Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

Βαγκιλιου-ου: Ευαγγέλιο.

Βάϊ: Ίσως, μπορεί. Βάϊου και βάϊα: Κυριακή των Βαΐων.

Βάκαε-α: Αγελάδα. Πληθ.: βέτσι-λι.

Βάλι-α: Κοιλάδα με τρεχούμενο νερό. Μβάλι: στην κοιλάδα για πλύσιμο ρούχων.

Βαλί-ου: Διοικητής (τούρκικο).

Βάλσαμου-ου: Βάλσαμο. Βαλίτσε-α: βαλίτσα.

Βάλτου-ου: Βάλτος, έλος.

Βαρικό: Μέρος που αναβλύζουν νερά, έλος, τέλμα, βούρκος.

Βαϼκανίδε-α: Είδος άγριου λαχανικού.

Βασιγιέ-λου: Βασιλιάς. Βασιλώνιε-α: βασίλισσα. Βασιλία: βασίλειο. Βασιλόπουλου: Βασιλόπουλο. Βασιλοπούλαε: βασιλοπούλα.

Βάσου-ου: Σκεύος της κουζίνας μεταλλικό ή μπακιρένιο. Πληθ.: βάσι-λι.

Βάτουμου: Σκοτώνω, φονεύω. Βιτυμάτου-ου: σκοτωμένος. Πληθ.: βιτυμάτσι-ιε. Θηλ: βιτυμάτε-α. Πληθ.: βιτιμάτι-λι.

Βάτρε-α: Εστία για τη φωτιά. Σι αστίνγκαε βάτρα: να σου σβήσει η εστία, εννοώντας να σου σβήσει, να καταστραφεί το σπίτι σου.

Βάχτι-α: Κάποια στιγμή της ημέρας. Τσι βάχτι βίνι;: πότε περίπου ήρθε;

Βγκιου: Φρουρώ, φυλάω, αγρυπνώ, επιτηρώ. Βιγκιάτου-ου: Φυλαγμένος. Πληθ.: βιγκιάτσι-ιε. Θηλ.: βιγκιάτε-α. Πληθ.: βιγκιάτι-λι.

Βντου: Βλέπω. Βιτζούτου-ου: Φανερός και εμφανίσιμος. Πληθ.: βιτζούτσι-ιε. Θηλ.:βιτζούτε-α. Πληθ.: βιτζούτι-λι. Βιτζούτα: η εμφάνιση, το πρόσωπο.

Βντουρου-ου: Χήρος. Βντουρε-α: Χήρα. Βένντισου: Αξιοπρεπής, περήφανος, θηλ: Βένντισε.

Βρι: Σκουλαρίκια. Βϼε: τα σκουλαρίκια.

Βρντι-α: Πράσινο. Βρντι μούϼε: πράσινο σκούρο. Βιρτζέστου: Πρασινίζω.

Βρου-ου: Αληθινός, βέρος. Κουσουρίνου βρου: συγγενής βέρος, πρώτος εξάδελφος. Θηλ.: κουσουρίνε βιάρε.

Βϼσου: Χύνω. Βιϼσάτου-ου: χυμένος. Πληθ.: βιϼσάτσι-ιε. Θηλ.: βιϼσάτε-α. Πληθ.: βιϼσάτι-λι. Βιϼσάτε-α. λέγεται και το μέρος που τα νερά κυλάνε, δεν λιμνάζουν. Το ρήμα Βρσου: χύνω, χρησιμοποιείται κατά κανόνα για υγρά που αν χυθούν στο έδαφος δεν ξαναμαζεύονται. Δες και σσιέϼτου, ζντισσέϼτου.

Βρτζου: Λάχανο, κομπορλάχανο.

Βι! : Επιφώνημα στο άκουσμα μη ευχάριστου γεγονότος. Βι! Κοφτό = βρε! Βίιιι! μακρόσυρτο: οπωπωπω.

Βιάρε-α: Καλοκαίρι.

Βιάρτζε-α: Λαχανικό άγριο.

Βίγλαε-α: Στένωμα, πέρασμα όπου υπάρχει σκοπιά για επιτήρηση, παρατήρηση.

Βίδρε-α: Είδος νερόφιδου, η βίδρα.

Βίε-α: Κανάλι, μικρό ρυάκι, αυλάκι. Βίδε-α: βίδα, κοχλίας.

Βίζιτε-α: Επίσκεψη επί πληρωμή, βίζιτα.

Βικαέφι-α: Εκκλησιαστικό κτήμα, ιερό μέρος, βακούφικο.

Βικτζου: Παλιώνω. Βκιου-ου: Παλιό. Θηλ.: βκιε-α.

Βιλαέτι-α: Επαρχία τούρκικη.

Βιλντζε-α: Μάλλινο κλινοσκέπασμα, βελέντζα.

Βιλιντζούκαε-α: Μάλλινη γυναικεία κάπα.

Βίν/του & βίμτου: Αέρας, άνεμος.

Βίν/τουρτζου & ζβιν/τουρτζου: Αερίζω, ανεμίζω, στεγνώνω. Ζβιν/τουράτου-ου: αερισμένος. Πληθ.: ζβιν/τουράτσι-ιε. Θηλ.: ζβιν/τουράτε-α. Πληθ.: ζβιν/τουράτι-λι.

Βίνε-α: Αρτηρία, φλέβα, νεύρο. Αϼσιρά σέντζι ντι βίνε: πετάγονταν αίμα από τη φλέβα.

Βίνιρι-α: Παρασκευή. Βένους, Βένερις: Αφροδίτη. Η Παρασκευή στην αρχαιότητα είναι η ημέρα της εβδομάδας αφιερωμένη στην λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Ακόμα και σήμερα λέγεται μουσσιάτα βίνιρι: ωραία Αφροδίτη. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι «Βλάχοι» μνημονεύουν ακόμα τους αρχαίους θεούς.

Βινίτε-α: Ερχομός. Βινίτου: έχει έρθει. Βινίτε: έχει έρθει.

Βίνιτε-α: Το μπλε σκούρο χρώμα προς μαύρο. Άλμπε ντι βίνιτε: γαλάζιο.

Βίνντικου: Θεραπεύω. Βινντικάτου-ου: θεραπευμένος. Πληθ.: βινντικάτσι-ιε. Θηλ.: βινντικάτε-α. Πληθ.: βινντικάτι-λι.

Βίνντου: Πουλάω. Βινντούτου-ου: πουλημένος. Πληθ.: βινντούτσι-ιε. Θηλ.: βινντούτε-α. Πληθ.: βινντούτι-λι.

Βιρβιρίτσε-α: Ο σκίουρος, δες και καἔντουρου.

Βιρβιρούσσιε-α: Σβόλιασμα, κουρκούτι σβολιασμένο.

Βίργινε-α: Παρθένα εξ ου και βιργινάδα.

Βιρισἔου-ου: Πίστωση, βερεσές.

Βιρό-λου: Ρουφήχτρα, δίνη ποταμού.

Βιϼώρε: Ποτέ. Ιτσι βιϼώρε: καμιά φορά, ουδέποτε.

Βίσσινου-ου: Βυσσινιά. Βίσσινε-α: βύσσινο.

Βιτζούτε-α: Η όψη, η εμφάνιση.

Βιτούγιου-ου: Το κατσίκι από το σταμάτημα του γάλακτος μέχρι ενός έτους.

Βίτσε-α: Λεπτό ραβδί, βίτσα.

Βιψστου: Βάφω. Δες λουγιτζου.

Βλαψστου: Βλάπτω. Βλαψίτου: βλαμμένος.

Βλουγισστου: Ευλογώ. Βλουγισίτου-ου: Ευλογημένος. Βλουγισίτε-α: ευλογημένη.

Βόι: Εσείς.

Βόμου: Ξερνώ, κάνω εμετό. Βουμρι-α: το ξέρασμα.

Βούβαλου-ου: Βουβάλι. Βουργιἔλαε-α: βαρέλα.

Βούλαε-α: Βούλα, σφραγίδα.

Βούλπι-α: Αλεπού. Πληθ.: βούλπι-λι.

Βουλτούρου-ου: Αρπακτικό πτηνό, αετός.

Βουλτουσσσέστου: Βαλτώνω. Βουλτουσίτου-ου: Βαλτωμένος. Θηλ.: βουλτουσίτε-α.

Βουργιστου: Μαλώνω, επιπλήττω. Βουργρι-α: μάλωμα.

Βουργίτου-ου: Μαλωμένος. Πληθ.: βουργίτσι-ιε. Θηλ.: βουργίτε-α. Πληθ.: βουργίτι-λι.

Βουϼκουλάκου-ου: Βρυκόλακας, κακός άνθρωπος, απεχθής.

Βουϼτσισσστου: Βουρτσίζω.

Βουσστουτζέστου: Μαραίνω, μαραγκιάζω. Βουσστουτζέρι-α: μαράγκιασμα. Βουσστουτζέτου-ου: μαραμένος. Πληθ.: βουσστουτζέτσι-ιε. Θηλ.: βουσστουτζέτε-α. Πληθ.: βουσστουτζέτι-λι.

Βουτουλάϼου-ου: Ασκός μεγάλος από δέρμα για αποθήκευση γαλακτοκομικών.

Βουτσλαε-α: Ξύλινο δοχείο νερού που έπαιρναν μαζί τους οι Βοσκοί.

Βρου & βρόι: Θέλω, αγαπώ. Βρρι-α: αγάπη. Βρούτου-ου: αγαπημένος. Πληθ.: βρούτσι-ιε. Θηλ.: βρούτε-α: αγαπημένη, η αγάπη μου. Πληθ.: βρούτι-λι.

Βρόμε-α: Βρώμα. Μπώχαε-α: μπόχα.

Βυϼτόσου-ου: Δυνατός, γερός, βιρτουόζος. Πληθ.: βυϼτόσι-ιε. Θηλ.: βυϼτσιώσε-α. Πληθ.: βιϼτώσι-λι.