Πληθ.: στικουράτσι-ιε. Θηλ.: στικουράτε-α. Πληθ.: στικουράτι-λι.

Στιμένε-α: Η εβδομάδα.

Στινουχουρισστου: Στεναχωρώ. Στρνε-α: η στέρνα.

Στιϼπουστου: Στειρώνω, γίνομαι στείρος. Στϼπου: στείρος, στέρφος. Θηλ:. στιάϼπε-α. Πληθ.: στϼπι-λι. Στιϼπουέρι-α: το στείρωμα.

Στίχιμε-α: Στοίχημα. Στουλίδι-α: το στολίδι.

Στίχου-ου: Βροχή ξαφνική, πλάγια με αέρα.

Στιψστου: Φταίω. Στιψρι-α: το φταίξιμο. Στιψίτου-ου: φταίχτης. Πληθ.: στιψίτσι-ιε. Θηλ.: στιψίτε-α. Πληθ.: στιψίτι-λι.

Στουλισστου: Κοσμώ, ομορφαίνω, στολίζω.

Στούμ/μπου-ου: πώμα, τάπα.

Στουϼτἔτζου: Φταρνίζομαι. Στουϼτάρι-α: το φτέρνισμα.

Στράγκου & τράγκου: Τραβώ, σέρνω και κατά το Ελληνικό: τι τραβάω, τι έχω τραβήξει, τραβάω μπροστά, κ.λπ..

Στράννιου-ου: Το ρούχο, το ένδυμα. Πληθ.: στράννι-λι.

Στράχαε-α: Πλάγια κατασκευή για προφύλαξη των ζώων από την βροχή, πλάγιο γείσο, στρέχα.

Στρέμμπου: Στραβώνω και στραβός. Πληθ.: στρένγκι-ιε. Θηλ.: στρέμμπε-α. Πληθ.: στρέμπι-λι. Στριμμπάρι-α: το στράβωμα.

Στρι: Πάνω από. Π.χ.: στρι κάλι: πάνω από το δρόμο.

Στρικστου: Στερεύω, στεγνώνω από νερό. Γεννώ πρόωρα για ζώα. Στρικρι-α: το στέρεμα. Στρικίτου-ου: στερεμένος. Πληθ.: στρικίτσι-ιε. Θηλ.: στρικίτε-α. Πληθ.: στρικίτι-λι. Ε! ντουμιτζάλε νι στρικίμου: Ε θεέ μου στερέψαμε, λέγεται σε ανομβρία.

Στριμττζου: Στενεύω. Στριμτάρι-α: το στένεμα. Στρίμτου-ου: στενός. Πληθ.: στρίμτσι-ιε. Θηλ.: στρίμτε-α. Πληθ.: στρίμτι-λι.

Στρίνγκου: Σφίγγω. Στριντζρι-α: το σφίξιμο. Στρίν/του-ου: ακούγεται στρίμτου: σφιγμένος. Πληθ.: στρίν/τσι-ιε. Θηλ.: στρίμτε-α. Πληθ.: στρίμτι-λι.

Στριξστου: Συναινώ, συμφωνώ, στρέγομαι.

Στριχίου-ου: Δράκος των νερών και των πηγών, στοιχειό.

Στρόπου-ου: Ξύλινο κοντάρι, χοντρό μεγάλο παλούκι.

Στρούνγκαε-α: Μάντρα για το άρμεγμα των ζώων.

Σφούνγκου-ου: Το σφουγγάρι, ο σπόγγος.

Σφριν/τσλου-ου: Το μικρό γεράκι, το σφριντσέλι.

Σώρι: Ήλιος. Σώϼε: ο ήλιος.

Σώϼτι-λι: Ο εμβρυακός υμένας, ο υμένας που τυλίγει το έμβρυο. Ντι λα σώϼτι πεν λα μώϼτι: από τον εμβριακό υμένα μέχρι τον θάνατο. Λέγεται όταν θέλεις να δηλώσεις ότι δεν θα αλλάξεις από μωρό μέχρι να πεθάνεις.