Πατρουτζέτσι τρέι σινέα τσ οφλέ λάια Μητζηντέα,
Του ’43 τη χρονιά, τη κακό βρήκε το μαύρο Μητζητιέ.
πλέντζι Μητζηντέι πλέντζι κε τι νικάρε του σέντζι.
Κλάψε Μητζητιέ κλάψε επειδή σε πνίξανε στο αίμα.
Σέμπιτα τη πρέντζου μάρη, τσι νι’ αφλέ ούνε λεχτάρι.
Σάββατο το καταμεσήμερο μας βρήκε μεγάλη λαχτάρα.
Ισιάτσι, βόι μπουρμπάτσι ναφόρε τα σ’ νου σ’ άρντε λάια χώρε.
Εβγάτε εσείς άντρες έξω, να μη καεί το μαύρο χωριό.
Λε σότσι νι ιντρέ φουνικόλου νχώρε χέρμπι πολιβόλου.
Βρε φίλοι μας βρήκε μεγάλο φονικό, στο χωριό βράζει το πολυβόλο.
Ουνου κετ ουνου γι αντουνάρε του ντάου κάση γι’ μπηγκάρε.
Έναν – έναν τους μάζεψαν σε δύο σπίτια τους έκλεισαν.
Λού μπηγκάρε φοκου λα ούσιε σι αρικίρε τούτσι ντιγκούσιε.
Τους βάλανε φωτιά στην πόρτα, αρπάχτηκαν όλοι αγκαλιά.
Πρέφτου λειτουργία ν’ τζιέπι μιράτσιε βάιλού βινιά σέτι.
Ο παπάς την λειτουργιά στην τσέπη, οι καημένοι θα διψούσαν.
Άϊντιτσι σότσι τα σνι μπισιέμου, σνι μπισιέμου σι σνι γιρτέμου,
Ελάτε φίλοι να φιληθούμε, να φιληθούμε και να σχωρεθούμε,
του αλάντε έτε ους νι’ αντουνέμου.
επειδή στην άλλη ζωή θ’ ανταμωθούμε.
Κάρα φουτζί μουατζίμου, κάι κινόστι Λάμπρη Σίμου.
Σαν έφυγε ο επιδρομέας ποιος γνωρίζει τον Λάμπρη Σίμο.
Ντι ζγκιλιά ουί ουί ντι Λία αλ Γιωργάκκι Μηντή.
Ουρλιάζουνε όλοι μαζί για τον Ηλία του Γιωργάκη Μεντή.
Κάγιε αστιάπτε σ’ κάρκε κάσιου, κάι κινόστι Γκάτση Μπάσιου.
Τα άλογα περιμένουν να φορτώσουν το τυρί, ποιος γνωρίζει τον Γιώργο Μπάσιο.
Σ’ άρση κάσα κιτζού σ’ μούρου, κάι κινόστι Μπέλου Κούρου.
Κάηκε το σπίτι έπεσε και ο τοίχος, ποιος γνωρίζει τον Μπέλο Κούρο.
Τσι λεεί ρίπα ατσά ρόσια, τη λάιλιου Νικολάκκι Γκιντόσια.
Μαύρισε η κόκκινη κατηφοριά, ποιος γνωρίζει τον Νικολάκη Γκιντόσια (Κόντη).
Κάι έστι σι ατσέλου φακίρου, κάντα ε Κήτα Ντεμίρου.
Ποιος να’ ναι και αυτός ο φουκαράς, σα να ‘ναι ο Χρήστος Ντεμίρης.
Χώρα οφλέ φινικόλου κε κιρού σι’ γραμματικόλου
Χωριό σε βρήκε μεγάλο κακό, έχασες και τον γραμματικό (Πήλιο Τζαβάρας)
Ντέντι γιάρμπε σ’ φρέντζε νάου, γίνη σάτια αλή χιράου
Φύτρωσε χορτάρι και φύλα καινούρια, έρχεται η ώρα της χαράς
πούγιε κέντικου αχουρχίρε, ριμένιε σι σκουλουήρε
Τα πουλιά τραγούδι αρχίσανε, οι ριμένοι ξεσηκωθήκανε.
Ντρέγκου κιρβένλι κιρβινάριε, ντρέγκου κουπίηλι πικουράριε
Ετοιμάζουν τα καραβάνια οι κυρατζήδες, ετοιμάζουν τα κοπάδια οι τσομπάνηδες.
Φέτιλι μπάγκου στράνιε νάλι, σ’ ίμνε μουσιάτι πιρκάλη
Τα κορίτσια φοράνε ρούχα καινούρια, να περπατάν όμορφες στο δρόμο
Κέντε κούκου σ’ πούγιε τούτσ’, ριμένιε νκισέστου ντί μούντσ’
Κελαηδά ο Κούκος κι όλα τα πουλιά, οι Ριμένοι ξεκινάν για τα βουνά.
φούγκου κουπίηλι του απρίτε, σ’ απούκε γιάρμπε πιστρίτε
Φεύγουν τα κοπάδια χαράματα για να προλάβουν χορτάρι απάτητο, καθαρό.
τίνιρι μουμένν’ μουσιάτι, σουρμουνίτσιλι κιρκάτι
Νεαρές μανάδες όμορφες με τις σαρμανίτσες ζαλωμένες
Τσινικάτζιε τράγκου ντινίντι, σ’ άφλε κουνάκια κούμου πρίντι
Οι τσελιγκάδες τραβάνε μπροστά για να βρούνε κονάκια σωστά.
σ’ ζντικάρκε του πέτζι μουσιάτι, σ’ πάσκε όηλι σ’ μούλγκε λάπτι.
Να ξεφορτώσουν σε πεδιάδες ωραίες να βόσκουν τα πρόβατα να αρμέξουν το γάλα.
Ντόρμου κουπήιλι αλάτρε κένιε, σ’ κουρτσουλάτσ’ κέντε ριμένιε
Κοιμούνται τα κοπάδια, γαβγίζουν τα σκυλιά και σταυροπόδι τραγουδάν οι ριμένοι.
Κάθε σιάρε τέντι νάλη, κάθι ντιμιάτσε πιρκάλι
Κάθε βράδυ τέντες νέες, κάθε ξημέρωμα συνέχιση της διαδρομής.
Κάθι τζούε μα ντιπάρτι, του άλτι πέτζ’ του τζένι άλτι.
Κάθε μέρα πιο μακριά, σε άλλες πεδιάδες σ’ άλλα βουνά.
Φέτιλι γκιούμιλι ντουρμένε νένγκου σ’ για άπε λά φουντένε
Τα κορίτσια με τα γκιούμια στα χέρια πηγαίνουν στην πηγή για νερό
σ’ λέμου γκιλέτσ’ σ’ λέμου στικιτόρε σ’ μουλτζέμου όηλι πληκιτόρε
να πλύνουν τις καρδάρες και τις τσαντίλες, να αρμέξουμε τα γαλάρια.
Σ’ ντά σ’ νε πλόη κού γκιλιάτα, σ’ κράσκε γιάρμπα κου μινάτα
Να ρίξει και μια βροχή με την καρδάρα, να μεγαλώνει το χόρτο με την πιθαμή.
Ντέντι γιάρμπε σ’ τρεντελίνε, μούντσ’ ανάλτσ’ γι’ αστιάπτε σ’ γίνε.
Το χορτάρι άρχισε να λουλουδιάζει, βουνά ψηλά τους περιμένουν να 'ρθουν.
Βάλια μουντσ’ ανάλτσ’ μουσιάτσ’, κα βόη μούντσ’ νού σ’ άφλε άλτσ’
Κοιλάδα και βουνά ψηλά, όμορφα, σαν και σας δεν υπάρχουν άλλα βουνά.
Μούντσ’ ανάλτσ’ μουσιάτσ’ σι νγκρέη, κιτιρόσ’ κου πιστιρέη.
Βουνά ψηλά, όμορφα και βαριά, πετρώδεις με πολύ βοσκή.
Βιάρα πλόη, γιάρα νιάου, γιάρμπα στα τουτούνε νάου.
Το καλοκαίρι βροχή, το χειμώνα χιόνι, το χόρτο στέκεται συνέχεια νέο.
Νού αβέτσ’ όη σ’ βί λιγκινάτσ’, νίκε κεν’ τα σ’ β’ αλετράτσ’.
Δεν έχετε πρόβατα να νανουριστείτε, ούτε σκυλιά να σας γαβγίσουν.
Γιάρμπα κρέστι σ’ πουτρουτζέστι, ούνε λάε κουπί νου πάστι
Το χορτάρι μεγαλώνει και σαπίζει, χωρίς να υπάρχει κοπάδι να βοσκήσει.
Σ’ τη ούνου τζιόνι γιου γι ησιέ νκάλη ούνε τεράφι ντι φουράμι.
Και για έναν λεβέντη που του βγήκε στο δρόμο μια συμμορία κλεφτών.
Τζιόνι νκαλάρου πι μουλάρι, λού λό ντόρου τι κιντάρι
Λεβέντης καβάλα στο μουλάρι, τον πήρε ο πόνος να τραγουδήσει.
κέντικου λό κού μιράκου μάρη, ντι αβτζέ μπότσι σι λεχτάρι.
Τραγούδι άρχισε με μεγάλο μεράκι, και άκουσε φωνή και φοβέρα.
Ντέτι λέ Τζιόνε ντουρμένε, μπάνε σ’ άη ούνε στιμένε
Παραδόσου λεβέντη στα χέρια μας, ζωή να ’χεις μια εβδομάδα.
Νού έστου φιάτε τα σμί ντάου, νι μβιάστε σμι παραντάου
Δεν είμαι κόρη να δοθώ ούτε νύφη να παραδοθώ,
κέ έστου σ’ μίνι τζιόνι κα βόη, πικουράρου κου κεπ’ σ’ κου όη.
είμαι κι εγώ λεβέντης σαν και εσάς, ποιμένας στα βουνά με γίδια και πρόβατα.
Τζιόνι ιρά, νού σ’ ασπιρέ, κού τεράφια (συμμορία) λί μπιγκέ.
Λεβέντης ήταν δεν φοβήθηκε, με την συμμορία μετρήθηκε.
Νού Τζιουνάτικου νου ασπιράρι, στριτζέτσ’ μένε ντί κιράρι.
Όχι παλικαριές, όχι φοβέρες, τραβηχτείτε απ’ το στενό.
Κού ινάτι φούρου ατσέλου μάρε, λού νγκρί, αμινάτσ’ του κάρε.
Θυμωμένος ο αρχιληστής φώναζε, ρίχτε στο ψαχνό.
Φούριε ντρόρε αμινάρε, ντί νκαλάρου λού σουρουπάρε.
Οι κλέφτες γρήγορα ρίξανε, από καβάλα τον γκρεμίσανε.
Φούριε τσι λού ανγκουντίρε, γι’ κάφτε νούμα τα σου σκίρε.
Οι κλέφτες που τον χτυπήσανε του ζήτησαν το όνομά του να το γράψουν.
Τόρα σούφλιτου γιού τσ’ έσι, τζένε κάη μούμε τι φέτσι.
Τώρα που βγαίνει η ψυχή σου, πες μας ποια μάνα σε γέννησε
Ντάντα τρέη φιτσιόρ’ αβιά, μά κού μίνι ούς χιρισιά,
Η μάνα μου τρία αγόρια είχε, αλλά με μένα θα χαίρονταν.
Μήτρου καπιτάνου πι τζένη σ’ Νικολάκι φουτζί του ξένη.
Ο Μήτρος βγήκε καπετάνιος στα βουνά και ο Νικολάκης πήγε στα ξένα.
Καπιτάνου αντουκί φράτισου κέ αγκουντί.
Ο Καπετάνιος αρχιληστής κατάλαβε ότι χτύπησε τον αδελφό του.
Καπιτάνου μπιγκέ ζνγκίκου, έστι φράτινιου ατσέλου νιίκου.
Ο Καπετάνιος έβγαλε κραυγή, είναι ο μικρός μου αδελφός!
Νγκρί άλ σότσλου, γνκρί άλ γιάτσλου, σ’ βάμου ιρτζιάη βιντικάτσλου.
Φώναξε τους φίλους, φώναξε τους γιατρούς, σας παρακαλώ γιατρέψτε τον.
Γιάτσιε γι’ μπιγκάρε κιντέρι, έστι ράνε ντι μουρέρη.
Οι γιατροί του έβαλαν μεγάλο κιντέρι, είπαν πως η πληγή είναι για τον θάνατο.
Ράνα νου άρη βιντικάρι κέ έστι λώτε του πουλτάρι
Η πληγή δεν έχει γιατρειά γιατί είναι παρμένη στα πλευρά
του πλεμούνε σ’ του χικάτι, κε έστι ράνε ντι φράτη.
στα πλεμόνια και στο συκώτι, γιατί είναι πληγή από αδελφό.
Μήτρο για νκιρβάνια ντρόρε, σ’ απουκέμου σ’ νιντζέμου του χώρε
Μήτρο πάρε γρήγορα το καραβάνι να προλάβουμε να πάμε στο χωριό
τά σ’ βέντου άτα νίγκα ουνόρε.
για να δω την μάνα μας άλλη μια φορά.
Τσί σ’ τζέκου νχώρε σ’ αλί άτι; κε βιρσάη, σέντζη, ντι φράτη;
Τι να πω στο χωριό και στη μάνα; Πως έχυσα αίμα αδελφικό;
Κε αμινάη πλιούμπου πι φράτη τα’ σ’ γιέου μουλέρε κιρκάτη;
Πως έριξα το βόλι στον αδελφό για να του πάρω τα φορτωμένα μουλάρια;
Γιάρτιμι Κωστάκι λέ φράτε, γιάρτιμι τά σνί γιρτέμου
Συγχώρα με Κωστάκη αδελφέ, να πάμε συγχωρεμένοι
του αλάντε έτε ούς ν’ αντουνέμου.
γιατί στην άλλη ζωή θα ξανανταμωθούμε.
Σκόσι κάμα ού χίπσι νκιέπτου, κιτζού κα μπιρμπέτσι αλέπτου.
Έβγαλε το μαχαίρι, το έμπηξε στο στήθος, έπεσε σαν κριάρι διαλεχτό.
Κρίμε μάρη πι ντόη φράτσ’, τις σούμου κάλη βιτιμάτσ’.
Κρίμα μεγάλο για δύο αδέλφια που βρίσκονται στο δρόμο σκοτωμένα.
Του νγκρόπε ντι’ αντούνου γι’ μπιγκάρε, σ’ ντόη όλγγιρ’ μουσιάτσ’ σιμνάρε.
Στον τάφο μαζί τους έβαλαν και δύο όμορφα δέντρα φύτεψαν.
Άντα ντα νιάου του μούντι, ντι αλγγέστου τζένιλι τούτη
Όταν ρίχνει χιόνι στα βουνά και ασπρίζουν οι τόποι
Όλγγιριε ατσέγ’ μουσιάτσιε, σ’ τόρε ντί σ’ μπάσιε κα φράτσιε.
τα δυο όμορφα δέντρα απ’ το βάρος του χιονιού λυγίζουν και φιλιούνται όπως τα αδέλφια.
Άηντιτσι σ’ αντουτσέμου αμίντι άνιε ατσέγι τιρκούτσιε
Ελάτε να θυμηθούμε τα περασμένα χρόνια
γιου κιντά κιντέζιε ριμένιε ατσέγι βρούτσιε.
όταν τραγουδούσαν οι τραγουδοποιοί, οι αγαπημένοι Βλάχοι.
Γιου φέτιλι μπιγκά φουστένλι κου ταμτέλι
Όταν τα κορίτσια φόραγαν φουστάνια με δαντέλες
σι’ άντα μπέρου αβιά κουράου ντι μιρτζέλι.
και στη μέση είχανε ζώνες από χάντρες.
Φέτιλι κα λούνα, φιτσόριε κα σόρι
Τα κορίτσια σαν φεγγάρι, τα αγόρια σαν τον ήλιο
άντα λι αντούκου αμίντι ίνιμα μι ντόρι.
όταν τα φέρνω στο μυαλό η καρδιά μου με πονάει.
Σι’ τα σ’ αβέμου ρουτσιένι κούμου πρίντι
Και για να ’χουμε ευχές όπως πρέπει
ντι ριμένιε ντι αμανίντι
απ’ τους Βλάχους τους παλιούς,
λίμπα ανόστε σ’νού αλεσέμου
την γλώσσα μας να μην την αφήσουμε,
πι, μα νίιτσιε σου μβιτσέμου.
στους μικρότερους να την μάθουμε.
Λίμπα ανόστε ε μουσιάτε
Η γλώσσα μας είναι όμορφη
του ντουνιάου ν’ όρι άλτε.
στον κόσμο δεν υπάρχει άλλη.
Λίμπα ανόστε ατσά βρούτα
Η γλώσσα μας η αγαπημένη
κου κιντάρα ατσά ντουρούτα
με το τραγούδι της το πονεμένο
σου σμπουρέμου τούτσι κου σιβντάη
να την μιλάμε όλοι με σεβντά
τα σ’ νου κιάρε ντι μπινάη.
για να μην χαθεί απ’ τον κόσμο.
Λίμπα αλί άτι, λίμπα αλ τάτη
Η γλώσσα της μητέρας, η γλώσσα του πατέρα
λίμπα αλ πάππου σ’ αλί ντάντι
η γλώσσα του παππού και της γιαγιάς
λίμπε ντούλτσι σ’ τινιισίτε
γλώσσα γλυκιά και τιμημένη
λίμπε βέκι σ’ τρινιιψίτε
γλώσσα παλιά και βασανισμένη
λίμπα αλ ριμένιλου σκρέτα
η γλώσσα των Βλάχων η έρμη
σι σμπουρέστε τούτε έτα.
να μιλιέται για πάντα.
Σι’ γιου τσιντό σ’ βι αφλάτσιτη τούτε ντουνέα
Κι όπου κι αν βρίσκεστε σ’ όλον τον κόσμο
του ίνιμα αβόστε σ’ αβέτσι Μηντζηντέα.
στην καρδιά σας πάντα να έχετε το Κεφαλόβρυσο.
Χώρα ατσά σκρέτα σ’ νου αλεσάτσι τα σ’ κιάρε
Το χωριό το έρμο να μην τ’ αφήσουμε να χαθεί.
σ’ βινίτσι κέντου πουτέτσι σ’ βινίτσι γιάρε-βιάρε.
να έρχεστε όποτε μπορείτε, να ’ρχεστε χειμώνα-καλοκαίρι.
Ντι λα Στιμιρί πένου λα Κωσταντίνε
Από την εκκλησία της Παναγιάς μέχρι του Άγιου Κωνσταντίνου
Μηντζηντέα αστιάπτε βλιάτσιε αγιέη τα σ’ γίνε.
το Κεφαλόβρυσο περιμένει τα παιδιά του να ’ρθουν.
Μηντζηντέα έστι μούμα ατσά μάρα
Το Κεφαλόβρυσο είναι η μάνα η μεγάλη,
σ’ κάη αγκιρσιέ μούμα, μούμα γιού λου φέτσι
Κι όποιος ξέχασε την μάνα, την μάνα που τον γέννησε
μπούνε ν’ οβιά μπάνα.
καλή ζωή δεν είχε.