Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Ν/ντρἔγκου: Διορθώνω, επιδιορθώνω, επισκευάζω, φτιάχνω χαλασμένο. Ν/ντριτζἔρι-α: επισκευή, επιδιόρθωση.
Ν/ντρἔου-ου: Ο μήνας Δεκέμβριος, του Αντριός, του Αγίου Ανδρέα (με το παλιό ημερολόγιο, γιατί τώρα του Αγίου Ανδρέα δεν είναι στο Δεκέμβριο).
Ν/τζιούρου: Κατηγορώ, συκοφαντώ, διασύρω. Ν/τζιουράρι-α: συκοφαντία. Ν/τζιουράτου-ου: κατηγορημένος, συκοφαντημένος. Πληθ.: ν/τζιουράτσι-ιε. Θηλ.: ν/τζιουράτε-α. Πληθ. ν/τζιουράτι-λι.
Ν/τράπε: Από το ντιάπε: για νερό, καθ’ οδόν για την πηγή για το νερό.
Ν/τρώνου: Μνημόσυνο στο χρόνο.
Ν/τρώρε και κιν/τρώρε: Γρήγορα, ταχέως, τάχιστα.
Ν/τσάσου: Υφαίνω στον αργαλειό. Ν/τσισάρι-α: ύφανση. Ν/τσισούτου-ου: υφασμένος. Πληθ.: ν/τσισούτσι-ιε. Θηλ.: ν/τσισούτε-α. Πληθ.: ν/τσισούτι-λι.
Ν/τσἔϼου: Κοσκινίζω και ψιχαλίζω. Ν/τσιράρι-α: κοσκίνισμα, ψιχάλισμα. Ν/τσιάϼε: κοσκινίζει και ψιχαλίζει. Ν/τσιϼάτου-ου: κοσκινισμένος. Πληθ.: ν/τσιϼάτσι-ιε. Θηλ.: ν/τσιϼάτε-α. Πληθ.: ν/τσιϼάτι-λι.
Ν: Πρόθεση, εν μέσω, καταμεσής. Εν τη π.χ. νκάλι: εν τη οδό, εν μέσω, καταμεσής της οδού.
Να: Δεικτικό: νατο όπως και στην Ελληνική.
Νάθημα: Ανάθεμα. Νάθηματσι: ανάθεμά σε.
Νάκα: Διστακτικό μόριο: μήπως. Π.χ.: νάκα τζέσι;: μήπως είπε;
Νάκαιϼε-α: Ατολμία, έλλειψη κουράγιου, οι αντιδράσεις χωρίς εγρήγορση, π.χ.: νου αβού νάκαιϼε: δεν είχε εγρήγορση, κόλλησε το μυαλό του, δεν αντέδρασε αμέσως.
Νάμε-α: Φήμη, δόξα, υπόληψη, όνομα.
Ναμούστρε-α: Υπόληψη, τιμή, αξιοπρέπεια, ακαταδεξία.
Ναμουστρικιάρου-ου: Αξιοπρεπής, ευυπόληπτος, δεν δίνει δικαιώματα και δεν δέχεται παρατηρήσεις. Πληθ.: ναμουστρικιάρι-ιε.
Νάνε-α: Άγριο λαχανικό σαν σπανάκι.
Νανντέϼα: Ανάποδα, άσκοπη λοξοδρόμηση. Ιστορικό: στο διάβα τους από και προς τα χειμαδιά οι Κολωνιάτες «αρβανιτόβλαχοι» περνούσαν από ένα πολύ δύσκολο πέρασμα αυχένα που αν τους έπιανε καιρός άσχημος πάθαιναν καταστροφή, γι’ αυτό έπρεπε να το περάσουν τάχιστα. Στο βάθος της χαράδρας βρίσκεται το χωριό Ντέϼα (σήμερα Αλβανία). Ώσπου να περάσουν τα κοπάδια τον αυχένα, οι γυναίκες κατέβαιναν στο χωριό να ψωνίσουν, αλλά ξεχνιούνταν και αργούσαν πολύ. Έμεινε και λέγεται μέχρι και σήμερα: νἔσι καέτε να ντέϼα: πήγε προς την Ντέρα, δηλαδή πήγε ανάποδα, άσκοπα, στο χαμό, στα χαμένα.
Ναν/ντόϊλια, ναν/τρἔϊλια: Ανά δύο, ανά τρεις και στα δύο, στα τρία, για δίπλωμα κ.ο.κ.
Νάου: Εννέα. Νάουτζέτσι: Ενενήντα (εννιά δεκάδες). Ναουσπιρτζάτσι: δέκα εννιά.
Ναουσπιρτζάτσι: Εννιά πάνω στο 10, δηλαδή 19.
Νάπιϼτι: Απέναντι. Ναπόι: πάλι. Νάρια: μύτη. Πληθ.: νέϼιε και νέριλι.
Νάστουρου-ου: Κουμπί, κόπιτσα. Νάβλου: ναύλο.
Νάφουρε-α: Το αντίδωρο της εκκλησίας, η αναφορά.
Ναφώρε: Έξω. Ντιναφώρε: από έξω, σε κίνηση: πιναφώρε: απ’ έξω.
Νγιόσου: Κάτω στη γη, σε στάση. Ντινγιόσου: από κάτω, σε κίνηση πι νγιόσου: από κάτωθεν.
Νγισάτζου: Ονειρεύομαι. Νγίσου-ου: όνειρο. Νγισάρια: ονείρεμα. Νγισάτου-ου: ονειρεμένος. Πληθ.: νγισάτσι-ιε. Θηλ.: νγισάτε-α. Πληθ.: νγισάτι-λι.
Νγκαιλτζάρι-α: Το ζέσταμα.
Νγκαιλτζάτου-ου: Ζεσταμένος. Πληθ.: γνκαιλτζάτσι-ιε. Θηλ.: νγκαιλτζάτε-α. πληθ.: γνκαιλτζάτι-λι. Δες και κουλντουρἔτζου.
Νγκαιλτζέστου: Θερμαίνω στη φωτιά ή με μηχανικές ή ηλεκτρικές συσκευές, όχι με ατμοσφαιρική. Π.χ.: κουζίνα φούρνου κ.λπ.. Νγκαιλτζέστου γκιἔλα: θερμαίνω, ζεσταίνω το φαγητό.
Νγκαιρντἔστου: Φράζω, περιφράζω. Νγκαιρντἔρι-α: φράξιμο. Νγκάρντου-ου: φράχτης. Νγκαιρντίνε-α: κήπος περιφραγμένος. Νγκαιρντίτου-ου: περιφραγμένος. Πληθ.: νγκαιρντίτσι-ιε. Θηλ.: νγκαιρντίτε-α. Πληθ.: νγκαιρντίτι-λι.
Νγκιἔτσου: Παγώνω και πάγος και παγετός. Νγκιτσάτου-ου: παγωμένος. Πληθ.: νγκιτσάτσι-ιε. Θηλ.: νγκιτσάτε-α. Πληθ.: νγκιτσάτι-λι.
Νγκισἔστου: Ζυγίζω. Νγκισἔρια: το ζύγισμα. Νγκισίτου-ου: ζυγισμένος. Πληθ.: νγκισίτσι-ιε. Θηλ.: νγκισίτε-α. Πληθ.: νγκισίτι-λι.
Νγκρἔκου: Βαραίνω, υποχρεώνω, επιβαρύνω. Νγκρικάρι-α: επιβάρυνση. Νγκρικάτου-ου: βεβαρημένος, επιβαρυμένος. Πληθ.: νγκρικάτσι-ιε. Θηλ.: νγκρικάτε-α. Πληθ.: νγκρικάτι-λι.
Νγκρόπου: Θάβω. Νγκρουπάρι-α: ταφή. Νγκρώπε-α: τάφος. Νγκρουπάτου-ου: θαμμένος. Πληθ.: νγκρουπάτσι-ιε. Θηλ.: γνκρουπάτε-α. Πληθ.: νγκρουπάτι-λι.
Νε: Αριθμητικό αντί για ούνε, ένα, μία. Π.χ.: ούνε τζούε: μια μέρα, αφαιρείται το: ου, για συντομία λόγου και γίνεται: νε τζούε: μία μέρα.
Νἔγκουρε-α: Η ομίχλη. Νἔφτου: νέφτι. Νἔβρε: νεύρα.
Νἔκου: Πνίγω σε νερό. Νικάρι-α: πνίξιμο. Νικάτου-ου: πνιγμένος. Πληθ.: νικάτσι-ιε. Θηλ.: νικάτε-α. Πληθ.: νικάτι-λι.
Νἔλου-ου: Δαχτυλίδι. Πληθ.: νἔλι-λι.
Νἔνγκου: Πηγαίνω, πορεύομαι, οδεύω. Νιντζἔρι-α: πηγαιμός.
Νέσου: Αυτόν. Π.χ.: νἔσσου κου νέσου: πήγα με αυτόν. Θηλ.: νέσε.
Νι και νίκαε και νίτσι: Ούτε. Π.χ.: νι μίνι τι τίνι: ούτε εγώ, ούτε εσύ.
Νι: Α, στερητικό. Π.χ.: φάπτου, νιφάπτου: γινομένο, αγίνωτο.
Νιάου: Το χιόνι. Ννιάτε: νεότης.
Νιβιστούγιε-α: Το ζωάκι η νυφίτσα, λέγεται και μβιάστα: νύφη.
Νικουκίρου-ου: Νοικοκύρης. Πληθ.: νικουκίρι-ιε. Θηλ.: νικουκίρε-α. Πληθ.: νικουκίρι-λι.
Νιμάγιου-ου: Το σφαχτό και το ζώο προς σφαγή.
Νιμάλου: Όχι άλλο, φτάνει, αρκετά, έλεος.
Νίν/τι: Μπροστά. Ντινίν/τι: από μπροστά.
Νίνγκα: Ακόμα, ακόμη.
Νίνγκαε: Δίπλα, πλησίον, στο πλάι μου, κοντά. Νίνγκαε μίνι: κοντά μου, δίπλα μου.
Νινουμιράτου: Αμέτρητος, αναρίθμητος.
Νιπέϼτικαε-α: Το φίδι. Πληθ.: νιπέϼτιτσι-λι.
Νιπόι: Πίσω. Ντι νιπόι: από πίσω σε στάση. Πι νιπόι: από πίσω σε κίνηση.
Νιπότου-ου: Ανιψιός. Πληθ.: νιπότσι-ιε. Θηλ.: νιπώτε-α. Πληθ.: νιπώτι-λι.
Νίρε-α: Η κακιά μοίρα, ο κακός δαίμονας, το αντίθετο της καλής μοίρας.
Νιϼἔστου: Θυμώνω, χολώνω, στέλνω στην κακιά μοίρα, μουτρώνω. Νιϼἔρι-α: μούτρωμα.
Νιρουχίτου και νιρουχίτα: Ο νεροχύτης.
Νισάφι: Επιείκεια, συμπάθεια, έλεος.
Νισκαέν/τι όρι: Μερικές φορές.
Νισκαέν/τσι: Μερικοί, κάμποσοι. Νισκαέν/τι: μερικές, κάμποσες.
Νίτσε: Μαλλί από αρνιά για πολύ μαλακά ρούχα.
Νιτσιούνου: Ούτε ένας. Θηλ.: νίτσιούνε, λέγεται και νίκαε ούνου νίκαε ούνε.
Νκαινἔστου: Στενάζω, αναστενάζω, αγκομαχώ.
Νκαλάϼου: Καβάλα στο άλογο. Νκαιλικάτου: καβαλημένος (μεταφορικά).
Νκάπου: Ρήμα. Χωράω. Νκαιπάρι-α: χώρεμα. Νκαιπούτου-ου: χωρεμένος, έχει χωρέσει. Πληθ.: νκαιπούτσι-ιε. Θηλ.: νκαιπούτε-α. Πληθ.: νκαιπούτι-λι.
Νκάπου-ου: Ουσιαστικό. Στο κεφάλι, εν τη κεφαλή.
Νκάτσσιου: Συμβουλεύω, ορμηνεύω. Νκαιτσσιάρι-α: συμβούλεμα. Νκαιτσσιάτου-ου: συμβουλευμένος. Πληθ.: νκαιτσσιάτσι-ιε. Θηλ.: νκαιτσσιάτε-α. Πληθ.: νκαιτσσιάτι-λι.
Νκισἔστου: Κινώ, ξεκινώ. Νκισἔρι-α: ξεκίνημα. Νκισίτου-ου: κινημένος. Πληθ.: νκισίτσι-ιε. Θηλ.: νκισίτε-α. Πληθ.: νκισίτι-λι.
Νκλό: Πέρα. Κάμα νκλό: παραπέρα.
Νκουλιά: Σιμά, κοντά, εδώ. Π.χ.: αϊ νκουλιά: έλα εδώ κοντά. Κάμα νκουλιά: πιο εδώ, πιο κοντά.
Ννι: Μου, αντωνυμία. Π.χ.: ννι ντἔντι: μου έδωσε. Ννι φἔτσι: μου έκανε.
Ννιάϼκου-ου: Πατριός. Ννιάϼκαε-α: μητριά.
Ννιαϼουσσιένι-α: Ντρέπομαι, νιώθω ντροπή. Δες και αϼουσσιένι.
Ννιάτζε βιάρε: Κατακαλόκαιρο.
Ννιάτζε γιάϼε: Καταχείμωνο.
Ννιάτζε νώπτι: Μεσάνυχτα.
Ννιάτζε πϼέντζου: Καταμεσήμερο.
Ννιάτζε πρινβιάρε: Στη μέση της άνοιξης.
Ννιάτζε τώμνε: Στη μέση του Φθινοπώρου.
Ννιάτζε: Εν μέσω, καταμεσής, χρονικό.
Ννιάτσε-α: Τυφοειδής πυρετός.
Ννιἔλου-ου: Αρνί μικρό. Θηλ.: ννιάου. Πληθ.: ννιἔγι-ιε. Θηλ.: ννιἔλι-λι.
Ννιἔρι-α: Το μέλι.
Ννιἔϼκουρι-α: Η μέρα της εβδομάδας Τετάρτη.
Ννιἔστι: Μου είναι. Π.χ.: ννιἔστι κουσουρίνου: μου είναι συγγενής.
Ννιἔτζου-ου: Η ψίχα, το μαλακό του ψωμιού.
Ννιίγιε-α: Χιλιάδα. Ούνε ννίγιε: μία χιλιάδα και συνεχίζει ντάου ννίγιε: δύο χιλιάδες. Τρἔι ννίγιε: τρεις χιλιάδες κ.ο.κ..
Ννιιλουἔστου: Προκαλώ λύπηση οίκτο σε μένα και σε άλλον. Ννίλαε-α: νίλα.
Ννιιλουίτου-ου: Για λύπηση. Θηλ.: ννιλουίτε-α.
Ννίκου-ου: Μικρός. Πληθ.: ννίτσι-ιε. Θηλ.: ννίκαε-α. Πληθ.: ννίτσι-λι.
Ννιού: Μου. Π.χ.:τάτι ννιου: ο πατέρας μου.
Ννιϼέου & ννι ϼέου: Μου έρχεται κρίμα, λύπηση.
Ννίρου: Απασχολώ. Μι ννίρου: απασχολούμαι στα χαμένα, έτσι για να περνάει η ώρα.
Νντἔσμε: Εμπλοκή σε δυσχέρεια: δέσιμο, σε δύσκολη κατάσταση, σε άσχημο μπλέξιμο.
Νντἔσου: Χώνω με βία, σπρώχνω, συμπιέζω. Λέγεται για σάκο που συμπιέζουμε για να χωρέσει περισσότερο και για το τρώω υπερβολικά. Πιέζω, συμπιέζω το στομάχι.
Νντισἔρι-α: Μπλέξιμο. Νντισίτου-ου: Μπλεγμένος και μεταφορικά. Μπλεγμένος, δεμένος, εναντιωμένος με τον εαυτό του. Πληθ.: νντισίτσι-ιε. Θηλ.: νντισίτε-α. Πληθ.: νντισίτι-λι.
Νντισἔστου: Μπλέκω σε άσχημη κατάσταση, δένομαι, πιέζομαι, βρίσκω τον μπελά μου.
Νντόπουϼου: Ακουμπώ, στηρίζω. Νντουπουϼάρι-α: η στήριξη. Νντουπουϼάτου-ου: στηριγμένος. Πληθ.: νντουπουϼάτσι-ιε. Θηλ.: νντουπουϼάτε-α. Πληθ.: νντουπουϼάτι-λι.
Νντούπλικου: Λυγίζω, διπλώνω. Νντουπλικάρι-α: λύγισμα, δίπλωμα. Νντουπλικάτου-ου: λυγισμένος, διπλωμένος. Πληθ.: νντουπλικάτσι-ιε. Θηλ.: νντουπλικάτε-α. Πληθ.: νντουπλικάτι-λι.
Νντράου: Σακοράφα, χοντρή βελόνα.
Νντρεπτάτια: Η αλήθεια, η ευθύτητα, η δικαιοσύνη, η τιμιότητα.
Νόι: Εμείς. Νόϊμε: νεύμα, νόημα.
Νόμου-ου: Νόμος, δίκαιο, δικαιοσύνη.
Νόντου-ου: Κόμπος και άρθρωση χεριών ποδιών.
Νόου-ου: Νέο, νέος. Πληθ.: Νόϊ-ε. Θηλ.: νάου-ου. Πληθ.: νάλι-λι.
Νόρου-ου: Νέφος, σύννεφο. Πληθ.: νόρι-ιε, νουράτε-α: συννεφιά.
Νόρου-ου: Σύννεφο. Νουράτε-α: συννεφιά. Νουράτζε: συννεφιάζει.
Νόστιμου-ου: Νόστιμος. Θηλ.: νόστιμε-α.
Νότου-ου: Νότος. Νουτί-α: νοτιάς, νότιος, υγρός και ζεστός καιρός.
Νου πότου: Δεν μπορώ, είμαι άρρωστος, αδιάθετος. Νιπουτέρι-α: Αδιαθεσία. Νι πουτούτου-ου: ανήμπορος, αδιάθετος. Πλη.: νι πουτούτσι-ιε. Θηλ.: νι πουτούτε-α. Πληθ.: νι πουτούτι-λι.
Νου: Αρνητικό μόριο, όχι, δεν.
Νούκου-ου: Η καρυδιά. Πληθ.: νούτσι-ιε. Νούκαε-α: καρύδι. Πληθ.: νούτσι-λι.
Νούμε-α: Όνομα. Πληθ.: νούμι-λι.
Νούμιρου: Ο ώμος. Πληθ.: νούμιρι-ιε.
Νούμουρου: Ρήμα. Αριθμώ, μετρώ. Νούμουρου-ου: Ουσιαστικό. Αριθμός, νούμερο.
Νούμτε-α: Ο γάμος γενικά. Δηλαδή το γλέντι με τα όργανα και η στέψη. Πληθ.: νούμτσι-λι.
Νούν/του: Μέσα, εντός, έσωθεν.
Νούν/του: Μέσα, Ναφώρε: έξω.
Νούνου-ου: Κουμπάρος, νουνός. Πληθ.: νούννι-ιε. Θηλ.: νούνε-α. Πληθ.: νούνι-λι.
Νουτισἔστου: Υγραίνω, νοτίζω.
Νσάρου: Αλατίζω.
Νσιπάρου: Φαίνομαι, μοιάζω. Νσιπάρι: μου φαίνεται, μου μοιάζει. Νσπουρού: μου φάνηκε, δες και ασπάρου.
Ν/σιρίνου: Ξαστερώνω. Νσιρινάτου-ου: αίθριος, καθαρός, ξάστερος ουρανός.
Νσόρου και σόρου και ινσόϼου: Παντρεύω για άνδρες. Μι νσόρου: παντρεύομαι.
Νσουράτου-ου: παντρεμένος. Πληθ.: νσουράτσι-ιε.
Ν/σούσου: Προς τα πάνω, άνωθεν, εις ύψος. Καταγράψουμε χαριτολόγημα που υπάρχει στους «Βλάχους»: Ο Χριστός ήταν «βλάχος»; Μέχρι την ανάληψη οι μαθητές του τον αποκαλούσαν κύριε δάσκαλε γιατί δεν γνώριζαν υποτίθεται το όνομά του. Την στιγμή που ανέβαινε προς τον ουρανό του φώναζαν, που πας κύριε που μας αφήνεις, πες μας τουλάχιστον το όνομά σου. Που πας; Ο Κύριος απάντησε ι.ι.ι. νσούσου: η.η.η. προς τα πάνω. Έτσι οι μαθητές του εξέλαβαν πώς το όνομά του είναι ι.ι.σούς: Ιησούς.
Ντάβανου-ου: Ο ντάβανος.
Νταΐου: Δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, νταής.
Νταλαβέρι-α: Συναλλαγή, δοσοληψία, νταραβέρι.
Νταλάκαε-α: Ασθένεια, διόγκωση της σπλήνας, κύρια για ζώα, νταλάκι.
Νταμπλάϊε-α: Αποπληξία, εγκεφαλικό, νταμπλάς.
Ντάνγκου-ου: Το σύμπαν και ο σεισμός. Π.χ.: σι μπιτού ντάνγκου: κουνήθηκε το σύμπαν.
Ντάντε-α: Η γιαγιά από τον πατέρα.
Ντάντο: Η μεγαλύτερη συννυφάδα, η πρεσβυτέρα.
Ντάου μπώτσι: Μοιρολογώ, δίνω φωνή.
Ντάου: Δίνω, παραδίδω.
Ντάου: Ο αριθμός δύο. Ντάουσπιρτζάτσι: δώδεκα (δύο πάνω στη δεκάδα).
Νταπόϊα: Μετά, ύστερα.
Ντάτε-α: Η ανατολή, το δόσιμο του ήλιου.
Νταφίνε-α: Η δάφνη το φυτό και το φύλλο.
Ντελικάτου-ου: Λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος. Θηλ.: ντελικάτε-α.
Ντἔπυνου: Περιτυλίγω νήμα, κάνω μασούρι. Ντιπινάρι-α: περιτύλιγμα, μασούρισμα. Ντιπινάτου-ου: περιτυλιγμένος. Πληθ.: ντιπινάτσι-ιε. Θηλ.: ντιπινάτε-α. Πληθ.: ντιπινάτι-λι.
Ντιαφίγκαιρα: Από γύρω-γύρω.
Ντι γκούσσιε: Από το λαιμό, το σβέρκο. π.χ.: ου μπιγκαέ ντι γκούσσιε: το έβαλε, το κρέμασε από το λαιμό, το σβέρκο.
Ντι να νντράπτα: Από τα δεξιά, δεξιώθεν.
Ντι να στένγκα: Από τα αριστερά, αριστερώθεν.
Ντι όκιου: Από μάτι, το μάτιασμα.
Ντι: Πρόθεση. Από π.χ.: ντινα στένγκα: από τα αριστερά.
Ντιαλάγκεα: Ταχύτατα, λέγεται κου ντιαλάγκαε: με γρηγοράδα, με ταχύτητα, με βιασύνη, με τρέξιμο.
Ντιάνντα: Εφ’ ότου, από όταν.
Ντιαντούνου: Μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως.
Ντιάπιρου: Ξεμαδάω, μαδάω την κότα, βάζοντάς την στο καυτό νερό.
Ντιαστούμσινα: Από τότε, έκτοτε.
Ντιβέϊ: Παρατήρηση, επίπληξη, καταγγελία, νταβάς.
Ντιμ/πλάτι: Σεφάρδος, σε πλάτος, πλαγίως, από το πλάτος, από το φάρδος.
Ντιμάρι-α: Καταγωγή, σόι, νταμάρι.
Ντιμἔκου: Δηλαδή σε ερώτηση, π.χ.: ντιμἔκου τσι τζέσι: δηλαδή τι είπε; Ντιμἔκου βίνι; δηλαδή ήρθε;
Ντιμένντου: Στέλνω μήνυμα, παραγγέλνω, διατάζω. Ντιμινντάρι-α: αποστολή μηνύματος, παραγγελία, διαταγή. Ντιμινντάτου-ου: αυτός που δέχεται μήνυμα. Πληθ.: ντιμινντάτσι-ιε. Θηλ.: ντιμινντάτε-. Πληθ.: ντιμινττάτι-λι.
Ντιμιάτσε-α: Το πρωί, η αυγή. Ντιντιμιάτσε: από το πρωί.
Ντίν/τι-λι: Το δόντι. Πληθ.: ντίνσι-ιε.
Ντινάπιϼτι: Από απέναντι.
Ντινγιόσου: Κάτω στη γη. Ντι ντζιάνε: από πάνω. Ντι σούσου: από ψηλά.
Ντιννικάρι-α: Τεμάχισμα. Ντιννικάτου-ου: κομματιασμένος, τεμαχισμένος. Πληθ.: ντιννικάτσι-ιε. Θηλ.: ντιννιικάτε-α. Πληθ.: ντιννικάτι-λι.
Ντιννίκου: Τεμαχίζω, κάνω μικρά κομματάκια, συνήθως για ψωμί, τρίψα.
Ντινντινάϊ: Ρεζίλεμα, θορυβώδης διάδοση ασχήμιας, βούκινο.
Ντιντίνντι: Πέρα, μακριά.
Ντιού: Από πού, σε στάση: Ντιού έστι: από πού είναι, σε κίνηση: Πιού βίνι: από πού ήρθε;
Ντιουνώρε: Μεμιάς.
Ντιπάϼτι: Πολύ μακριά.
Ντιπιϼτἔτζου: Απομακρύνω, απομακρύνομαι. Ντιπιϼτάρι-α: η απομάκρυνση. Ντιπιϼτάτου-ου: απομακρυσμένος. Πληθ.: ντιπιϼτάτσι-ιε. Θηλ.: ντιπιϼτάτε-α. Πληθ.: ντιπιϼτάτι-λι, λέγεται και μι σντιπιϼτἔτζου. Ντιπάϼτι: μακριά.
Ντίπου: Καθόλου, τίποτα, μηδέν.
Ντιπουνάτου: Κατεβασμένος. Πληθ.: ντιπουνάτσι-ιε. Θηλ.: ντιπουνάτε-α. Πληθ.: ντιπουνάτι-λι.
Ντιπούνου: Κατεβαίνω, κατεβάζω, κατέρχομαι. Ντιπουνάρι-α: το κατέβασμα.
Ντιρβἔνι-α: Μεγάλος δρόμος, λεωφόρος, δερβένι.
Ντιρίνου: Διαφωνώ, έχω αντίρρηση και μεταφορικά καταταλαιπωρημένος, κατεστραμμένος. Ντιρινάρι-α: διαφωνία, αντίρρηση. Ντιρινάτου-ου: ο διαφωνών. Πληθ.: ντιρινάτσι-ιε. Θηλ.: Ντιρινάτε-α. Πληθ.: ντιρινάτι-λι.
Ντισίκου: Σχίζω. Ντισικάρι-α: σχίσιμο. Ντισικάτου-ου: σχισμένος. Πληθ.: ντισικάτσι-ιε. Θηλ.: ντισικάτε-α. Πληθ.: ντισικάτι-λι.
Ντίσου-ου: Αριθμητικά, μισό. Θηλ.: ντίσε-α και μεταφορικά μισό, μισή νοητικά.
Ντισούπρε: Επάνω ψηλά και απάνω του καταπάνω του για επίθεση.
Ντισσιέϼτου: Αδειάζω, απλώνω κάτω, χύνω όχι υγρά αλλά στερεά που χύνονται, π.χ.: άμμο, χαλίκι, σιτάρι, κ.λπ.. Δες και σσιέϼτου.
Ντισσιϼτάρι-α: Άδειασμα κόκκων. Ντισσιϼτάτου: αδειασμένος. Θηλ.: ντισσιϼτάτε-α.
Ντισσκιλάτου: Με ανοιχτά τα σκέλη, τα πόδια. Θηλ.: ντισσκιλάτε-α.
Ντόγιε, τρἔγιε: Οι δυο, οι τρεις. Σσιαμινντόγιε, σσιαμιντρἔγιε: και οι δύο και οι τρεις κ.ο.κ.
Ντόι: Δύο άτομα, δύο μέλη, δύο αρσενικά πράγματα. Θηλ.: ντάου, δύο θηλυκά άτομα, μέλη, πράγματα.
Ντόμνου-ου: Κύριος, αφεντικό, Δίας. Πληθ.: ντόμννι-ιε. Θηλ.: ντώμνε-α, Διώνη. Πληθ.: ντώμνι-λι.
Ντόρμου: Κοιμάμαι. Ντουρννιἔρι-α: η κοίμηση, η διάρκεια του ύπνου. Ντουρννίτου-ου: Κοιμισμένος και μεταφορικά, ο κοιμισμένος άνθρωπος. Πληθ.: ντουρννίτσι-ιε. Θηλ.: ντουρννίτε-α. Πληθ.: ντουρννίτι-λι.
Ντόρου: Πονάω, λυπάμαι. Ντουρέρι-α: το πόνεμα, η λύπηση. Ντόρου-ου: πόνος. Ντουρούτου-ου: Πονεμένος και πονόψυχος. Πληθ.: ντουρούτσι-ιε. Θηλ.: ντουρούτε-α. Πληθ.: ντουρούτι-λι.
Ντότου: Καθόλου, δεν δύναμαι, λέγεται νου πότου ντότου: δεν μπορώ καθόλου. Νου φάκου ντότου: δεν δύναμαι να το κάνω, δεν τα καταφέρνω κ.λπ.. Αυτή η έκφραση ντότου που χρησιμοποιούν οι «αρβανιτόβλαχοι» μόνο, ήταν και είναι η αιτία που όλοι οι άλλοι «βλάχοι» τους λένε και ντότιδες.
Ντουάνι-α: Ο καπνός το φυτό και ο καπνός για κάπνισμα.
Ντουζίνε-α: Η δωδεκάδα, ντουζίνα.
Ντουκἔνι-α: Το πάσης φύσεως μαγαζί, κατάστημα όπου γίνεται δοσοληψία. Μοναδική χρήση στους «αρβανιτόβλαχους». Το ντουκάνι ιστορικά ήταν το μέρος της ντούκας (ρωμαϊκό φυλάκιο) που γίνονταν ανταλλαγή προϊόντων. Έδιναν οι «βλάχοι» προϊόντα που παρήγαγαν κυρίως κτηνοτροφικά και έπαιρναν απ’ τους Ρωμαίους στρατιώτες προϊόντα του τότε εμπορίου.
Ντούκου: Πηγαίνω, μεταφέρω, μόνο για δεύτερο και τρίτο πρόσωπο και αντικείμενα. Στο πρώτο πρόσωπο λέγεται νἔνγκου: πάω, πηγαίνω σε αντίθεση με πολλούς μη «αρβανιτόβλαχους» που λένε ντούκου και για πρώτο πρόσωπο, λένε π.χ.: μι ντούκου: με πάω, με πηγαίνω. Σαν κάπως δεν στέκει.
Ντουλγκἔρου-ου: Ο χτίστης, ο κατασκευαστής πέτρινων κατασκευών.
Ντουλμέ και ντουλμίτσιου: Είδος ρούχου ζακέτας που έφτανε μέχρι τη μέση.
Ντουλμπἔρου-ου: Ο κουρέας.
Ντουλμπί-α: Τηλεσκόπιο, κυάλια.
Νντουλτσἔστου: Γλυκαίνω. Ντουλτσἔρι-α: γλύκανση. Ντούλτσου-ου: γλυκός. Πληθ.: ντούλτσι-ιε. Θηλ.: ντούλτσι-α. Πληθ.: ντούλτσι-λι. Ντουλτσίτου-ου: γλυκαμένος. Πληθ.: ντουλτσίτσι-ιε. Θηλ.: ντουλτσίτε-α. Πληθ.: ντουλτσίτι-λι.
Ντουμένικαε-α: Η ημέρα Κυριακή.
Ντουμιτζέλου-ου: Ο ουρανός και ο θεός. Ντουμιτζάλε: Θεέ μου. Ντι ντουμιτζέ: από τον θεό. Χαριτολόγημα που θέλει να καταδείξει ότι «βλάχοι» υπήρχαν από πολύ παλιά στα περάτα της γης. Με μια παρέα χρυσοθήρες στα ποτάμια του Τέξας ή του Κολοράντο βρέθηκε και ένας «βλάχος» όπου την παρέα συνέλαβε μια φυλή «ανθρωποφάγων» ινδιάνων. Άρχισαν να τους βάζουν έναν-έναν στο καζάνι για βράσιμο. Μόλις έφτασε η σειρά του ο «βλάχος» ανέκραξε: εεε ντουμιτζάλε σκάπιμι: ω θεέ μου, γλίτωσέ με. Ο αρχηγός γύρισε ξαφνιασμένος και είπε: Ολαέ ϼεμένου ἔσστι: ορέ «βλάχος» είσαι!
Ντουνιάου: Ο κόσμος, η ανθρωπότητα, το σύμπαν, ο ντουνιάς.
Ντούπου: Πίσω από π.χ.: ντούπου κάσε: πίσω από το σπίτι.
Ντουσἔστου: Λέγεται και ουντουσἔστου: ταιριάζω, συνταιριάζω, τα φτιάχνω όμοια. Ντουσἔρι-α: ταίριασμα. Ντουσίτου-ου: ταιριασμένος. Πληθ.: ντουσίτσι-ιε. Θηλ.: ντουσίτε-α. Πληθ.: ντουσίτι-λι.
Ντουσσμάνου-ου: Ανεπιθύμητος, κακός, εχθρός, ντουσμάνης.
Ντουσστιάλαε-α: Η νεροτριβή. Έτσι λέγεται και η μεγάλη ανακατωσούρα. Π.χ.: σι φἔτσι ντουσστιάλαε: έγινε πολύ μεγάλη ανακατωσούρα.
Ντούχου-ου: Πνοή, φύσημα, χνώτο. Γι αμ/πουτσά ντούχου: του βρώμαγαν τα χνώτα.
Ντραγάτου-ου: Αγροφύλαξ, δραγάτης, δες και παντάϼου.
Ντραγουμάνου-ου: Διερμηνέας, δραγουμάνος.
Ντράκου-ου: Ο δράκος, το στοιχειό, λέγεται και ο διάβολος.
Ν/τρἔγκου-ου: Ολόκληρος, ακέραιος, άθικτος. Πληθ.: ν/τρἔτζι-ιε. Θηλ.: ν/τράγκαε-α. Πληθ.: ν/τρέτζι-λι.
Νντρἔπτου: Ίσια, ευθεία, κατευθείαν, ευθύς, δίκαιος, τίμιος αλλά και ο φτιαγμένος, τακτοποιημένος, ισιωμένος. Πληθ.: νντρἔπτσι-ιε. Θηλ.: νντράπτε-α. Πληθ.: νντράπτι-λι.
Ντσάπου: Κεντώ, τσιμπώντας το ύφασμα, πρόχειρο ράψιμο. Π.χ.: ντσάπου χιάμε: τσίμπα το λιγάκι.
Νχιάμε και νιχιάμε: Πολύ λίγο, δες και πουτσένου.
Νχίμα και χίμα και ντιχίμα: Κατήφορος, κατηφοριά, κατηφορικά προς το χύμα των νερών.
Νώπτι-α: Νύχτα. Δες τουνἔρικου: βραδιάζω, νυχτώνω.
Νώτινου-ου: Αρνί ενός χρόνου. Πληθ.: νώτιννι-ιε. Θηλ.: νώτινε-α. Πληθ.: νώτιν-λι.