Zμπουϼέσστι κου άλμπιλι : μιλάει με το υπερφυσικό, με τα πνεύματα. Λέγεται για άνθρωπο που μιλάει μόνος του, σε ήρεμους τόνους. Άλμπιλι: Τα λευκοντυμένα πνεύματα.

 

Αστιγιάτου- ου: κομμένος. Έτσι λέγεται ο άνθρωπος που κόβει την ηρεμία του και οργίζεται ξαφνικά χωρίς σοβαρό λόγο.

 

Ουσ τι αστίνγκου: θα σε σβήσω, εξαφανίσω. Από το Αστίνγκου: Σβήνω, εξαφανίζω.

 

Αστιϼσιρίτου-ου: υπερπηδημένος, (αυτός που υπερνικά δυσκολίες ή εμπόδια). Έτσι λέγεται και ο υπερόπτης, κοινώς ο καβαλημένος. Από το Αστιϼσάρου: Υπερπηδώ.

 

Αφλάτου-ου: βρισκούμενος, αυτός που βρέθηκε. Έτσι λέγεται και ο άνθρωπος που είναι αλλοπαρμένος, βρίσκεται σε μη φυσιολογική πνευματική κατάσταση.

 

Λού ακαιτσέ ίνιμα: τον έπιασε η καρδιά.

 

Άρι ίνιμε μπούνε: έχει καλή ψυχή.

 

Καβάι ντι τίνι: αλίμονο (σου) σε σένα. Καβάι: Αλίμονο.

 

Σι άϊ καισστίγκα: να έχεις την προσοχή, την μέριμνα. Καισστίγκα: Προσοχή, μέριμνα, πρόνοια, φροντίδα. Σι άϊ καισστίγκα: να έχεις την προσοχή, την μέριμνα.

 

Μι κινσάι: πιάστηκα ολόκληρος, δεν μπορώ να κουνηθώ. Κινστζου: Χτυπάω, κοπανάω κάποιον σε βαθμό που να μην μπορεί να κουνηθεί. Κινσάτου-ου: κοπανισμένος. Πληθ.: κινσάτσι-ιε. Θηλ.: κινσάτε-α. Πληθ.: κινσάτι-λι.

 

Σι φέτσι κίπι: εξαφανίστηκε. Κίπι και καίπι: Εξαφάνιση.

 

Κιχτισίτου-ου: σαστισμένος και μεταφορικά άνθρωπος κρύος χωρίς ενέργεια. Πληθ.: κιχτισίτσι-ιε. Θηλ.: κιχτισίτε-α. Πληθ.: κιχτισίτι-λι. Κιχτισστου και τσσιχτισστου: Σαστίζω, τα χάνω.

 

Σι κώψι του πένντικαε: ψήθηκε στην κοιλιά. Λέγεται για την δυσκοίλια. Κόκου: Ψήνω για ψωμί, πίτες και ό,τι αφυδατώνεται με το ψήσιμο.

 

Κόρμπου ντι νέσου σημαίνει άνθρωπος δυνατός, ακατάβλητος, άξιος θαυμασμού. Κόρμπου-ου: Κόρακας, μεταφορικά μαύρος, ελεεινός, άθλιος.

 

Κόρμπα ντι μίνι: η μαύρη εγώ.

 

Ουσ μέτσι λἔμου: θα φας ξύλο. Λἔμου: Ξύλο.

 

Μιλιώρε-α: Αρνάδα από ένα έως δύο ετών που δεν έχει γεννήσει.

 

Σι μινά λόκου: έτρεμε το χώμα, ταρακουνιόταν, έκανε σεισμό. Μινέ-α: Τρέμουλο, Μινάρι-α: ταρακούνημα.  Μινέ: ελάττωμα. Π.χ.: Τσού ντντι κου μινέ: στο έδωσε με ελάττωμα, ελαττωματικό.

 

Σ’ φτσι τι μινιστίρι: έγινε για τα μοναστήρια. Μινιστίϼου-ου: Μοναστήρι, ιερό μέρος, δες και βικαέφι.

 

Νου άρι μινντού-ι: δεν έχει μυαλό νόηση, δηλαδή δεν έχει μυαλό που παράγει νόηση. Μινντούι-α: Μυελός οστών, μεδούλι, εγκέφαλος, νους, μυαλό. Στην κυριολεξία σημαίνει μεδούλι, είναι όμως παράγωγο του ρήματος μιν/τουστου: σκέφτομαι, συλλογίζομαι, κ.λπ..

 

Σι μιϼστου: ζευγαρώνονται, έλεγαν για το ζευγάρι που ζευγαρώνονταν πρόχειρα και όπου νά 'ναι στην ύπαιθρο. Μιϼστου: Ζευγαρώνω για ζώα. Μιϼρι-α: ζευγάρωμα. Μιϼίτε-α: ζευγαρωμένη. Πληθ.: μιϼίτι-λι. Για τα γίδια έλεγαν και λέμε πιϼτσέστου.

 

Μιτρίτσι-λι: Ενικός μιτρίκαε-α. Τα θηλάζοντα πρόβατα, οι νέες μητέρες.

 

Μόστρε ντι καικάτσι: μόστρα από σκατά. Λέγεται για άνθρωπο ψωροπερήφανο.

 

Μούσκουρου-ου: Για πρόβατα και γίδια που έχουν άσπρα αυτιά και μύτη και γραμμές στο κεφάλι άσπρες. Πληθ.: μούσκουρι-ιε. Θηλ.: μούσκουρε-α. Πληθ.: μούσκουρι-λι.

 

Γι φουτζιά μπάλιλι: του έφευγαν, του έτρεχαν τα σάλια. Μπάλι-λι: Σάλια. Μπαλιαντόσου: σαλιάρης.

 

Μπαλιαντόσου-ου: Ο ασβός και ο σαλιάρης.

Νσι καέτε να ντέϼα: πήγε προς την Ντέρα, δηλαδή πήγε ανάποδα, άσκοπα, στο χαμό, στα χαμένα.  Στο διάβα τους από και προς τα χειμαδιά οι Κολωνιάτες «αρβανιτόβλαχοι» περνούσαν από ένα πολύ δύσκολο πέρασμα, αυχένα, που αν τους έπιανε καιρός άσχημος πάθαιναν καταστροφή, γι’ αυτό έπρεπε να το περάσουν τάχιστα. Στο βάθος της χαράδρας βρίσκεται το χωριό Ντέϼα (σήμερα στην Αλβανία). Ώσπου να περάσουν τα κοπάδια τον αυχένα, οι γυναίκες κατέβαιναν στο χωριό να ψωνίσουν, αλλά ξεχνιούνταν και αργούσαν πολύ. Έτσι έμεινε αυτή η παλιά έκφραση που έμεινε και λέγεται μέχρι και σήμερα. Νανντέϼα: Ανάποδα, άσκοπη λοξοδρόμηση.

 

Νκαλάϼου: Καβάλα στο άλογο. Νκαιλικάτου: λέγεται ο καβαλημένος (μεταφορικά).

 

Ν/σούσου: Προς τα πάνω, άνωθεν, εις ύψος. Καταγράψουμε χαριτολόγημα που υπάρχει στους «Βλάχους»: Ο Χριστός ήταν «βλάχος»; Μέχρι την ανάληψη οι μαθητές του τον αποκαλούσαν κύριε δάσκαλε γιατί δεν γνώριζαν υποτίθεται το όνομά του. Την στιγμή που ανέβαινε προς τον ουρανό του φώναζαν, που πας κύριε που μας αφήνεις, πες μας τουλάχιστον το όνομά σου. Που πας; Ο Κύριος απάντησε ι.ι.ι. νσούσου: η.η.η. προς τα πάνω. Έτσι οι μαθητές του εξέλαβαν πώς το όνομά του είναι ι.ι.σούς: Ιησούς.

Ντουμιτζέλου-ου: Ο ουρανός και ο θεός. Ντουμιτζάλε: Θεέ μου. Ντι ντουμιτζέ: από τον θεό. Χαριτολόγημα που θέλει να καταδείξει ότι «βλάχοι» υπήρχαν από πολύ παλιά στα πέρατα της γης. Με μια παρέα χρυσοθήρες στα ποτάμια του Τέξας ή του Κολοράντο βρέθηκε και ένας «βλάχος» όπου την παρέα συνέλαβε μια φυλή «ανθρωποφάγων» ινδιάνων. Άρχισαν να τους βάζουν έναν-έναν στο καζάνι για βράσιμο. Μόλις έφτασε η σειρά του ο «βλάχος» ανέκραξε: Εεε ντουμιτζάλε σκάπιμι: ω θεέ μου, γλίτωσέ με. Ο αρχηγός της φυλής γύρισε ξαφνιασμένος και είπε: Ολαέ, ϼεμένου ἔσστι: Ωρέ, «βλάχος» είσαι!

 

Σι φτσι ντουσστιάλαε: έγινε πολύ μεγάλη ανακατωσούρα. Ντουσστιάλαε-α: Η νεροτριβή. Έτσι λέγεται και η μεγάλη ανακατωσούρα.

 

Ουνουμίνα: Παιδικό παιχνίδι για αγόρια και κορίτσια αντίστοιχο με το κρυφτό. Το παιδί κλείνει τα μάτια για να κρυφτούν τα άλλα. Αντί να μετρήσει π.χ. έως το εκατό και να ανοίξει τα μάτια του έπρεπε να πει τους ακόλουθους στίχους: Ονουμίνα ντουντουμίνα, τρι λάι τζιτζικάι, κουϼουμπίθα ντι νιμάγιου, κόσστι βόσστι, ταναρίκιου λικουρίκιου φτού (ξελευθερία) : Ουνουμίνα ντουντουμίνα: πιθανόν ένα μήνα, διπλό μήνα. Τρι λάι τζιτζικάι: τρεις μαύροι ανεξήγητη λέξη. Κουϼουμπίθα ντι νιμάγιου: η κωλοτρυπίδα του σφαχτού ή προς σφαγή ζώου. Κόσστι βόσστι: ανεξήγητο. Τάναρίκιου: ανεξήγητο. Λικουρίκιου: Πυγολαμπίδα, κωλοφωτιά. Είναι στιχάκι σαν το άμπε μπα μπλομ.

 

Σι φτσι πισσκσι: έγινε μπελάς. Πισσκσι-α: Πεσκέσι. Δώρο ευτελούς αξίας που κάποιες φορές δημιουργεί και πρόβλημα.

Πίτσσιε-α: Αιδοίο ανύπαντρης κοπέλας, αζευγάρωτο. Κατά τον Θεόδωρο Καββαλιώτη, διευθυντή της Ακαδημίας Μοσχοπόλεως, στο ελληνοβλάχικο γλωσσάριο του 1770 προσδιορίζεται ως: αιδοίον παρθενικόν. Αυτό το αιδοίο-πίτσσια δεν αποκαλούνταν ποτέ με την ονομασία κίζντα: αιδοίο ζευγαρωμένο. Αν κάποιος έλεγε κίζντα α σόϼτα: το αιδοίο της αδελφής σου, και η αδελφή σου ήταν ανύπαντρη, αυτό σήκωνε πολύ μεγάλη παρεξήγηση, μέχρι και φόνο. Δες και κίζντα.

 

Πράβντε-α: Ζώο για φόρτωμα. Πληθ.: πρέβτζι-λι. Μεταφορικά πράβντε, λέγεται η άτσαλη τσαπατσούλα χωρίς τρόπους γυναίκα.

 

Καέτε πρόφκαι τζέσι: πόσα κούφια λόγια είπε. Πρόφκαι: λόγια άδεια χωρίς αξία, λόγια κούφια. Πρόφκου-ου: Το δένδρο βουζιά, κουφοξυλιά. Μεταφορικά ο άμυαλος, ο άδειος, ο κούφιος, ο κενός.

 

Σκαιπιράτου-ου: ο αστραποβαρεμένος, ο ευέξαπτος άνθρωπος. Πληθ.: σκαιπιράτσι-ιε. Θηλ.: σκαιπιράτε-α. Πληθ.: σκαιπιράτι-λι. Σκάπυρου: Αστράφτω. Σκαιπιράρι-α: το άστραμα. Σκάπιρε: αστράφτει.  Σκαιπιρόσου-ου: αστραφτερός. Θηλ.: σκαιπιρώσε-α.

 

Μι μέκαε τι μώϼτι: με τρώει, με φαγουρίζει του θανατά. Σκάϼκινου: Ξύνω το σώμα σε φαγούρα. Σκαιϼκινάρι-α: το ξύσιμο του σώματος. Μι σκάϼκινου: ξύνομαι.

 

Σούπτου-ου: Ο βυζαγμένος και ο πολύ αδύνατος. Πληθ.: σούπτσι-ιε. Θηλ.: σούπτε-α. Πληθ.: σούπτι-λι. Σούγκου: Βυζαίνω. Σουτζρι-α: το βύζαγμα.  Σουγκάρου-ου: το μανάρι μου, το βυζαχτάρι μου.

 

Ννι ιν/τράρε σσιέϼτι-λι: μου μπήκαν, με πλάκωσαν οι ανησυχίες. Λέγεται όταν περιμένεις κάποιον δικό σου και αργεί πολύ. Σσιέϼτι-λι: οι ανησυχίες. Σσιἔϼτου: Ανησυχώ, φοβάμαι, έχω κακό προαίσθημα.

 

Σσιουσσιουλίνε-α: Ξερό φύλλο που σηκώνει και πηγαινοφέρνει ο αέρας. Έτσι λέγεται και η γυναίκα που είναι ευκίνητη, ασταμάτητη, ελαφριά λες και την πηγαινοφέρνει ο αέρας, αλλά όχι με πολύ μυαλό, όπως το φύλλο.

 

Σσιούτου-ου: Ζώο με κομμένα κέρατα, σιούτος, έτσι λέγεται και ο μικροαυτιάς.

 

Σσιϼιμόνιου-ου: Το μικροσκοπικό πουλί, ο τρυποφράχτης (Troglodytes troglodytes), ο αποκαλούμενος από τους Βλάχους Μμπρτου α πούγιουλου: ο βασιλιάς των πουλιών. Και να γιατί: στα χρόνια εκείνα τα παλιά όταν ο τότε βασιλιάς των πουλιών αετός έκοβε βόλτες στον ουρανό, όλα τα άλλα πουλιά τρομαγμένα έτρεχαν να κρυφτούν. Ο τρυποφράχτης αυτό δεν το άντεχε. Πήρε λοιπόν την μεγάλη απόφαση να αναμετρηθεί μαζί του. Βγήκε στο ψιλό κλωνάρι μιας μεγάλης αγκαθωτής βατσουνιάς και άρχισε να προκαλεί τον αετό ενώ συγχρόνως κορόιδευε τα άλλα πουλιά. Κατέβα κάτω ορέ αν είσαι μάγκας, κι εσείς μωρέ κότες τι φοβάστε έτσι, άχρηστος είναι. Στην αρχή ο αετός γελούσε αλλά όσο εκείνος συνέχιζε να τον προκαλεί σιγά σιγά άρχισε να τα παίρνει στο κρανίο. Με τα πολλά θόλωσε. Τώρα θα σου δείξω εγώ. Τεντώνει το ράμφος του, ακονίζει τα νύχια του και παίρνει βουτιά καρφί προς τον μικρό. Εκείνος απτόητος. Να ρε σιγά μη σε φοβηθώ. Μόλις αυτός τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, δηλαδή στο παρά τίποτα, κάνει πραφ και χάνεται στο βάθος της βατσουνιάς. Για τον αετό ήταν πλέον πολύ αργά, δεν προλάβαινε να στρίψει και έτσι καρφώθηκε με το κεφάλι στην βατσουνιά. Μπλέχτηκαν τα φτερά του στα αγκάθια κι έμεινε ακίνητος. Τότε ο τρυποφράχτης ανέβηκε από πάνω του κι άρχισε να τον τσιμπάει με το ράμφος του, που είναι σαν καρφίτσα. Όλα τα άλλα πουλιά που παρακολουθούσαν την φάση, βγήκαν έξω και τον χειροκροτούσαν ανακηρύσσοντάς τον σε βασιλιά τους. Όχι πως το ήθελε αλλά αφού επέμεναν!

Σσκρτου-ου: Έρημος, μόνος αλλά και ο πολύ ποθητός ή κάτι που επιθυμώ πολύ αλλά δεν μπορώ να το έχω. Πληθ.: σσκρτσι-ιε. Θηλ.: σσκρτε-α. Πληθ.: σσκρτι-λι. Δύο παραδείγματα:  

 

Σσκρτα ντι νέσε: η έρμη αυτή, λέγεται για όμορφη κοπέλα με την έννοια του: Πόσο την θέλω, αχ και να την είχα.

 

Σκρτιλι ντι μρι : σι αβιάμου ούνου: τα έρμα τα μήλα και να 'χα ένα.

 

Ντι λα σώϼτι πεν λα μώϼτι: από τον εμβρυακό υμένα μέχρι τον θάνατο. Λέγεται όταν θέλεις να δηλώσεις ότι δεν θα αλλάξεις από μωρό μέχρι να πεθάνεις. Σώϼτι-λι: Ο εμβρυακός υμένας, ο υμένας που τυλίγει το έμβρυο.

Τζιιάνε-α: Νύφη της μυθολογίας, πολύ αγαπητή και η Θεά Διώνη. Ντιάνα η τζιιάνα: είναι σε ευρεία χρήση και σήμερα μαζί με το μανάρι μου, βυζαχτάρι μου, τζιιάνα μου, δηλώνει και παράκληση, ικεσία και κάποιον φόβο.

 

Πι κάπου α τούϼτσουλου: στο κεφάλι των Τούρκων. Είναι έκφραση αντίστοιχη της ελληνικής: χτύπα ξύλο και μακριά από εδώ. Τούϼκου: Τούρκος και γενικά μωαμεθανός-μουσουλμάνος και οποιοσδήποτε μη Χριστιανός.

 

Μι φτσσιου τσάγιε: έγινα μασούρι. Tο λέμε όταν έχουμε φάει πολύ και φουσκώσαμε στην κοιλιά, την μέση του σώματος. Τσάγιε-α: Νήμα τυλιγμένο μασούρι παχύ στη μέση και λεπταίνει προς τις άκρες.