Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Τάβε-α και ταβἔτσσιε: Μικρό χάλκινο ταψάκι.
Ταγιανίου-ου: Του Αγίου Ιωάννη, του Αηγιαννιού.
Τάγιου: Κόβω, περισσότερο με την έννοια σφάζω. Τιγιάρι-α: το κόψιμο, σφάξιμο. Τιγιάτου-ου: σφαγμένος, κομμένος. Πληθ.: τιγιάτσι-ιε. Θηλ.: τιγιάτε-α. Πληθ.: τιγιάτι-λι. Τιγιτούρε-α: η κοψιματιά.
Ταζἔου-ου: Νωπός, πρόσφατος, φρέσκος, σημερινός.
Τάϊφε-α: Ομάδα, ομήγυρη, οικογένεια.
Τακαέμι-α: Ομάδα, παρέα, τακίμι.
Ταλάζε: Κύμα θάλασσας άγριο.
Τάλαρου-ου: Κάδος μεσαίου μεγέθους και τάλιρο νόμισμα.
Ταμ/πανάρου-ου: Τυμπανοκρούστης, οργανοπαίχτης. Τέμ/πινε-α: τύμπανο.
Ταμάμου: Ακριβώς, ακριβής, πλήρης, σωστά.
Ταμπάκου-ου: Ταμπάκος. Ταμπακιἔρε-α: ταμπακιέρα.
Ταμπἔτι-α: Συνήθεια, έξις, χαρακτήρας.
Τάξι-α: Τάξις. Ταξίδου-ου: το ταξίδι.
Ταξιράτι-α: Αιτία, αφορμή, ήταν να γίνει.
Τάρε-α: Το απόβαρο, η τάρα.
Ταϼταπίκιου-ου: Ο κοριός.
Τάσι: Για να. Π.χ.: άϊντι τασι φούγκου: έλα για να φύγω.
Τάτι: Πατέρας με την έννοια μπαμπάς. Δες πρίν/τι-λι.
Τάτσι: Σώπα, μη μιλάς, πάψε, σκάσε.
Τάχα-τάχαμου: Δήθεν. Τάπε-α: τάπα.
Τάχινα: Νωρίς το πρωί, ταχιά.
Τέϊ τέϊ: Πέρα για πέρα, όλο, ολόκληρο.
Τένγκ-τίγκα: Π.χ.: σι κρἔκι σι φάτσι τένγκ: να σκάσεις, να κάνεις παφ, να εκραγείς, να εξαερωθείς.
Τἔνντε-α: Σκηνή, αντίσκηνο.
Τεράφι-α: Ομάδα, μπουλούκι, συμμορία κλεφτών.
Τέϼτσε-α: Το πίτουρο. Πληθ.: τέϼτσι-λι.
Τἔτε-α: Η θεία. Πληθ.: τἔτι-λι.
Τἔλου-ου: Σύρμα, το τέλι.
Τζαμἔτζου: Ζουμώνω, δημιουργώ ζωμό. Τζάμε-α: το ζουμί. Τζιμόσου-ου: ζουμερός. Πληθ.: τζιμόσι-ε. Θηλ.: τζιμώσε-α. Πληθ.: τζιμώσι-λι.
Τζάτσι: Ο αριθμός δέκα. Τζάτσιόρι: δέκα φορές.
Τζέκαε: Πως και ότι. Π.χ.: τζε καε βίνι: πες πως, και ότι, ήρθε.
Τζέκου: Λέω, λέγω, μιλάω. Τζιτσἔρι-α: το λέγειν. Τζέσου-ου: υπομένως. Πληθ.: τζέσι-ιε. Θηλ.: τζέσε-α. Πληθ.: τζέσι-λι.
Τζέντζερου-ου: Ο τζίτζικας.
Τζέϼου-ου: Ο ορός, το τυρόγαλο.
Τζἔτζυτου-ου: Το δάχτυλο. Πληθ.: τζἔντιτι-λι.
Τζιαμανντάνε-α: Ένδυμα πάνω από το πουκάμισο μέχρι τη μέση. Τζαμαντάνι.
Τζιάμου-ου: Το τζάμι. Τζιἔπι-α: τσέπη.
Τζιάνε-α: Το βουνό. Πληθ.: τζἔνι-λι, έτσι λέγονταν παλιότερα και το νεκροταφείο. Π.χ.: στι μέκαε τζιάνα: να σε φάει το νεκροταφείο στο βουνό, πιθανότατα από τα υψώματα που έφτιαχναν τα νεκροταφεία λόγω του ότι ο τάφος γίνονταν πολύ ρηχός, ώστε να μην κινδυνεύει να παρασυρθεί από τα νερά. Τζιάνε: βουνό είναι η κατοικία και ιδιοκτησία της θεάς Διώνη-Ντιάνα, θεά του κυνηγιού και της άγριας φύσης και προστάτης των ζώων και των κτηνοτρόφων.
Τζιάντε-α: Το δαδί. Τζιάμπα: χωρίς χρήματα, δωρεάν.
Τζιβικουσἔστου: Καρφώνω κάτι με ξύλινο καρφί. Τζιβίκου-ου: το ξύλινο καρφί.
Τζιερεμἔου-ου: Ζημιά, ζημιάρης, πρόστιμο, τζερεμές.
Τζιζάϊ και γκιζάϊ: Πληρωμή προστίμου, ζημιάς, φόρος.
Τζιιάνε-α: Νύφη της μυθολογίας, πολύ αγαπητή και η Θεά Διώνη. Ντιάνα ή τζιιάνα: είναι σε ευρεία χρήση και σήμερα μαζί με το μανάρι μου, βυζαχτάρι μου, τζιιάνα μου, δηλώνει και παράκληση, ικεσία και κάποιον φόβο.
Τζίνιρι-ϼε: Ο γαμπρός για τα πεθερικά. Πληθ.: τζίνιρι-ιε.
Τζινουκἔτζου: Πέφτω στα γόνατα, γονατίζω, προσεύχομαι.
Τζινούκιου-ου: Το γόνατο. Πληθ.: τζινούκι-ιε και τζινούκι-λι.
Τζιντζί-α: Το ούλο. Πληθ.: τζιντζίι-λι.
Τζιόι-α: Πέμπτη μέρα.
Τζιόνι-λι: Νέος, ανδρείος, λεβέντης, παλικάρι. Πληθ.: τζιόννι-ιε. Τζουμάνι-α: η λεβεντιά, η παλικαριά.
Τζιουβαΐρου-ου: Κόσμημα, τζοβαΐρι.
Τζιούκου-ου: Μικρό ύψωμα, λέγεται και τούμμπε-α και τζιούμμπε, τύμβος.
Τζιουμιτάτι-α: Το μισό, στη μέση. Σου πιϼτσέμου πι τζιουμιτάτι: να το μοιράσουμε στη μέση, στα δύο.
Τζιούνγκιου: Καρφώνω με μαχαίρι άνθρωπο, μι τζιούνγκιου: καρφώνομαι με μαχαίρι, αυτοτραυματίζομαι, αυτοκτονώ. Τζιουνέπουνου-ου: το δένδρο, κέδρος.
Τζιούντικου: Μιλώ, κουβεντιάζω, μουρμουρίζω, συνδιαλέγομαι. Τζιουντικάρι-α: κουβεντολόι. Τζιουντικάτου-ου: Κουβεντιασμένος όχι για καλό. Πληθ.: τζιουντικάτσι-ιε. Θηλ.: τζιουντικάτε-α. Πληθ.: τζιουντικάτι-λι.
Τζούε-α: Ημέρα. Πληθ.: τζέλι-λι.
Τζουμάρου-ου: Η περίφημη φλογέρα του «βλάχου» βοσκού.
Τζιούμμπε: Καρούμπαλο, μικρός τύμβος.
Τι καἔκινε: Για ευχαρίστηση-απόλαυση, τι καλά που έκανες, λέγεται όταν κάποιος λέει πως έκανε κάτι που ευχαριστεί τον συνομιλητή του. Π.χ.: γι ντἔντου ούνε τσι αντούσι τρἔι όρι αφίγκαιρα: του έδωσα μία που έφερε τρεις φορές γύρω. Έχιου τι καἔκινε: άϊ, το ευχαριστήθηκα.
Τι: Σε. π.χ.: τι φἔτσι: σε έκανε.
Τιάκαε-α: Θήκη μαχαιριού και χειρολαβή μαχαιριού.
Τιάφου-ου: Θειάφι. Ντιλάλου-ου: ντελάλης.
Τικαινἔστου: Κοπανάω, του την φέρνω, τα λέω φόρα παρτίδα. Π.χ.: γιου λι τικαινίι: του τα κοπάνησα χωρίς περιστροφές, στα ίσια.
Τιμμπάρι-α: Ανδρική μάλλινη κάπα.
Τιμμπἔλου-ου: Τεμπέλης.Τιξέστου: τάζω.
Τιμμπούριου-ου: Πρόωρα γεννημένο αρνί.
Τινγκαινἔστου: Γεμίζω ασφυκτικά, τιγκάρω μεταφορικά, λέγεται για το πνίγομαι από πάθος, από αδικία, σκάω είμαι έτοιμος να εκραγώ.
Τίνι: Εσύ, αντωνυμία δευτέρου προσώπου.
Τινικἔλου-ου: Λευκοσίδηρος, τενεκές. Τιχνίτου-ου: τεχνίτης.
Τίνιρου-ου: Νέος, νεαρός, τρυφερός. Θηλ.: τίνιρε-α.
Τιννί-α: Η τιμή, η υπόληψη. Τιννίσι άι: με το συμπάθιο, τιμή νά 'χεις.
Τιννισἔστου: Τιμώ, υπολείπτομαι. Τιννισἔρι-α: η τίμηση.
Τιννισίτου-ου: Τιμημένος. Πληθ.: τιννισίτσι-ιε. Θηλ.: τιννισίτε-α. Πληθ.: τιννισίτι-λι.
Τίνντου: Τεντώνω, εκτείνω, εξαπλώνω, απλώνω. Τινντἔρι-α: το τέντωμα. Τἔσου-ου: τεντωμένος, απλωμένος, ξαπλωμένος. Πληθ.: τἔσι-ιε. Θηλ: τἔσε-α. Πληθ.: τἔσι-λι: έχει και την έννοια τεντωμένος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Τιντζιἔϼου-ου: Κατσαρόλα, τέντζερης.
Τιού-τιγιού: Για πού. Π.χ.: τιού νκισίσσι: για πού κίνησες.
Τιπώϼε-α: Τσεκούρι. Τιπουϼέτσε-α: το μικρό τσεκουράκι.
Τιρβέτσσιου: Μικρός δερμάτινος ασκός.
Τιργισἔστου: Ταιριάζω, συνταιριάζω. Δες ντουσἔστου.
Τιϼκαινέ-λου και τριχαινέ-λου: Ο τραχανάς.
Τιρτζέου-ου: Όψιμος, αργοπορημένος, γεννημένος αργά.
Τισάγκαε-α: Διπλό σακίδιο, διπλός ντρουβάς, το δισάκι.
Τίφου-ου: Η ασθένεια, τύφος.
Τιχισἔστου: συναντώ, τυγχάνω. Τίχι-α: η τύχη. Τιχιρό-λου: το τυχερό.
Τιψί-α: Χάλκινο μαγειρικό σκεύος, ταψί.
Τόπουλου-ου: Ο ανάπηρος, ο κουτσός.
Τόπου-ου: Μπάλα, σφαίρα, τόπι. Τόκου-ου: ο τόκος.
Τόρα: Τώρα όπως στην ελληνική.
Τόϼκου: Γνέθω στη ρόκα. Τουϼτσἔρι-α: το γνέσιμο.
Τόϼου: Στρέφω, γέρνω, γυρίζω. Τουϼάρι-α: το γύρισμα. Τουϼάτου-ου: γερμένος, γυρισμένος, στρεμμένος. Πληθ.: τουϼάτσι-ιε. Θηλ.: τουϼάτε-α. Πληθ.: τουϼάτι-λι. Εδώ ανάγεται η περίφημη φράση: τώϼε φράτε τώϼε: γέρνει αδελφέ γέρνει, που κατέστρεψε μία μεγάλη εκστρατεία. Αυτή η φράση ειπώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα και φέρεται ως η πρώτη καταγραμμένη «βλάχικη» φράση. Την είπε ένας στρατιώτης στον μπροστινό του για να γυρίσει να δει το ζώο που τραβούσε γιατί έγερνε το φορτίο του. Ο μπροστινός το γέρνει το εξέλαβε ως γύρνα και το ψιθύρισε στον μπροστινό του και ο μπροστινός του μπροστινού στον μπροστινό όπου με απίστευτη ταχύτητα πέρασε σ’ όλο το στράτευμα το οποίο πανικόβλητο τράπηκε σε φυγή. Αυτά τα λίγα μιας και δεν είναι του παρόντος.
Τόϼσου: Γνεμένος. Θηλ.: τώϼσε-α.
Τότινα και τουτούνε: Πάντοτε, ανέκαθεν.
Του: Στο και στη. Π.χ.: τουϼέου: στο ποτάμι, του αμάρι: στη θάλασσα.
Τουκιἔστου: Λιώνω. Τουκιἔρι-α: το λιώσιμο. Τουκίτου-ου: λιωμένος. Πληθ.: τουκίτσι-ιε. Θηλ.: τουκίτε-α. Πληθ.: τουκίτι-λι.
Τουνἔρικου: Βραδιάζω, νυχτώνω. Τουνουκάρι-α: το βράδιασμα. Τουνἔρικαε: βραδιάζει. Τουνουκαέ: βράδιασε.
Τούνντου: Κουρεύω. Τουνντἔρι-α: το κούρεμα. Τούνσου-ου: ακούγεται τούμσου, ο κουρεμένος. Πληθ.: τούμσι-ιε. Θηλ.: τούμσε-α. Πληθ.: τούμσι-λι.
Τουπουρἔστου & τούπουρου: Περιττεύω, περισσεύω, υπέρ του δέοντος. Τἔπιρε: περίσσιο. Τουπουρίτου-ου: περισσευούμενος. Θηλ.: τουπουρίτε-α.
Τούϼε-α: Το τριζόνι. Τουϼτούρε-α: τρυγόνι.
Τουϼέσστι-α: Στάνη προβάτων και γιδιών.
Τούϼκου: Τούρκος και γενικά μωαμεθανός-μουσουλμάνος και οποιοσδήποτε μη Χριστιανός. Πι κάπου α τούϼτσουλου: στο κεφάλι των Τούρκων, είναι το αντίστοιχο της ελληνικής: χτύπα ξύλο και μακριά από εδώ.
Τουρμπάτου-ου: Τρελός, διαταραγμένος. Πληθ.: τουρμπάτσι-ιε. Θηλ: τουρμπάτε-α. Πληθ.: τουρμπάτι-λι.
Τούρμπου: Τρελαίνομαι, μαίνομαι, λυσσώ, αγριεύω, ταραχή μυαλού για σκύλους, μεταφορικά λέγεται και για ανθρώπους. Τουρμπάρι-α: η τρελαμάρα.
Τουϼσσιάτου-ου: Ζουληγμένος. Πληθ.: τουϼτσσιάτσι-ιε. Θηλ.: τουϼτσσιάτε-α. Πληθ.: τουϼτσσιάτι-λι, λέγεται και τουϼτσσουλἔστου και τούϼτσσιου.
Τούϼτε-α: Είδος ψωμιού, τούρτα. Τούβλαε-α: το τούβλο.
Τουϼτσσιέστου: Ζουλάω, ξεζουμίζω. Τουϼτσσιάρι-α: το ζούληγμα.
Τουσσιέστου: Είμαι κρυωμένος, βήχω. Τούσι-α: βήχας. Τουσσιέρι-α: το βήξιμο.
Τουτίπουτε-α: Η ζωική περιουσία, η περιουσία ζωντανών.
Τούτου: Όλος, ολόκληρος. Πληθ.: Τούτσι. Θηλ.: τούτε. Πληθ.: τούτι.
Τουτσσιένι-λι: Ξύλο που καίγεται, πριν γίνει κάρβουνο, θράκα.
Τούφε-α: Είδος φυτού, χορταρικού, δέσμη λουλουδιών ή άλλων.
Τράγκου: Τραβάω, σέρνω, ανέχομαι, υποφέρω και μοιάζω κατά το ελληνικό: τραβάει (μοιάζει) προς τη μάνα της: τράτζι καέτε μέτα. Τριτζἔρι-α: το τράβηγμα. Τράπτου-ου: ο τραβηγμένος. Πληθ.: τράπτσι-ιε. Θηλ.: τράπτε-α. Πληθ.: τράπτιλι. Λέγεται και στράγκου: τραβάω.
Τράμουρου: Τρέμω, έχω τρέμουλο. Τρεμουράρι-α: το τρέμουλο.
Τραννταξἔστου: Ταρακουνώ, τραντάζω.
Τράπου-ου: Λάκκος, ξεροπόταμος, χαντάκι.
Τράστου-ου: Σακίδιο, ντρουβάς.
Τρἔι: Τρία. Τρἔϊσπιρτζάτσι: δεκατρία. Τρἔϊτζέτσι: τριάντα. Τρέϊσούτι: τριακόσια.
Τρἔκου: Περνώ, διαβαίνω. Τριτσἔρι-α: το πέρασμα.
Τρέμμπε-α: Το υφάδι. Τράμμπε-α: ανταλλαγή, τράμπα.
Τρἔμπου: Ρωτώ. Τριμπάρι-α: η ερώτηση, το ερώτημα. Τριμπάτου-ου: ρωτημένος. Πληθ.: τριμπάτσι-ιε. Θηλ.: τριμπάτε-α. Πληθ.: τριμπάτι-λι.
Τριαννταφίλαε-α: Τριαντάφυλλο. Τριαννταφιλιάου: τριανταφυλλιά.
Τρίγιρου: Αλωνίζω. Τρίγιρου: το αλώνισμα. Αλόνι-α: το αλώνι.
Τρικούτου-ου: Ο περασμένος. Πληθ.: τρικούτσι-ιε. Θηλ.: τρικούτε-α. Πληθ.: τρικούτι-λι.
Τριννιψἔστου: Βασανίζω, τυραννώ, ταλαιπωρώ.
Τρίτσα και ννιάρα: Παιχνίδι με τρία ή με εννιά πετραδάκια.
Τριφόγιου-ου: Το τριφύλλι. Τρισιάγιου-ου: το τρισάγιο.
Τρόπου-ου: Διαγωγή, φέρσιμο, τρόπος.
Τρουμπἔτε-α: Σάλπιγγα, τρομπέτα. Τρουχό-λου: ο τροχός.
Τρουνντουλἔστου: Τραντάζω, στραμπουλίζω. Τρουνντουλἔρι-α: το στραμπούληγμα. π.χ.: τρουνντουλίι μένα: στραμπούλιξα το χέρι.
Τρούπου-ου: Σώμα, κορμί, παράστημα.
Τσάγιε-α: Νήμα τυλιγμένο μασούρι παχύ στη μέση και λεπταίνει προς τις άκρες. Μι φἔτσσιου τσάγιε: έγινα μασούρι, το λέμε όταν έχουμε φάει πολύ και φουσκώσαμε στην κοιλιά, την μέση του σώματος.
Τσακμάκου-ου: Αναπτήρας παλιακός με το στουρνάρι και το φιτίλι, το τσακμάκι.
Τσάλου: Εκείνη του. Λέγεται στη θέση του κυρία, κυρά Κώσταινα, η κυρία, η σύζυγος του Κώστα. Π.χ.: τσάλου = ατσά άλου κόστα: εκείνη του Κώστα, η Κώσταινα.
Τσανγκάρου-ου: Τσαγκάρης. Τσινγκρισούλαε-α: τσαγκαροσούβλι.
Τσάπου-ου: Ο τράγος, ο τσάπος.
Τσάπουρου-ου: Άγριο δέντρο και καρπός, τσαπουρνιά.
Τσάρκου: Τα νεογέννητα ζώα, κυρίως πρόβατα - γίδια. Η περίοδος γέννας.
Τσένου: Κρατώ, συγκρατώ, αντέχω. Τσινἔρι-α: το κράτημα. Τσινούτου-ου: ο κρατημένος. Πληθ.: τσινούτσι-ιε. Θηλ.: τσινούτε-α. Πληθ.: τσινούτι-λι.
Τσἔρμπου-ου: Το ελάφι.
Τσέτσε-α: Μαστός, μαστάρι, βυζί. Πληθ.: τσέτσι-λι.
Τσἔτσιρε-α: Η ρεβιθιά και το ρεβίθι.
Τσι καρά και αμτσίκαρά: Βέβαια. Αμ’ τι δα.
Τσι νι: Που μας. Π.χ.: τσι νι βίνι: που μας ήρθε.
Τσι: Τι. Π.χ.: τσι φάτσι; τι κάνεις; Σε ερώτηση.
Τσιάπε-α: Το κρεμμύδι φρέσκο και ξερό.
Τσσάπε-α: Βήμα.
Τσιάρε-α: Το κερί. Μι τουκίι μι φἔτσσιου κα τσιάρε μπουρμπάτε μιράτε: έλιωσα, έγινα σαν το κερί άντρα μου καημένε, λέει στίχος από βλάχικο τραγούδι.
Τσιβά: Κάτι, τίποτα. Π.χ.: βρἔι τσιβά: θέλεις κάτι, θέλεις τίποτα;
Τσιγαιϼσἔστου: Τσιγαρίζω, τηγανίζω. Τσιγαιρίδε-α: καμένο λίπος, τσιγαρίδα.
Τσιγάρι-α: Το τσιγάρο. Τσίκνε-α: τσίκνα καμένου φαγητού.
Τσιμμπίδε-α: Το πιρούνι, το τσιμπίδι, το εργαλείο τσιμπίματος.
Τσίν/τσι: Πέντε. Τσισπιρτζάτσι: δέκα πέντε. Τσιν/τζέτσι: πενήντα.
Τσίνγκου-ου: Ψευδάργυρος, ο τσίγκος.
Τσινγκρισούλαε-α: Τσαγκαροσούβλι.
Τσίνου: Δειπνώ. Τσίνε-α: το βραδινό φαγητό.
Τσιουνγκρισἔστου: Τσουγκρίζω.
Τσίπουρου-ου: Απόσταγμα σταφυλιών, τσίπουρο.
Τσιριπόνιου-ου & τσιλιπόνιου: Αυτός που ζητιανεύει ψωμί. Θηλ.: τσιλιπώνιε-α.
Τσίϼου-ου: Το κόσκινο, το κοσκινιστήρι. Τι τσίρι.
Τσρούχι-α: Παπούτσι, πέδιλο, τσαρούχι.
Τσσιάϊ-α: Το βουνίσιο τσάϊ.
Τσσιακαέϼου-ου: Ο αλήθωρος. Θηλ.: τσακαέϼε-α: το τσακίρικο μάτι.
Τσσιάκαλου-ου: Το άγριο ζώο (τσακάλι).
Τσσιανάκαε-α: Πύλινο σκεύος, αργότερα χάλκινο, για την φωτιά.
Τσσιάρκου-ου: Ο κόκκορας από το ντουφέκι.
Τσσιάφκαε-α: Φλιτζάνι μεγάλο, κύπελλο, η τσιάφκα.
Τσσιἔνικου-ου: Αρχηγός ποιμενικής πατριάς, ο τσέλιγκας.
Τσσικαινἔσστι: Χτυπάει ρυθμικά, τσοκανάει.
Τσσικαινἔστου: Χτυπάω συνέχεια ρυθμικά, εκνευριστικά. Το λέμε συνήθως για πληγή που αισθανόμαστε ρυθμικά τον χτύπο της καρδιάς.
Τσσικαιρίκι-α: Εργαλείο για την λέπτυνση του νήματος, το τσικρίκι.
Τσσιλἔκου-ου: Το ατσάλι. Τσσιλἔκι: ατσαλένιος.
Τσσινγκαἔγιου-ου: Το τσιγκέλι.
Τσσιόγιου: Ο εαυτός, τα σωθικά για ζώα και ειδικά για τα σκυλιά. Το λέμε όταν ο σκύλος τη νύχτα ουρλιάζει σαν λύκος που το θεωρούμε κακό οιωνό, προμήνυμα θανάτου. Γιου σι μέτσι τσσιόγιου: που να φας τον εαυτό σου, τα σωθικά σου.
Τσσιόκου-ου: Το σφυρί, το τσόκο, μεταφορικά ο τσόκος: το πέος.
Τσσιουκουτἔστου: Χτυπάω με το σφυρί (τσόκο), συγκρούω. Μι τσσιουκουτἔστου: χτυπιέμαι, πασχίζω, προσπαθώ συνήθως μάταια.
Τσσιούμε-α: Το πίσω και πάνω μέρος του κεφαλιού.
Τσσιουμιάλαε-α: Ανεξέλεγκτη κατάσταση, ο μεγάλος χαμός.
Τσσιουμίνγκου και τσσουμάνγκα: Η περίφημη γκλίτσα του βοσκού.
Τσσιουντισἔστου: Θαυμάζω, μένω έκθαμβος. Τσσιουντί-α: το θαύμα. Τσι τσσιουντί σι φἔτσι; τι θαύμα έγινε; Ή μάρι τσσιουντί σι φἔτσι: μεγάλο θαύμα έγινε.
Τσσιουπάρι-α: Γυναικείο κάλυμμα κεφαλιού σηκωμένο ψηλά που χαρακτήριζε τις «Αρβανιτοβλάχισες». Νου άρι χάρι καε νου άρι νκάπου τσσιουπάρι: δεν έχει χάρη γιατί δεν έχει στο κεφάλι τσουπάρι.
Τσσιουφλίκι-α: Μεγάλο κτήμα, ιδιοκτησία, τσιφλίκι.
Τσσιρἔκου-ου: Το ένα τέταρτο της ώρας. Λέγεται όταν θέλουμε να δηλώσουμε συντομία. Π.χ.: ούνου τσσιρἔκου ουσ φάκου: ένα τέταρτο θα κάνω.
Τσσιρννίδε-α: Το κεραμίδι. Κεραμίδε-α: αντικείμενο που σε βρίσκει στο κεφάλι. Όπως το ελληνικό, μου ήρθε κεραμίδα.
Τσσιτσιόϼου-ου: Το πόδι. Πληθ.: τσσιτσώϼε και τσσιτσσιώριλι.
Τσσιώρε-α: Κορδόνι για το δέσιμο της κάλτσας στη γάμπα και γενικά κορδόνι.
Τσσιώρικου-ου: Η περικνημίδα. Πληθ.: τσσιώριτσι και οι κεντημένες επωμίδες.
Τσσούκαε-α και τσουλουμμπἔτου-ου: Κορυφή λόφου ή βουνού.
Τσσυράπου-ου: Αρτοποιείο, ο φούρνος, τσουράπο.