Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Κα: Σαν. Π.χ.: κα πένι: σαν ψωμί.
Καβάι: Αλίμονο. Π.χ.: καβάι ντι τίνι: αλίμονο (σου) σε σένα.
Καβαλαρί-α: Ιππικό, καβαλαρία.
Καδἔνε-α: Αλυσίδα χεριού ή ρολογιού, καδένα.
Κάδρου-ου: Κάδρο, φωτογραφία.
Καέ: (σύνδεσμος) ότι, επειδή.
Καἔκι-α: Βαριά, κακιά για αρρώστια. Π.χ.: έστι καἔκι: είναι βαριά άρρωστος, του θανατά.
Καέμ/που: Πεδιάδα, κάμπος.
Καέν/του: Τραγουδώ, ψέλνω, διαβάζω. Καιν/τάρι-α: τραγούδημα. Καέν/τικου-ου: τραγούδι. Καιν/τάτου-ου: τραγουδισμένος, ψαλμένος, διαβασμένος. Πληθ.: καιν/τάτσι-ιε. Θηλ.: καιν/τάτε-α. Πληθ.: καιν/τάτι-λι.
Καένι-λι: Σκύλος. Καετσάου: σκύλα. Καετσελούσιου: σκυλάκι.
Καένντου: Σε ερώτηση: πότε; Π.χ.: καένντου βίνι;: πότε ήρθε;
Καέϼτσε και καιϼτσικώνιε: Τραγανό ψωμιού και ό,τι άλλο τραγανό.
Καἔσστι-α: Πένσα, τανάλια.
Καέτε: Προς. Π.χ.: καέτε κάσε: προς το σπίτι.
Καέτε;: Σε ερώτηση: πόσο; πόση; Π.χ.: καέτε φάτσι: πόσο κάνει;
Καέτου: Πόσο, πόσος. Καέτε: πόση, για θηλυκά.
Κάθιούνου: Καθένας. Θηλ.: κάθι ούνε.
Κάθι τζούε: Κάθε μέρα. Το κάθι μπαίνει μπροστά από κάθε περίοδο της ημέρας, της νύχτας, των μηνών, των εποχών, του χρόνου.
Κάθι: Έκαστος, κάθε, πάσα ένας.
Κάϊ: Ποιος; Πάντα σε ερώτηση. Π.χ.: κάϊ βίνι;: ποιος ήρθε;
Καιζάνι-α: Λέβητας, καζάνι.
Καικαιρἔτζου: Κακαρίζω, μεταφορικά μιλάω πολύ και ανούσια.
Καϊκι-α: Πλοιάριο, καΐκι.
Καικότου-ου: Πετεινός, κόκορας.
Καιλἔστου: Ζεσταίνω, πυρώνω. Καιλἔρι-α: πύρωμα. Καιλίτου-ου: πυρωμένος. Πληθ.: καιλίτσι-ιε. Θηλ.: καιλίτε-α. Πληθ.: καιλίτι-λι.
Καιλίβε-α: Καλύβα. Πληθ.: καιλίβι-λι.
Καιλκαένιου-ου: Φτέρνα και άκρη ψωμιού. Καιλκάρι-α: πάτημα. Καιλκαιτούρε-α: πατημασιά.
Καιλκάτου-ου: Πατημένος. Πληθ.: καιλκάτσι-ιε. Θηλ.: καιλκάτε-α. Πληθ.: καιλκάτι-λι.
Καιλντουρἔτζου: Ζεσταίνω και ζεσταίνομαι με θερμοκρασία περιβάλλοντος, φυσική. Καιλντούρι-α: ζέστη φυσική. Καιρόρι-α: ζέστη από τον ήλιο κατά το ελληνικό, καύσωνας. Δες και νγκαιλτζέστου.
Καιλντουρόσου: Μέρος ζεστό, καιρός ζεστός. Θηλ.: καιλντουρώσε-α.
Καιλντούσσιε-α: Δοχείο μεταλλικό, για το γάλα συνήθως.
Καιμμπάνι-α: Καμπάνα. Κάνια: κάννη όπλου.
Καιμμπισἔστου: Καταλήγω πολύ μακριά.
Καιν/τίγιου-ου: Το χάλκινο μικρό καντηλάκι που το άνοιγμά του κατέληγε σε τραβηχτή μύτη.
Καινάτε-α: Δοχείο για νερό, κανάτα.
Καινάτια: Παραθυρόφυλλο εξωτερικό, κανάτι.
Καινιβούρου: Κανναβούρι. Κιβούρι-α: τάφος. Κιβούρι.
Καινίνε-α: Άγριο λαχανικό οι ρίζες του οποίου χρησίμευαν για βαφή ρούχων.
Καινίσκου-ου: Δώρο γάμου, βοήθημα, κανίσκι.
Καινίστρε-α: Κανίστρα, κάνιστρο.
Καινιτσσιούνου-ου: Συμβολικό αντικείμενο, δωράκι με τα χαιρετίσματα.
Καινντίλαε-α: Καντήλι, καντήλα.
Καινντισἔστου: Ξεπέφτω, καταντώ.
Καινούτου-ου: Ξανθός στις τρίχες.
Καίντου: Κλείνω. Καιντἔρι-α: κλείσιμο. Καίσου-ου: κλεισμένος. Πληθ.: καίσσι-ιε. Θηλ.: καίσε-α. Πληθ.: καίσι-λι. Καἔϊ: κλειδί.
Κάϊουρου-ου και κάϊρου: Επεξεργασμένο λαναρισμένο μαλλί τυλιγμένο για γνέσιμο σε ποσότητα ρόκας.
Καιπἔστουρου-ου: Χαλινάρι, καπίστρι.
Καιπιστἔρι-α: Σκάφη για το ζύμωμα του ψωμιού.
Καιπιτίννιου-ου: Προσκέφαλο, μαξιλάρι.
Καιπούσσιε-α: Τσιμπούρι.
Καιπράτζε-α: Στάνη γιδιών.
Καιϼάγκαε-α: Αποκριά. Καιζμέ-λου: κασμάς, σκαπάνη.
Καιϼάρι-α: Στενό δρομάκι, στενό πέρασμα, η ποριά.
Καιρβάνι-α: Καραβάνι. Καιράβι-α: καράβι.
Καιρβάτι-α: Κρεβάτι.
Καιρβἔγιε-α: Ψωμί αγοραστό, καρβέλι.
Καιϼίγκου-ου: ράβδος βοσκού με μεταλλικό γάντζο.
Καιϼιμπούσσιου-ου: Στρόγγυλος καρπός άγριου δένδρου που ξεραίνεται, γίνεται ξύλο σαν μεγάλος βόλος.
Καιϼισἔστου: Κλαρίζω, καθαρίζω, κλαδεύω (για δένδρα).
Καιϼιτζἔλου-ου: Η κλείδωση πίσω από το γόνατο.
Καιϼίτζι: Βελόνες πλεξίματος.
Καιϼμἔζε και καιϼμιζἔζε: Βαφή βαθυκόκκινη.
Καιρμπούνι-α: Κάρβουνο. Πληθ.: καιρμπούννι-ιε.
Καιρόρι-α: Θερμότης, ζέστη από τον ήλιο.
Καιϼπιτόϼου-ου: Ξύλινη τάβλα για πλάσιμο και μεταφορά ζυμαρικών.
Καιϼπιτούρε-α: Ρωγμή, σχισμή, σκάσιμο. Καιρπάτου-ου: έχει ρωγμή σκάσιμο, έτσι λέγεται και το νεαρό προσφιλές άτομο που έχει πεθάνει. Πληθ.: καιϼπάτσι-ιε. Θηλ.: καιϼπάτε-α. Πληθ.: καιϼπάτι-λι.
Καιϼτἔστου: Ενοχλώ, πειράζω. Καιϼτέρι-α: πείραγμα. Καιϼτίτου-ου: πειραγμένος. Πληθ.: καιϼτίτσι-ιε. Θηλ.: καιϼτίτε-α. Πληθ.: καιϼτίτι-λι.
Καιϼτσινἔστου: Τρέχω. Καιϼτσινἔρι-α: τρέξιμο, τρεχάλα.
Καιϼτσσινἔτζου: Σγουραίνω μαλλιά. Κιϼτσσινόσου: σγουρός.
Καιϼτσσιούνου-ου: Χριστούγεννα. Κρισστίνου: χριστιανός. Θηλ.: κρισστίνε-α.
Καισόϼου: Είδος τσεκουριού, κασάρι, τσαλακόπα.
Καισστίγκα: Προσοχή, μέριμνα, πρόνοια, φροντίδα. Σι άϊ καισστίγκα: να έχεις την προσοχή, την μέριμνα.
Καιστούρι-α: Μαχαίρι, σουγιάς.
Καιτινάϼου-ου: Κλείστρο, σύρτης πόρτας.
Καιτράνι-α: Κατράμι, πίσσα.
Καιτσάου: Η σκύλα, κακή και ανήθικη γυναίκα.
Καιτσἔ: Γιατί σε ερώτηση: Π.χ. καίτσἔ στάι: γιατί στέκεσαι;
Καιτσέλου-ου: Κουτάβι, σκυλάκι και μια υποδιαίρεση του σκόρδου.
Καιτσί-α: Μικρό φτυαράκι για τα κάρβουνα.
Καιτσούλαε-α: Κάλυμμα κεφαλιού, κατσούλι.
Καιτσούτου-ου: Μαχαίρι, το κατσούτι.
Καιφτάτου-ου: Ψαγμένος και μεταφορικά: καιφτάτε-α: ψαγμένη.
Κακαράντζε-α: Η κοπριά των γιδιών.
Κάκιε-α: Κακία, έχθρα. Δες και άζμου - αζμιλίκι.
Κάκου: Χέζω άλλον. Μι κάκου: χέζω εγώ. Καικάτου-ου: σκατό. Πληθ.: καικάτσι-ιε, καικάρι-α: χέσιμο. Καικάτου-ου: χεσμένός. Πληθ.: καικάτσι-ιε. Θηλ.: καικάτε-α. Πληθ.: καικάτι-λι. Καικαιτόσου-ου: χέστης.
Κακουρίζικου-ου: Κακορίζικος. Θηλ.: κακορίζικαε-α.
Καλαπόδι-α: Φόρμα παπουτσιών, καλαπόδι.
Καλαρἔτι-α: Άλογο βαρβάτο, λέγεται: φάκου καλαρἔτι: ευχαριστιέμαι που κάνω ιππασία πάνω σε άλογο βαρβάτο. Στην κυριολεξία είναι: κάλου αρἔτι: άλογο βαρβάτο.
Κάλαϼου-ου: Το δοκάρι στο πάνω μέρος της σκηνής (τέντας).
Κάλι-α: Οδός, δρόμος.
Καλιαμμπάρε: Καλό δρόμο, καλό κατευόδιο, ο δρόμος σου να είναι εύκολος, ευνοϊκός.
Καλιγράφου-ου: Καλλιγράφος.
Κάλικου: Καβαλικεύω.
Καλινντάρου-ου: Ημερολόγιο, καλεντάρι.
Κάλκου: Πατώ, καταπατώ, ληστεύω, κατά το ελληνικό πατήσαμε την Τριπολιτσά.
Καλντιρίμου-ου: Πλακόστρωτο, καλντερίμι.
Κάλντου-ου: Ζεστός, θερμός. Πληθ.: κάλτζι-ιε. Θηλ.: κάλντε-α. Πληθ.: κάλντι-λι.
Καλόγκουρου-ου: Καλόγερος. Καλουγκράου: καλόγρια.
Καλότιχου-ου: Καλότυχος. Θηλ.: καλότιχαε-α.
Κάλου-ου: Άλογο. Καλούσσιου: αλογάκι.
Καλούπι-α: Καλούπι, καλαπόδι, μίτρα.
Κάλπικου-ου: Ψεύτικος, κίβδηλος, κάλπικος.
Κάλτσου: Βάζω πέταλα στα ζώα, πεταλώνω. Καιλτσάρι-α: πετάλωμα. Καιλτσάτου-ου: πεταλωμένος. Πληθ.: καιλτσάτσι-ιε. Θηλ.: καιλτσάτε-α. Πληθ.: καιλτσάτι-λι.
Κάμα: Πιο. Π.χ.: κάμα γκίνι: πιο καλά. Κάμα μούλτε: πιο πολύ. Λέγεται και μα, μα γκίνι, μα μούλτε.
Καμάρε-α: Θόλος, καμάρα.
Καμαρουσἔστου: Καμαρώνω, κοκορεύομαι.
Κάμε-α: Δίκοπο μαχαίρι, κάμα.
Καμίλαε-α: Καμήλα.
Καμμπούρου-ου: καμπούρης.
Καϊμό-λου: καημός.
Κάν: Καθόλου. Π.χ.: νου τζέσι καν: δεν είπε καν (καθόλου).
Κάνγιλου-ου: Κάγκελο. Πληθ.: κάνγκιλι.
Κανέι και κανάι: Τουλάχιστον. Π.χ.: ντούτι κανέι πεν ακό: πήγαινε τουλάχιστον ως εκεί.
Κάνντα: Σαν να. Π.χ.: κάν ντα βίνι: σαν να ήρθε.
Κάνουρε-α: Το υφάδι, η κάνουρα.
Κάντου: Πέφτω. Καιντέρι-α: πέσιμο, Καιτζούτου-ου: πεσμένος. Πληθ.: καιτζούτσι-ιε. Θηλ.: καιτζούτε-α. Πληθ.: καιτζούτι-λι.
Καπάρου-ου: Προκαταβολή, καπάρο. Καπαρουσίτου: καπαρωμένος. Θηλ.: καπαρουσίτε. Καπαρουσἔστου: καπαρώνω.
Καπιτάνου-ου: Αρχηγός, ηγέτης, καπετάνιος.
Καπότε-α: Κάπα κοντή από γιδόμαλλο.
Κάπου-ου: Κεφάλι. Νκάπου: στο κεφάλι. Πίστι κάπου: πάνω στο κεφάλι.
Κάπρε-α: Γίδα, κατσίκα. Καιπρίνε-α: γιδόμαλλο. Καιπρόρεα: αγριόγιδο.
Καπρίτσου: Ιδιοτροπία, καπρίτσιο.
Κάρα: Αφού άμα, λέγεται και ντικάρα. Π.χ.: κάρα βίνι: αφού ήρθε, σε ερώτηση: κάρα βίνι; Κι αν ήρθε;
Καραγκιόζου: Καραγκιόζης.
Καρακάντζου και καρκάντζουλου: Καλικάντζαρος.
Καραμούζου: Μαυρισμένος από κάρβουνα, καρβουνιασμένος.
Καραούλια: Σκοπιά, καραούλι.
Κάϼε-α:Κρέας. Καέϼμε-α: κρέας από ψόφιο ζώο, ψοφίμι.
Καρκαλἔτσου-ου: Ακρίδα, καρκαλέτσι.
Καϼκίνουου: Αρρώστια, καρκίνος.
Κάϼκου: Φορτώνω. Καιϼκάρι-α: φόρτωμα. Καιϼκάτου-ου: φορτωμένος. Πληθ.: καιϼκάτσι-ιε. Θηλ.: καιϼκάτε-α. Πληθ.: καιϼκάτι-λι. Καιϼκάτε: φορτωμένη, λέγεται και η εγκυμονούσα γυναίκα. Δες και γκράου.
Καρμανιόλαε-α: Λαιμητόμος, καρμανιόλα.
Καϼότσε-α: Κάρο, καρότσι.
Κάϼτι-α: Επιστολή, γράμμα, χαρτί.
Καϼτσἔλαε-α: Κιβώτιο για ρούχα, ξύλινη κασέλα.
Κάσε-α:Οικία, σπίτι. Ακάσε: στο σπίτι. Ντι ακάσε: από το σπίτι.
Κάσκου: Χάσκω. Καισκάρι-α: χάσκωμα.
Κάσσιου-ου: Τυρί φέτα. Κάπου ντι κάσσιου: κεφαλοτύρι.
Κάστιλι: Επί τούτου, επίτηδες. Π.χ.: ουφἔτσι κάστιλι: το έκανε επίτηδες.
Καστραβἔτσσιου-ου: Αγγούρι. Καβγέ: καυγάς. Καφἔϊ: καφές.
Κατά: Κατά. Π.χ.: κατά κούμου τζέσι: κατά πως είπε.
Καταδιξἔστου: Καταδέχομαι. Κατακλιζμό-λου: κατακλυσμός.
Κατάρε-α: Κατάρα. Κατάλογου-ου: κατάλογος.
Κατάστασι-α: Κατάσταση. Κατιγουρισἔστου: κατηγορώ.
Καταχνιάου: Ομίχλη, καταχνιά.
Κατίφουρου: Κατήφορος.
Κατσσιαφλάκου-ου: Κλειτορίδα. Το κατσαφλάκι.
Κάτσσιου: Πιάνω, δένω, τακτοποιώ τα μαλλιά του κεφαλιού (για γυναίκες).
Κάφτου: Ψάχνω, ζητώ, γυρεύω. Καιφτάρι-α: ψάξιμο.
Κἔγκου: Πήζω. Κἔγκου λάπτιλι: πήζω το γάλα για τυρί. Κιγκάρι-α: πήξιμο. Κιγκάτου-ου: πηγμένος. Πληθ.: κιγκάτσι-ιε. Θηλ.: κιγκάτε-α. Πληθ.: κιγκάτι-λι.
Κἔλι-α: Δέρμα, τομάρι.
Κἔλκι-α: Γυαλί και ό,τι γυάλινο.
Κἔντικου: περδικλώνω. Μι κἔντικου: περδικλώνομαι. Κιντικάτου-ου: περδικλωμένος. Πληθ.: κιντικάτσι-ιε. Θηλ.: κιντικάτε-α. Πληθ.: κιντικάτι-λι. Κιντικάρι-α: περδίκλωμα.
Κἔντουνου-ου: Νήμα από μαλλί σε τόπι.
Κἔπτου-ου: Στήθος, θώρακας.
Κἔπτυνου: Χτενίζω. Κιπτινάρια: χτένισμα. Κιπτινάτου-ου: χτενισμένος. Πληθ.: κιπτινάτσι-ιε. Θηλ.: κιπτινάτε-α. Πληθ.: κιπτινάτι-λι.
Κἔρι-α: Η δύση του ήλιου, τόπος ανήλιος.
Κἔρου: Χάνω, χάνομαι. Κιρἔρι-α: χάσιμο. Κιρούτου-ου: χαμένος και μεταφορικά. Πληθ.: κιρούτσι-ιε. Θηλ.: κιρούτε-α. Πληθ.: κιρούτι-λι.
Κἔφι-α: Διάθεση, ευθυμία, κέφι.
Κεχριμπάρι-α: Ήλεκτρο, κεχριμπάρι.
Κιάτρε-α: Πέτρα γυαλιστερή, πολύτιμος λίθος.
Κιάφε-α: Οροπέδιο, πεδιάδα, κοίλωμα σε βουνό.
Κιβιρνισἔστου: Κυβερνώ. Κίμινου: κίμινο.
Κιβιϼσἔστου: Συγυρίζω, τακτοποιώ. Κιβιϼσἔρι-α: συγύρισμα.
Κιβιϼσίτου-ου: Συγυρισμένος. Πληθ.: κιβιϼσίτσι-ιε. Θηλ.: κιβιϼσίτε-α. Πληθ.: κιβιϼσίτι-λι.
Κίζντε-α: Κόλπος παντρεμένης γυναίκας, δηλαδή ζευγαρωμένο. Πληθ.: κίζντι-λι. Αλλά αυτό το κόλπος, που το βρήκανε; Πως δεν το είπαν λιμάνι και το αρσενικό λιμενοβραχίονα. Δες και πίτσσια.
Κίκου: Στάζω, σταγόνα-σταγόνα. Κίκουτε-α: σταλαματιά αλλά και αποπληξία. Π.χ.: σι τι αγκουντιάστε κίκουτα: να σε βαρέσει εγκεφαλικό, αποπληξία.
Κιλίμι-α: Τάπητας, κιλίμι.
Κιλιπούρου-ου: Εύρημα, κελεπούρι.
Κιμιάσσιε-α: Πουκάμισο, το μέσα από το εξωτερικό ένδυμα για τις γυναίκες.
Κιμιτίρου-ου: Κοιμητήριο. Κόλασι-α: κόλαση.
Κιμπάμπι-α: Ψηστήρας του καφέ, καβουρδιστήρι.
Κινντισἔστου: Κεντώ, δες και ντσάπου.
Κινντουρἔστου: Σταματώ, παύω. Κινντουρἔρι-α: σταμάτημα.
Κινντουρίτου-ου: Σταματημένος. Πληθ.: κινντουρίτσι-ιε. Θηλ.: κινντουρίτε-α. Πληθ.: κινιντουρίτι-λι.
Κινούσιε-α: Η στάχτη.
Κινσἔτζου: Χτυπάω, κοπανάω κάποιον σε βαθμό που να μην μπορεί να κουνηθεί. Κινσάτου-ου: κοπανισμένος. Πληθ.: κινσάτσι-ιε. Θηλ.: κινσάτε-α. Πληθ.: κινσάτι-λι. Π.χ.: μι κινσάι: πιάστηκα ολόκληρος, δεν μπορώ να κουνηθώ.
Κιντἔρι-α: Στενοχώρια, μαράζι.
Κιούνγκι-α: Υπόγειος πήλινος σωλήνας μεταφοράς νερού, κιούγκι.
Κιούπι-α: Πιθάρι, κιούπι.
Κιουτίου-ου: Δειλός, κιοτής.
Κιόφκαε-α: Το κοτσύφι.
Κίπι και καίπι: Εξαφάνιση. Σι φέτσι κίπι: εξαφανίστηκε.
Κιπινντούσσιου-ου: Άνθρωπος καθαρός, περιποιημένος. Θηλ.: κιπινντούσσιε-α.
Κιπίου-ου: Χορτάρια ή μικρά κλωνάρια στοιβαγμένα σε στύλο, θημωνιά.
Κίπουρου: τσιμπώ όχι με αιχμηρό αντικείμενο αλλά με το χέρι, τσίμπημα.
Κιπρίτσσιου-ου: Κυπαρίσι.
Κίπρου: Κουδούνι χάλκινο, κυπρί κύρια για γίδια.
Κιραμαδαριό: Κεραμιδοποιώ,καταστροφή. Κεραμίδε-α: κεραμίδι (δες και τσιρνίδε).
Κιράου: Κυρία, όμορφη γυναίκα.
Κιρἔσσου-ου: Η κερασιά. Κιράσσε-α: κεράσι.
Κιρισσιάρου-ου: Ο Ιούνιος μήνας των κερασιών.
Κιϼιστιάου: Ο κεντρικός δοκός και ολόκληρος ο ξύλινος σκελετός της στέγης.
Κιϼίτσσιου-ου: Σκαμνιά, μουριά. Κιϼίτσσιε-α: τα μούρα.
Κιϼκἔλου-ου: Γάστρα κινητή το πάνω μέρος, το σκέπασμα.
Κιρκινἔκου-ου: Πελαργός. Κιρδισἔστου: κερδίζω.
Κιρό-λου: Ο καιρός, χρονική περίοδος.
Κισάτι-α: Απραξία, αναδουλειά, κεσάτι.
Κίσε-α: Το πουλί κίσσα. Κλίρου-ου: λαχνός, κλήρος.
Κισκίνου-ου: Ευκίνητος, σταθερός, ζωηρός.
Κίσσιου και τσίσσιου: Ουρώ, κατουρώ. Μι κίσσιου: κατουρώ εγώ. Κισσάρι-α: κατούρημα. Κισσιάτου: κάτουρο. Κισσιτόσου: κατουριάρης.
Κιστἔρι-α και γιστἔρι: Θησαυρός θαμμένος στη γη.
Κιτιϼτσἔλου και κιτιϼτσιάου: Πετραδάκια πολύ κοφτερά και πολύ σκληρό έδαφος που όταν χτυπάς με τον κασμά βγαίνουν σπίθες.
Κιχτισἔστου και τσσιχτισἔστου: Σαστίζω, τα χάνω. Κιχτισίτου-ου: σαστισμένος και μεταφορικά άνθρωπος κρύος χωρίς ενέργεια. Πληθ.: κιχτισίτσι-ιε. Θηλ.: κιχτισίτε-α. Πληθ.: κιχτισίτι-λι.
Κλαδιψἔστου: Κλαδεύω.
Κλιρονόμου-ου: Κληρονόμος.
Κλόπυτου-ου: Κουδούνι ζώων.
Κλουκουτἔστου: Αναταράζω, παφλάζω για υγρά. Κλουκουτἔρι-α: πάφλασμα. Κλουκουτίτου-ου: Παφλασμένος. Πληθ.: κλουκουτίτσι-ιε. Θηλ.: κλουκουτίτε-α. Πληθ.: κλουκουτίτι-λι.
Κλουτσσιέστου-ου: Κλωσσάω αυγά. Κλόσσκαε-α: κλώσσα. Κλουτσσιέτου-ου: κλωσσισμένος. Θηλ.: Κλουτσσιέτε-α.
Κόγιου-ου: Όρχις. Αρχίδι. Πληθ.: κώγιλι.
Κόθορου-ου: Ξύλινο κολάρο που κρέμεται το κουδούνι στα ζώα.
Κόκου: Ψήνω για ψωμί, πίτες και ό,τι αφυδατώνεται με το ψήσιμο, λέγεται και για την δυσκοίλια. Π.χ.: σι κώψι του πένντικαε: ψήθηκε στην κοιλιά.
Κόνντρε-α: Ανταγωνισμός, εναντίωση, κόντρα. Δες και σἔνντρε.
Κόπου-ου: Κόπος, μόχθος, προσπάθεια.
Κόρμπου-ου: Κόρακας, μεταφορικά μαύρος, ελεεινός, άθλιος. Στην φράση κόρμπου ντι νέσου σημαίνει άνθρωπος δυνατός, ακατάβλητος, άξιος θαυμασμού. Κόρμπα ντι μίνι: η μαύρη εγώ.
Κόϼου-ου: Το δέντρο κρανιά. Κώϼε: κράνα. Από κρανιά γίνονταν ραβδιά, κλείτσες κ.λπ.. Το περίφημο: λἔμου ντι κόϼου: ξύλο από κρανιά.
Κόϼου-ου: Χορός, κρανιά, κέρατο. Νκόϼου: επικεφαλής στον χορό.
Κόσου: Ράβω. Κουσἔρι: ράψιμο. Κουσούτου: ραμμένος. Πληθ.: κουσούτσι-ιε. Θηλ.: κουσούτε-α. Πληθ.: κουσούτι-λι.
Κότου-ου: Αγκώνας του χεριού.
Κου αγουνί και καγόνια: Γρήγορα, με βία, αγωνιωδώς, ταχέως.
Κου λάϊνε: Με ευκολία. Λάϊνε: ευκολία. Νου σι φάτσι κου λάϊνε: δεν γίνεται με ευκολία, εύκολα.
Κου: Παρ’ όλο. Π.χ.: κου τούτου γιού βίνι: παρ’ όλο που ήρθε.
Κου: Πω, επιφώνημα γυναικών. Μακρόσυρτο κουουου: πω πω πω.
Κούϊα και κούα: Η κόρα του ψωμιού.
Κουκουβιάου: Κουκουβάγια.
Κούκου-ου: Το πουλί ο κούκος.
Κουκουρούντου-ου & Κουκουρἔτσου-ου: κοκορέτσι.
Κουκώσιε: Ψημένο καλαμπόκι, παπαδίτσες.
Κουλάκου-ου: Αρτοσκεύασμα περιποιημένο για γάμο, για Πάσχα, για κουμπάρο και γενικά κουλούρι.
Κουλαούζου-ου: Ακόλουθος, οδηγός, κολαούζος.
Κουλάστρε-α: Το πρώτο γάλα που είναι πηχτό. Κουρουφίκιου-ου: Το πολύ πηχτό πρώτο φλιτζάνι της κουλάστρας.
Κουλιάσσιου-ου: Πολτός από αλεύρι και νερό ή γάλα, κουρκούτι.
Κουλίνντι-α: Η παραμονή των Χριστουγέννων, το ξύλο που περνάνε, αρμαθιάζουν τα κουλούρια, τα κάλαντα-το τραγούδι των παιδιών. Το καταγράφουμε: κουλίνντι μαλίνντι ντε μάϊε κουλάκου καε ου σισι τάγιου καικότου, καικότου σι γκαιγίνα σσι μβιάστα ατσά μαρίνα: κολιαντά μαλιαντά δώσε γιαγιά (από τη μάνα) το κουλούρι γιατί θα σου σφάξω τον κόκορα, τον κόκορα και την κότα, και την νύφη σου αυτή την Μαρίνα.
Κουλουβίνου-ου: Κολοβός. Κουλιμπίθρε-α: Κολυμβήθρα.
Κουλουμπρίνου-ου: Θεατρίνος, απατεώνας, κλέφτης, ψεύτης, έτσι αποκαλούνταν και ο ελληνόφωνος γκρέκος. Πληθ.: κουλουμπρίννι-ιε. Θηλ.: κουλουμπρίνε-α. Πληθ.: κουλουμπρίνι-λι.
Κουλπάνου-ου: Πάνα μωρού, κωλόπανο.
Κούλτσου: Καλτσώνω, βάζω κάλτσες, βάζω παπούτσια.
Κουμένικου: Μεταλαβαίνω. Μι κουμένικου: μεταλαβαίνω εγώ. Κουμνικαιτούρε-α: μεταλαβιά, κουμνουκάτου: έχει μεταλάβει.
Κουμμπάρου-ου: Κουμπάρος. Κουνάβι-α: κουνάβι.
Κουμνάτου-ου: Κουνιάδος. Πληθ.: κουμνάτσι-ιε. Θηλ.: κουμνάτε-α. Πληθ.: κουμνάτι-λι.
Κούμου;: σε ερώτηση: πώς;
Κουμάνντου: κουμάντο.
Κουμπάϊουρου-ου: Φωλιά πουλιών και γενικά πτηνών με αυγό.
Κουνάκι-α: Σταθμός για ξενύχτωμα, κατάλυμα προσωρινό.
Κουννιἔτζου: Καίω χωρίς καπνό, κρυφοκαίω. Σι κουννιά τούτε νώπτια: κρυφόκαιγε όλη νύχτα.
Κουνόστου: Γνωρίζω. Κουνουσστἔρι: γνώρισμα. Κουνουσκούτου-ου: γνωστός. Πληθ.: κουνουσκούτσι-ιε. Θηλ.: κουνουσκούτε-α: γνωστή. Πληθ.: κουνουσκούτι-λι.
Κουπάκου-ου: Καπάκι.
Κουπάτσσιου: Δένδρο, είδος βελανιδιάς.
Κουπί-α: Ποίμνιο, κοπάδι, αγέλη.
Κουϼάου: Ζώνη, λουρί. Κουράγιου-ου: κουράγιο.
Κουρδουσἔστου: Κουρδίζω.
Κουρἔστου: Κόβω το ύφασμα για κατασκευή ρούχου, κόβω φορεσιά.
Κουρί-α: Μικρό δασύλλιο. Μέρος για κούρεμα προβάτων.
Κουϼίγκου-ου: Μήνας Ιούλιος.
Κουρκουλἔστου: Κουνώ την κούνια την αιώρα.
Κουϼκουμπἔτε-α: Κολοκυθιά και κολοκύθι.
Κούρμου: Αποκόβω, αποχωρίζω, κομμάτι σχοινιού. Κουρμάρι-α: απόκομμα, αποχωρισμός, το χώρισμα ζευγαριών. Κουρμάτου: χωρισμένος, αποκομμένος. Πληθ.: κουρμάτσι-ιε. Θηλ.: κουρμάτε-α. Πληθ.: κουρμάτι-λι.
Κουρμπάνι: Θυσία, θυσιάζομαι για σένα. (Λέγεται και ως έκφραση αγάπης: Ου Κουρμπάνι)
Κούρου: Καθαρίζω. Κουράρι-α: καθάρισμα. Κουράτου-ου: καθαρισμένος. Πληθ.: κουράτσι-ιε. Θηλ.: κουράτε-α. Πληθ.: κουράτι-λι.
Κούϼου: Στάζω, σταλάζω. Κούϼε: στάζει. Κουϼάρι-α: στάλαγμα.
Κουϼούνντου: Νωρίς, γρήγορα, πρόωρα.
Κουρούνου: Στεφανώνω. Κουρουνάρι-α: στεφάνωμα. Κουρουνάτου-ου: στεφανωμένος. Πληθ.: κουρουνάτσι-ιε. Θηλ.: κουρουνάτε-α. Πληθ.: κουρουνάτι-λι. Κουρούννι: στέφανα.
Κούϼου-ου: Πρωκτός, κώλος, δες και σσιτζούτου.
Κουρούτου-ου: Με κέρατα, κερατοφόρος. Θηλ.: κουρούτε-α.
Κούϼπουνου-ου: Φυτό αναρριχώμενο που τυλίγεται σ’ άλλα δένδρα.
Κουϼτσσιάνου-ου: Κοτσάνι.
Κουσίτσε-α: Πλεξούδα, κοτσίδα.
Κούσκουρου-ου: Συμπέθερος. Πληθ.: κούσσκιε. Θηλ.: κούσκρε-α. Κουσκρἔτζου: συμπεθεριάζω.
Κουσουρίνου-ου: Συγγενής. Πληθ.: κουσουρίννι-ιε. Θηλ.: κουσουρίνε-α. Πληθ.: κουσουρίνι-λι. Κουσουρίνου βἔρου: συγγενής βέρος, πρωτοξάδελφος. Θηλ.: κουσουρίνε βιάρε. Κουσουρίνου νανντόϊλια: συγγενής δεύτερος, δευτεροξάδελφος.
Κουστουσἔστου: Αξίζω, κοστίζω. Κουσούρι-α: ελάττωμα, κουσούρι.
Κουτάρου-ου: Κοτέτσι, ορνιθώνας. Μικρό καλύβι για τα μικρά κατσικάκια, αρνάκια. Πρόχειρη κατασκευή σκεπασμένη με κλαδιά για σκιά που κάθονταν οι άντρες κατά τη διάρκεια του γάμου και έπιναν και τραγουδούσαν «βλάχικα» πολυφωνικά τραγούδια.
Κουτἔτζου: Τολμώ. Κοτώ και κουτιτζέστου.
Κουτί ντι βιντἔρι: Καθρέφτης.
Κουτουβουλἔστου: Κυλάω, κατρακυλώ, κυλινδρίζω στο χώμα, κουτρουβαλάω.
Κουτούμπουρου: Θολώνω, ταρακουνώ το νερό για να σηκωθεί η λάσπη. Κουτούμπουρε: θολό. Κουτουμπουράτου-ου: θολωμένος. Πληθ.: κουτουμπουράτσι-ιε. Θηλ.: κουτούμπουρε-α. Πληθ.: κουτουμπουράτι-λι.
Κουτούτου: Παρ’ ότι, μολονότι.
Κουτσάκι-α: Το ξύλο που εξέχει απ’ το σαμάρι για το πιάσιμο του σχοινιού.
Κουτσσιούμπου-ου: Κούτσουρο. Κουτσσουμπιάου: κούτσουρο μικρό ατσούμπαλο.
Κουφάλαε-α: Κοίλωμα δένδρου, κουφάλα.
Κουφίνε-α: Κοφίνι ψάθινο για σταφύλια.
Κούφκιου-ου: Κενός, κούφιος, δες και πρόφκου.
Κούφου-ου: Κουφός. Δες και σούρντου.
Κουφουρἔστου: Ενεργούμε με διάρροια, ευκοίλια. Κουφώρι-α: προϊόν ευκοίλιας. Κουφουρίτου-ου: Ευκοιλιασμένος (ευκοίλιος) και φοβιτσιάρης. Πληθ.: κουφουρίτσι-ιε. Θηλ.: κουφουρίτε-α. Πληθ.: κουφουρίτι-λι.
Κόχιου-ου: Γωνιά, κόχη, στην γωνία αναμμένου τζακιού.
Κρἔπου: Ραγίζω, σκάω, δυσανασχετώ, ζεσταίνομαι υπερβολικά. Καιρπάτε-α: το σκάσιμο της αυγής.
Κρἔστου: Μεγαλώνω, υψώνομαι, ανατρέφω, αυξάνω. Κρισστἔρι-α: μεγάλωμα. Κρισκούτου: μεγαλωμένος. Πληθ.: κρισκούτσι-ιε. Θηλ.: κρισκούτε-α. Πληθ.: κρισκούτι-λι.
Κριθαράκι-α: Ζυμαρικό κριθαράκι, μικρός όγκος στα βλέφαρα που λέγεται κριθάρι.
Κρίμε-α: Συμπόνοια, αμαρτία, κρίμα.
Κριτσινἔστου: Μασάω κάτι τραγανό που κάνει κριτς.
Κρόπου: Νερό χλιαρό προς ζεστό που δεν πίνεται.
Κρούσταλου: Κρύσταλλο και κρύσταλλα πάγου.
Κρούτσι-α και καιρούτσι-α: Σταυρός, σταυροκόπημα.
Κώζιε-α: Πέτσα, φλούδα, φλοιός.
Κώκαε-α: Η τρύπα της βελόνας.
Κώντε-α: Ουρά.
Κώρε-α: το σκληρό εξωτερικό του ψωμιού, κόρα.
Κώσε-α: Το μεγάλο σε κοντάρι δρεπάνι για κόψιμο χόρτων, κόσα, δες σιἔτσιρα.
Κώστε-α: Πλευρό, σπόνδυλος. Κώστιλι: τα πλευρά.
Κώτσινε-α: Πρόβατο με κόκκινες ρίγες στο κεφάλι. Κώτσινου-ου: αυτός που έχει κόκκινες τρίχες στο κεφάλι.
Κώψιλι: Ανάμεσα στα δύο μπούτια, τα σκέλια, η κοψιά.