Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ϼάλι: Πληθ.: ϼάλι-λι: ντροπές, ανηθικότητες, κακίες, χάλι, χάλια.
Ραμαζάνι-α: η νηστεία των μουσουλμάνων, το ραμαζάνι.
ϼανἔτζου: Πληγώνω και πληγώνομαι, ϼάνε-α: πληγή. ϼενιόσου-ου: γεμάτος πληγές. Πληθ.: ϼενιόσσι-ιε. Θηλ.: ϼενιλωσε-α. Πληθ.: ϼενιώσι-λι.
ϼάου: Η δροσιά που πέφτει τις πρωινές ώρες.
ϼάου: Πως έτσι π.χ.: ϼάου τινι: πως έτσι εσύ.
ϼάπου-ου: Ο πλάτανος. Πληθ.: ϼάκι-ιε. ϼάφτου-ου: Ο ράφτης. Ράσου-ου: το ράσο.
ρέμπελου-ου και ρεμάλου-ου: ρέμπελος και ρεμάλι.
ϼέν/τζε-α: Η πυτιά απ’ το στομάχι των ζώων.
ϼέννιε-α: Η ψώρα. ϼιννιόσου-ου: ψωριάρης. Πληθ.: ϼιννιόσσι-ιε. Θηλ.: ϼινιώσε-α. Πληθ.: ϼιννιώσι-λι.
ϼέου: Πολύ, ασταμάτητα, λέγεται π.χ.: μι ντώρι ϼέου: με πονάει πολύ, ασταμάτητα, όπως ασταμάτητο είναι το ϼέον-ποτάμι.
ϼέου-ου: Κρίμα, λύπηση ασταμάτητη όπως το ασταμάτητο ποτάμι.
ϼέου-ου: τα ρέοντα ύδατα, το ρέον, το ποτάμι. Πληθ.: ϼέουρι-ϼε.
ϼέσε-α: Κρόσι. Πληθ.: ϼέσι-λι. Τα κρόσια.
Ριζιλιψἔστου: Ρεζιλεύω.
ϼιζμπόγιου-ου: Ο αργαλειός. Πληθ.: ϼιζμπώγιλι.
ϼικί-α: στενό αυλάκι με κλίση ώστε να ρέει το νερό. Πληθ.: ρικίι-λι
Ρικί-α: το απόσταγμα, το ρακί.
ϼιμένου-ου: «Βλάχος». Πληθ.: ϼιμέννι-ιε: (ουσιαστικό).
Ριμουξἔστου: Ερημώνω, ρημάζω.
ϼίπε-α: Πληθ.: ϼίπι-λι: απότομη κατηφοριά γυμνή από φυτά.
ϼιπινντίνε-α: Απότομο κατηφορικό μέρος με αραιή χαμηλή βλάστηση.
ϼισάγιε-ϼισάγιλι: Η Κυριακή της Πεντηκοστής, τα ρουσάλια.
ϼισπινντἔστου-ου: Διασκορπίζω, ϼισπινντἔρι-α: το διασκόρπισμενο, κατάσταση ασυμμάζευτη. ϼισπινντίτου-ου: σκορπισμένος, διασκορπισμένος, ασυμμάζευτος. Πληθ.: ϼισπινντίτσι-ιε. Θηλ.: ϼισπινντίτε-α. Πληθ.: ϼισπινντίτι-λι. Ένας στίχος «βλάχικου» τραγουδιού λέει: σόϊα ανώστε αγκουντίτε του ντουνιάου ϼισπινντίτε: η φυλή μας το σόι μας χτυπημένο σ’ όλο τον κόσμο διασκορπισμένο.
ϼιτζέμου-ου: Το τελευταίο πρανές στους πρόποδες του βουνού.
ϼιτζιτίνε-α: Πληθ. ϼιτζιτίννι-λι: η ρίζα των φυτών.
ρόζου-ου: Ρόζος.
ϼούγκαε-α: Μισθός, αμοιβή, συνήθως για αμοιβή σεζόν καλοκαιρινής ή χειμωνιάτικης.
ϼουγκουἔστου & ϼουν/τζουἔστου: Παθαίνω κήλη, μεγαλώνει ο ένας όρχις και χάνεται ο άλλος. ϼόν/τζου-ου: ο ασθενής από κήλη, λέγεται και ϼουνγκαέτσσιου.
ϼούγκουνου-ου: Η ρίγανη.
ϼούγκου-ου: Βάτος, βατσουνιά. Πληθ.: ϼούτζι-ιε.
ρουδιάου: Η ροδιά. Ροΐδου: το ρόδι.
ϼουζβουἔστου: Γκρεμίζω, κατεδαφίζω, ισοπεδώνω. ϼουζβουἔρι-α: κατεδάφιση. ϼουζβουίτου-ου: κατεδαφισμένος, συντρίμμια. Πληθ.: ϼουζβουίτσι-ιε. Θηλ.: ϼουζβουίτε-α. Πληθ.: ϼουζβουίτι-λι.
ϼουζιέστου-ου: Χλιμιντρίζω για άλογα. ϼουζιέσστι: χλιμιντρίζει.
ρούντου-ου: Μαλακός, απαλός, ρούντος.
ϼουπουνάτου-ου: Γεμάτος εξανθήματα. Θηλ.: ϼουπουνάτε-α.
ϼουπουνἔτζου: Ησυχάζω, αναπαύομαι, ρουπώνω.
ϼούπουνου: Βγάζω κόκκινα εξανθήματα στο πρόσωπο.
ρούσου-ου: Λευκόξανθος, ρούσος.
ϼουσπίε-α: Χαρακτηρισμός γυναίκας ελευθέρων ηθών, συνήθως ακολουθεί το μαβίε. Λα μαβίε λα ϼουσπίε.
ϼουσσέστου-ου: Κοκκινίζω. ϼουσσιάρι-α: κοκκίνισμα. ϼόσσιου-ου: κόκκινος. ϼουσσιάτου-ου: κοκκινισμένος. Πληθ.: ϼόσσι-ιε, ϼουσσιάτσι-ιε. Θηλ.: ϼόσσιε-α: κόκκινη. Πληθ.: ϼόσσι-λι: κόκκινες. ϼουσσιάτε-α: κοκκινισμένη. Πληθ.: ϼουσσάτι-λι.
ϼουστόνου: Ανατρέπω, αναποδογυρίζω. ϼουστουνάρι-α: η ανατροπή. ϼουστουνάτου-ου: αυτός που ανατράπηκε, αναποδογυρισμένος. Πληθ.: ϼουστουνάτσι-ιε. Θηλ.: ϼουστουνάτε-α. Πληθ.: ϼουστουνάτι-λι.
ρουσφἔτι-α: Εκδούλευση, ρουσφέτι.
ϼουτζίνε-α: Η οξείδωση, η σκουριά.
ρουτσσιέννι: Ευχές, ευλογίες. Πληθ.: ρουτσέννι-λι.
ϼουφἔρικου: Ράβω τα άκρα ρούχων, στριφώνω. ϼουφουκάρι-α: το στρίφωμα. ϼουφουκάτου-ου: στριφωμένος. Πληθ.: ϼουφουκάτσι-ιε. Θηλ.: ϼουφουκάτε-α. Πληθ.: ϼουφουκάτι-λι.
ϼουφουσέστου: Βγάζω έρπη στα χείλη. ϼουφουσέρι-α: η συνέπεια του έρπη. ϼουφουσάτου-ου: Ο έχων έρπη. Θηλ.: ϼουφουσάτε-α.
ϼυγκόζου-ου: Ψαθί, βούρλο, ρογκώζι.