Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
α. Άρθρο θηλυκό της ονομαστικής του ενικού που μπαίνει πάντα στο τέλος της λέξης, π.χ. φιάτα = το κορίτσι. Το άρθρο ε της κλητικής του ενικού που είναι η αρχή του λόγου μας φεύγει και στην ονομαστική μπαίνει το α, π.χ. κλητική φιάτε = κορίτσι, στην ονομαστική γίνεται φιάτα = το κορίτσι, δηλαδή φιάτεα = φιάτα.
α. Αρσενικό και θηλυκό άρθρο της γενικής του πληθυντικού που μπαίνει πάντα μπροστά από την λέξη. Το α είναι συντομογραφία του αρσενικού άρθρου αλου και του θηλυκού αλι, π.χ. αλου φιτσσιόρουλου = των αγοριών, αλι φἔτουλου = των κοριτσιών. Παραλείπεται το λου από το αρσενικό και το λι από το θηλυκό οπότε μένει το α σαν άρθρο για αρσενικό και θηλυκό.
α φιτσιόρουλου = των αγοριών – α φἔτουλου = των κοριτσιών
α. Πρόθεση σε στάση και κίνηση, π.χ. ἔστου α κάσε = είμαι στο σπίτι, νἔνγκου α κάσε = πηγαίνω στο σπίτι.
ἔστι α μέτα = είναι της μητέρας σου, τζέγι α μέτα = πες στη μητέρα του. Στον πληθυντικό: τζέ α μουγιἔρουλου = πες στις γυναίκες,
ἔστι α φιτσσιόρουλου = είναι των αγοριών κ.λπ..
Αβαλἔϊ: Αναποδιά, ζημιά, αβαρία, πρόβλημα. Α-βδἔλαε-α: Αβδέλλα κοινώς βδέλλα.
Αβἔρι-α: Επάρκεια αγαθών, αφθονία, πλούτος.
Αβινάρου-ου: Κυνηγός-θηρευτής.
Αβινάτικου-ου: Το κυνήγημα του άγριου ζώου για σκότωμα.
Αβίνου: Θηρεύω, κυνηγώ με σκοπό να σκοτώσω το θήραμα (συνήθως άγριο ζώο) για να το μαγειρέψω να το φάω. Σήμερα βέβαια λίγοι κυνηγούν γι’ αυτό το σκοπό. Οι περισσότεροι κυνηγούν για χόμπι ή έτσι για πλάκα.
Άβιρε-α: Δροσιά, σκιερό μέρος, αεράκι, αύρα.
Αβιρἔτζου: Δροσίζω και δροσίζομαι, κάθομαι σε μέρος δροσερό.
Αβλάκιου-ου: Μικρό κανάλι για πότισμα, αυλάκι.
Αβλί-α: Το ευρύτερα φραγμένο μέρος του σπιτιού και όχι μόνο μπροστά στο σπίτι, δες και αμπόϼου.
Αβντάγκου: Αυξάνω, μεγαλώνω, επιμηκύνω, πολλαπλασιάζω.
Άβντου: Ακούω, υπακούω, δες και πρίν/ντου.
Αβόστου: Αντωνυμία, δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού, δικός σας.
Αβούτου-ου: Αποκατεστημένος, πλούσιος, ο έχων.
Αβτζάτου: Θηλυκό αβτζάτε – ακουστός, ξακουστός, φημισμένος, σημαίνον πρόσωπο.
Αβτζέτου-ου: Θηλυκό, Αβτζέτε-α = ακουσμένος όχι για καλό.
Αγαιλισἔστου: Εξαντλώ, εξαντλούμαι, λιποθυμώ από την εξάντληση.
Αγάλια και Παγάλια: Ήρεμα, σιγά, περίμενε.
Άγαλμε-α: Άγαλμα.
Αγάπι-α: Αγάπη, Αγαπισἔστου-αγαπώ, δες και βρἔρι.
Αγιαζμό-λου: πληθυντικός αγιάζματι-λι, αγιασμός, αγιασμένο νερό.
Αγιάζμου: Ο δυόσμος, το φυτό.
Άγιου-ου: Καλός, ήσυχος, πράος, άγιος δες και σέμνου.
Άγιου-ου: πληθυντικός άγι-λι, το σκόρδο.
Αγιούρα: Αλλού, σε άλλο μέρος, σε άλλον τόπο.
Αγιουσἔστου: Αγιάζω και ραντίζω με αγιασμένο νερό.
Αγκαιϼσσιέστου: Ξεχνώ-λησμονώ. Αγκαιϼσσιέτου-ου: ξεχασμένος, αγκαιϼσσιάρι: ξέχασμα.
Αγκουντἔστου: Χτυπώ-βαράω. Αγκουντίτου-ου: χτυπημένος. Αγκουντἔρι: χτύπημα.
Άγκουστου-ου: Αύγουστος.
Άγκρου & άγκουρου: Το χωράφι, ο αγρός.
Αγνάνγκια: Απέναντι, αγνάντι.
Αγνανντιψἔστου: Αγναντεύω.
Αγνόσου & αγουνόσου & γουνόσου: Αηδία, σιχαμάρα.
Αγόϊ & Αγόγι: Αγώγι-φορτίο και αμοιβή. Αγογιάτου: αγωγιάτης.
Αγόνια & καγόνια: Βιαστικά, γρήγορα, ταχέως.
Αγουγιψἔστου: Ενοικιάζω ζώα για αγώγι.
Αγουνἔστου: Διώχνω, αγουνἔρι: διώξιμο, αγουνίτου-ου: διωγμένος.
Αγουνί-α: Αγωνία.
Αγουννιουσἔστου: Βιάζω, μι αγουννιουσἔστου: βιάζομαι, αγουννιουσἔρι: βιασύνη, αγουννιουσίτου-ου: βιαστικός.
Αγουρίδε-α: Πληθυντικός αγουρίτζι: άγουρο σταφύλι. Αγράντζαλου: αγιόκλημα.
Άγουρου-ου: Αγίνωτος, άγουρος, δες και νιφάπτου-ου.
Αγρίμι-α: Άγριο ζώο-αγρίμι. Άγρου: Άγριος άνθρωπος.
Αδιαφουρισἔστου: Αδιαφορώ, παραμελώ. Άϊδι: άδεια.
Αδικιψἔστου: Αδικώ. Αδικιψίτου-ου: αδικημένος. Αδικί: αδικία.
Αδυνατισἔστου: Αδυνατίζω. Αδύνατου: αδύνατος. Αδυναμία: αδυναμία.
Αζβάϼα: Σέρνοντας, σερνόμενο, τραβώντας σβάρνα.
Αζγκάνου-ου: Φιλήδονος, ερωτομανής, σεξομανής. Θηλ.: αζγκάνε-α.
Άζε: Σήμερα. Ντιάζε: από σήμερα. Αζέρι: πρόσφατο, σημερινό.
Άζμου-ου: Εχθρός. Αζμιλαέκι-α: έχθρα. Άζννι-ε: Εχθροί, οι.
Αζμπόρου: Πετώ, ίπταμαι για πτηνά. Αζμπώρε: πετάει στον αέρα.
Αζμπούτζουρου: Καταπονώ και καταπονούμαι τρέχοντας.
Άθεου-ου: Άθεος. Αθάνατου-ου: αθάνατος.
Αθήνε-α: Αθήνα, η. Αθηνἔου: Αθηναίος. Αθινἔ-ε: Αθηναία, η.
Άϊ & Άϊντι: Έλα. Άϊντι νκουλιά: έλα εδώ κοντά. Άϊντε: όπως το ελληνικό.
Αΐστου: Ετούτος. Αΐστε: ετούτη. Αΐτσσι: ετούτοι. Αΐστι: ετούτες.
Αϊτό-λου: Αετός. Δες και βουλτούρου-ου.
Ακαικισἔστου & ακικαισἔστου: Εννοώ, καταλαβαίνω, εμπεδώνω, βλέπω και ακούω.
Ακάλιγι: Ορθώς, δικαίως, αληθώς, του καλού και ίσιου δρόμου.
Ακάσε: Στο σπίτι. ἔστου ακάσε: είμαι στο σπίτι.
Ακάτσου: Πιάνω. Μι ακάτσου: πιάνομαι, τσακώνομαι. Πληθ.: ακιτσάτσι-ιε: πιασμένοι, τσακωμένοι.
Ακιέμου: Καλώ, προσκαλώ. Ακιμάτου-ου: καλεσμένος, προσκεκλημένος. Ακιμάρι-α: κάλεσμα. Νι ακιμάτου-ου: ακάλεστος. Πληθυντικός ακιμάτσι-ιε: καλεσμένοι. Θηλ.: ακιμάτε-α, αμιμάτι-λι.
Ακό & ακότσι: Εκεί, εκεί δα. Τίσσι ακό: ακριβώς εκεί.
Ακόπυρου: Καλύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω, προφυλάσσω. Ακουμμπουσἔστου: Ακουμπώ. Δες και ντόπουρου.
Άκου-ου: Βελόνα. Πληθυντικός άτσι-λι. Ακάρου-ου: βελονοθήκη.
Ακρἔστου: Ξινίζω. Άκουρου-ου: ξινός. Θηλ.: άκουρε-α.
Αλάβντου: Παινεύω, εγκωμιάζω. Μι αλάβντου: παινεύομαι. Αλαεβντάτου-ου: παινεμένος. Πληθ.: αλαεβντάτσι-ιε. Θηλ.: αλαεβντάτε-α. Πληθ.: αλαεβντάτι-λι.
Αλάγκου: Περιφέρομαι, περιοδεύω, τριγυρνώ στις αλάνες, αλανεύω. Αλαιγκάτου-ου: τριγυρισμένος. Θηλ.: αλαιγκάτε-α. Πληθ.: αλαιγκάτσι-ιε.
Άλαε-α: Ζημιά, πρόβλημα, κακό, χάλι, χάλια, άσχημη κατάσταση. Πιτσάι άλαε = έπαθα ψυχική ζημιά.
Αλαεξἔστου: Ανταλλάσσω, μεταβάλλω, αλλάζω. Μι αλαεξἔστου: αλλάζω εγώ. Πληθ.: αλαιξίτσι-ιε. Θηλ.: αλαιξίτε-α. Πληθ.: αλαιξίτι-λι.
Αλαινντισἔστου: Καταπονώ, κατακουράζω, λαχανιάζω, τρέχω. Μι αλαινντισἔστου: καταπονούμαι, λαχανιάζω. Αλαινντισίτου-ου: καταπονημένος, λαχανιασμένος. Πληθ.: αλαινντισίτσι-ιε. Θηλ.: αλαινντισίτε-α. Πληθ.: αλαινντισίτι-λι.
Αλάν/του: Ο άλλος, ο έτερος. Πληθ.: αλάντσι. Θηλ.: αλάν/τε. Πληθ.: αλάν/τι.
Αλάσου: Αφήνω. Αλαισάτου-ου: αφημένος, παρατημένος. Πληθ.: αλαισάτσι-ιε. Θηλ.: αλαισάτε-α. Πληθ.: αλαισάτι-λι.
Αλάτρου: Γαβγίζω, αλυχτώ. Αλαετράρι: το γάβγισμα
Αλγκἔστου: Ασπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνομαι. Άλμπου-ου: άσπρος. Πληθ.: άλγκι-ιε. Θηλ.: άλμπε-α. Πληθ.: Άλμπι-λι. Αλμπιάτσε-α: ασπράδα, λευκότης.
Αλγκίνε-α: Μελίσσι, σμήνος μελισσιών, η βασίλισσα με το λαό της.
Αλἔγκου: Διαλέγω, ξεδιαλέγω. Αλἔπτου-ου: διαλεγμένος, εκλεκτός. Πληθ.: αλἔπτσι-ιε. Θηλ.: αλἔπτε, α. Πληθ.: αλἔπτι-λι.
Αλἔϊ-α: Τουαλέτα, αποχωρητήριο.
Αλἔπιτου-μι αλἔπιτου: Πετάγομαι, ρίχνομαι, ξεπετάγομαι, σπεύδω. Μι αλιπιτάι πεν ακό: πετάχτηκα μέχρι εκεί. Σι αλιπιτέ: ξεπετάχτηκε.
Άλιε-α: Είδος άγριου χόρτου που οι ακίδες του καρφώνονται στα μαλλιά των προβάτων.
Αλικἔστου: Κολλώ, συγκολλώ. Μι αλικἔστου: κολλάω, πιάνομαι στο χορό, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω σε δέντρο. Αλικίτου-ου: κολλημένος. Θηλ.: αλικίτε-α. Πληθ.: αλικίτσιε-αλικίτι-λι
Αλίμουνα: Αλίμονο. Αλίμουνα ντι τίνι: αλίμονό σου.
Αλινάτου-ου: Ανεβασμένος. Πληθ.: αλινάτσι-ιε. Θηλ.: αλινάτε-α. Πληθ.: αλινάτι-λι.
Αλίνγκου: Γλείφω. Αλιντζἔρι-α: γλείψιμο. Αλίμ/πτου-ου: γλειμμένος και γλείφτης.
Αλίνου: Ανεβάζω, υψώνω, προάγω. Μι αλίνου: ανεβαίνω, ανέρχομαι.
Α-λισίβε-α: Σταχτόνερο, χρησιμεύει για πλύσιμο πολύ λερωμένων ρούχων λόγω της αλκαλικότητας του.
Αλιφί-α: Αλοιφή.
Αλμπιάτσε-α: Ασπράδα, λευκότης και το ασπράδι του αυγού. Άλμπου-ου: άσπρος.
Άλμπιλι: Τα λευκοντυμένα πνεύματα. Λέγεται: ζμπουϼέσστι κου άλμπιλι: μιλάει με το υπερφυσικό τα πνεύματα, για άνθρωπο που μιλάει μόνος του, σε ήρεμους τόνους, δες και τζίνντιλι.
Αλόνι-α: Αλώνι.
Αλόρου: Δικός τους. Αλούι: δικό του. Αγέι: δικό της.
Άλου = του: Αρσενικό άρθρο γενικής ενικού. Αλί = της: θηλυκό άρθρο γενικής ενικού.
Αλούμτου: Παλεύω, πασχίζω, αγωνίζομαι.
Αλούνου-ου: Φουντουκιά, λεπτοκαρυά. Αλούνι-α: φουντούκι.
Άλτεσόϊ: Άλλο είδος, άλλο σόι, με άλλον τρόπο.
Άλτου: Άλλος, έτερος. Άλτε: άλλη, έτερη. Άλτσι: άλλοι. Άλτι: άλλες.
Αλτώρε: Άλλη φορά. Άλτε ώρε: άλλη ώρα.
Αλώτου-ου: Ζυμάρι, ζύμη. Ντι αλώτου: από ζυμάρι.
Αμ/πουλισἔστου: Παλεύω, πολεμάω, αγωνίζομαι.
Αμ/πούτου: Βρωμάω και βρομίζω. Αμ/πουτσόσου-ου: βρώμικος, βρωμιάρης. Πληθ.: αμ/πουτσόσι-ιε. Θηλ.: αμ/πουτσώσε-α. Πληθ.: αμ/πουτσώσι-λι. Αμ/πουτσουτούρι: βρωμιές.
Αμ: Αμ, κατά το ελληνικό. Αμ νου σφάτσι: αμ δεν γίνεται.
Άμα & μα: Αν. Άμα σι νἔντζι: αν πας.
Αμάν: Κατά το ελληνικό, χάρις, έλεος.
Αμανἔτι: Ενέχυρο, παρακαταθήκη.
Αμανίν/τι: Κάποτε στο παρελθόν.
Αμαϼἔστου: Πικραίνω. Αμάϼου-ου: πικρός. Πληθ.: αμάρι-ιε. Θηλ.: αμάϼε-α. Πληθ.: αμάϼι-λι.
Αμάρι-α: Θάλασσα. Του αμάρα ατσά λάϊα: στη θάλασσα την μαύρη, στον αγύριστο.
Αμαϼτισἔστου: Αμαρτάνω. Αμαϼτί-α: αμαρτία. Αμαϼτισίτου-ου: Αμαρτημένος.
Αμβιλἔστου: Σκεπάζω. Αμβιλίτου-ου: σκεπασμένος. Πληθ.: Αμβιλίτσι-ιε. Θηλ.: αμβιλίτε-α. Πληθ.: αμβιλίτι-λι.
Αμβιϼτἔστου: Τυλίγω. Αμβιϼτίτου-ου: τυλιγμένος. Πληθ..: αρβιϼτίτσι-ιε. Θηλ.: αμβιϼτίτε-α. Πληθ.: αμβιϼτίτι-λι.
Αμἔλου και αμἔου: Δικό μου, δικός μου. Αμιά: δική μου.
Αμίν/τι: Ανάμνηση, θύμηση. Λέγεται μαζί με το αντούκου ή με το τσένου. Π.χ.: α-ντούκου αμίν/τι: φέρνω στη μνήμη μου. Τσένου αμίν/τι: κρατώ στη μνήμη μου.
Αμίνου: Ρίχνω, πετάω. Αμινάτου-ου: ρηγμένος. Πληθ.: αμινάτσι-ιε. Θηλ.: αμινάτε-α. Πληθ.: αμινάτι-λι.
Αμιρίτζου: Αναπαύομαι το μεσημέρι στη σκιά, τόπος σκιερός για τον μεσημεριανό ύπνο των ζώων.
Αμιώφι-λι: Προσφώνηση της νύφης στον πεθερό αλλά και σε κάθε αδελφό ή εξάδελφο του πεθερού.
Αμμπάρα: Το σωστό, το ορθό, το καλό, το βολικό, το δίκαιο.
Αμόνι-α: Αμόνι του σιδηρουργού.
Άμου: Έχω. Βοηθητικό ρήμα, πρώτο πρόσωπο ενεστώτα.
Αμουϼτσέστου & αμούϼτσου: Μουδιάζω. Αμουϼτσέτου-ου: μουδιασμένος. Πληθ.: αμουϼτσέτσι-ιε. Θηλ.: αμουϼτσέτε-α. Πληθ.: αμουϼτσέτι-λι.
Αμπόϼου-ου: Η αυλή μπροστά στο σπίτι και όχι η ευρύτερη.
Αμπουρἔτζου: Ατμίζω βγάζω ατμούς. Πένι αμπουράτε: ψωμί ατμισμένο για μαλάκωμα. Άμπουρου: ατμός. Πληθ.: άμπουρι.
Αν/τρἔϊλια & ναν/τρἔϊλια: Ανά τρεις, τρεις-τρεις. Αν/τσέϼτσου: Πρόπερσι, ντι αν/τσέϼτσου: από πρόπερσι.
Αναλουγί-α: Αναλογία, ποσόστωση.
Ανάλτου-ου: Ψηλός. Πληθ.: ανάλτσι-ιε. Θηλ.: ανάλτε-α. Πληθ.: ανάλτι-λι.
Ανάλτσου: Σηκώνω, ανασηκώνω, υψώνω, ανεβάζω.
Ανάνγκι-α: Ανάγκη.
Αναπουδιά-ου: Αναποδιά.
Ανάπουδου-ου: Αναποδογυρισμένος, ανάποδος, δύστροπος.
Ανάσε-α: Αναπνοή, ανάσα, ανάπαυση. Δες: αντιγιάρι.
Αναφουράου: Αναφορά, αίτηση.
Ανγκάνου: Κάλεσμα ζώων. Ανγκάνε καένιλι: κάλεσε τον σκύλο.
Άνγκιλου-ου: Ήσυχος, ήρεμος, πράος, άγγελος.
Ανίφουϼου-ου: Ανήφορος. Δες και μ/προυστάτα.
Ανκούπουρου: Αγοράζω. Ανκουπουράτου-ου: αγορασμένος.
Άνντα: Όταν. Άνντα σι νἔτζι: Όταν θα πας.
Ανντάμουσι-α: Αντάμωμα, συνάντηση.
Ανντάϼτου-ου: Αντάρτης, επαναστάτης, άνθρωπος ατίθασος.
Ανντίχριστου-ου: Αντίχριστος, κακός, ανάποδος.
Ανντράλαε-α: Ανακατωσούρα, ζάλη, αντράλα.
Ανόστου-ου: Δικός μας. Ανώστε: δική μας.
Άνου-ου, χάνου: Χάνι και εστιατόριο από την πρώτη εμφάνισή του στα χάνια που έτρωγαν οι ταξιδιώτες.
Άνου-ου: Χρόνος, έτος. Επίρρημα: άνου: πέρυσι.
Ανουρτζἔστου & ανούργκου: Μυρίζω. Αννιούρτζι: μυρίζει. Ννιουρίζμε: μυρωδιά.
Ανουστἔτζου: Ανοστεύω. Άνουστου-ου: άνοστος. Θηλ.: άνουστε-α.
Αντάπου: Ποτίζω. Αντιπάτου-ου: ποτισμένος. Θηλ.: αντιπάτε-α.
Αντάρου: Παρασκευάζω, κατασκευάζω, κατεργάζομαι, κατεργάζω. Αντιϼάτου-ου: κατεργασμένος. Θηλ.: αντιϼάτε-α, αντάϼε σαλάτα: κατέργασε την σαλάτα, ρίξε λάδι, ξίδι, αλάτι κ.λπ.. Το Αντάρου: κατεργάζω, μερικές φορές ακούγεται στη θέση του τσι φάτσι: Τι κάνεις; Δηλαδή: τσι αντάρι αντί για το τι κατεργάζεις, λέει τι κάνεις. Αυτό είναι δάνειο από βλάχους άλλων περιοχών που για το τι κάνεις λένε: τσι αντάρι και όχι τσι φάτσι που λέμε εμείς.
Αντάστου: Περιμένω με ανυπομονησία, προσδοκία και ελπίδα. Τι αντάστε: ανυπομονείς (να το φας το ξύλο). Λου αντιστά: αδημονούσε (να τις φάει). Τι αντάστε και Τι αντιστά: κοινώς σε τρώει και σε έτρωγε ο πισινός σου.
Αντἔτι,α: Έθιμο, συνήθεια, αντέτι.
Αντίγιου: Αναπνέω, ανασαίνω. Αντιγιάτου-ου: ο άνθρωπος με πρόβλημα στην αναπνοή. Αντιγιάτικου-ου: ασθμένων, έχει άσθμα, είναι ασθματικός.
Αντινάβρα & αζντινάβρα: Πρόσφατα, πριν από λίγη ώρα.
Αντουκἔστου: Καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι.
Αντούκου: Φέρνω, για δεύτερα-τρίτα πρόσωπα και αντικείμενα. Ποτέ δεν λέμε αντούκου για πρώτο πρόσωπο όπου λέμε γίνου: έρχομαι. Οι περισσότεροι μη «αρβανιτόβλαχοι» λένε μι αντούκου: με φέρνω. Μι ντούκου: με πάω. Ενώ εμείς λέμε: νἔνγκου: πάω.
Αντούνου: Μαζεύω, αθροίζω, αποθηκεύω, αποταμιεύω.
Αντούρι & ντούρι: Αρκετά, φτάνει, όχι άλλο.
Αξί και αξίε: Αξία, άξαφνα = ξαφνικά, άξαφνα, άξιου: άξιος.
Αούμμπρε-α: Σκιά. Στάου του αούμμπρε: κάθομαι στη σκιά.
Αούνγκου: Αλείφω, ασπρίζω, χρωματίζω. Αούμτου-ου: αλειμμένος.
Αούϼου: Διώχνω, κραυγάζω, ουρλιάζω. Αουϼάτου-ου: διωγμένος, εκδιωγμένος.
Αουσσιέτζου: Γερνάω, γεράζω. Αουσσιάτου-ου: γερασμένος. Πληθ.: αουσσιάτσι-ε. Θηλ.: αουσσιάτε-α. Πληθ.: αουσσιάτι-λι. Αούσσιου: γέρος. Πληθ.: αούσσι-ιε. Θηλ.: μώσσιε-α. Πληθ.: μώσσι-λι.
Απάνγκιουου-ου: Απάνεμο, καταφύγιο, άσυλο, απάγκιο.
Απάντισι-α: Απάντηση.
Απατιόνου-ου: Ψεύτης, ρίχτης, απατεώνας.
Άπε-α: Νερό. Ν/τράπε: για νερό.
Απιλπισίτου-ου: Απελπισμένος. Απιλπισίτε: απελπισμένη.
Απινντιξἔστου: Αναμένω, ελπίζω, προσδοκώ. Νι απινντιξίτου: αναπάντεχος. Νι απινντιξίτε: αναπάντεχη, αναπάντεχα.
Άπιρε: Ξημερώνει. Απρί: ξημέρωσε. Απρίτα: το ξημέρωμα. Καιϼπάτα: χάραμα. Σαμπάι: νωρίς πριν ξημερώσει.
Άπιρου: Προφυλάσσω, προστατεύω, υπερασπίζω, ξημερώνω. Π.χ.: νου άπιρε όϊλι: δεν προφυλάσσει, δεν προστατεύει, δεν ξημερώνει σώα τα πρόβατα.
Άπιστου-ου: Άπιστος, καχύποπτος.
Απλἔκου: Σκύβω, γέρνω, στρέφω προς τα κάτω, σβήνω τη φωτιά. Απλιάκαε φόκου: σβήσε τη φωτιά. Απλιάκαιτι: σκύψε.
Απουδιξἔστου: Αποδεικνύω.
Απούκου: Προφταίνω, προλαβαίνω, φθάνω. Απουκάτου: αποκατεστημένος, φτασμένος. Πληθ.: απουκάτσι-ιε. Θηλ.: απουκάτε-α. Πληθ.: αποκάτι-λι.
Απούνου: Χαμηλώνω. Απουνάτου-ου: χαμηλωμένος. Πληθ.: απουνάτσι-ιε. Θηλ.: απουνάτε,α. Πληθ.: απουνάτι, λι.
Απουρί-α: Απορία.
Απόστολου (θρησκείας): Απόστολος.
Απουστόλι και Τόλι: Απόστολος (όνομα).
Απουφουσἔστου: Αποφασίζω.
Απρίνι: Παραμονή, πριν ξημερώσει. Π.χ.: απρίνι πάσστι: παραμονή Πάσχα. Απρίνι ντουμένικαε: παραμονή Κυριακής. Απρίνι τζιόι: παραμονή Πέμπτης.
Απρίνντου: Ανάβω. Απρἔσου-ου: αναμμένος. Απράσε-α: αναμμένη.
Απρίϼιε: Ο μήνας Απρίλιος.
Απρόκιου: Πλησιάζω, δέχομαι, καταδέχομαι. Π.χ. απρώκιε πάσστιλι: πλησιάζει το Πάσχα.
Αϼάβντου: Υπομένω, ανέχομαι, αντέχω. Νου αϼάβντου: δεν αντέχω. Νου σ αϼάβντε: δεν αντέχεται.
Αράδεα: Σειρά, αράδα. Πι αράδε: στη σειρά.
Αϼάντου: Ξύνω αντικείμενο, λειάνω, πλανίζω, ξύνω το κολλημένο φαγητό στην κατσαρόλα.
Αράπου-ου: Αράπης. Να λαε Λούκα λαε αράπη μα ασστιπτάι σι μι λώι κου αγάπη: βρε Λουκά βρε αράπη για δεν περίμενες να με πάρεις με αγάπη. Στίχος από ένα παλιό βλάχικο πολυφωνικό τραγούδι μετά από μία απαγωγή.
Αϼάτσι: Κρύος, ψυχρός. Στι μπάσσιου αϼάτσι: να σε φιλήσω κρύο, δηλαδή πεθαμένο. Είναι μία από τις πολύ βαριές κατάρες που ακούγονταν παλιότερα.
Αϼέμου: Ξεχειμωνιάζουμε και ξεχειμωνιάσαμε. Γ-ιάϼε-α: ο χειμώνας.
Αϼέμου: Σκάβω, σκαλίζω, οργώνω. Έστι αϼιμάτου: είναι σκαμμένος. Αϼέμε: σκάψε. Αϼέμου: σκάψτο.
Αϼέντου: Γελώ, εξαπατώ. Αϼέσου-ου: γέλιο. Μι αϼέσι: με ξεγέλασε. Αϼέντι: γέλα και γελάει.
Αϼἔστου: Αραιώνω, σκορπίζω, σκουπίζω. Π.χ.: αϼἔστου κάσα: σκουπίζω το σπίτι. Αϼἔστου όιλι: αραιώνω, σκορπίζω τα πρόβατα.
Αϼἔτζου & ιαϼἔτζου: Ξεχειμωνιάζω. Ι-αϼίου-ου: χειμάδι, χειμαδιό.
Αρἔτι: Επιβήτορας (για ζώα). Μπιρμπἔτσι αρἔτι: κριάρι βαρβάτο επιβήτορας.
Αϼικἔστου: Αρπάζω. Μι αϼικἔστου: αρπάζομαι, τσακώνομαι. Αϼικίτου-ου: αρπαγμένος. Πληθ.: Αϼικίτσι-ιε. Θηλ.: αϼικίτε-α. Πληθ.: αϼικίτι-λι.
Αϼίκιου-ου: Νεφρό. Πληθ.: αϼίκι-λι.
Αϼιμένου: Ρήμα. Μένω, ξεμένω, υπολείπομαι, επιζώ.
Αρίνε-α: Άμμος, σκόνη από την αρένα.
Αρισἔστου: Αρέσω. Ννι αρισἔσστι: μου αρέσει.
Αρίτσσιου-ου: Σκαντζόχοιρος και μαντραβίτσα (εξάνθημα δέρματος).
Αρμάτι-λι: Ο ρουχισμός μαζί με τα κοσμήματα (συνήθως γυναικών).
Αρματουσἔστου: Εξοπλίζω, ντύνω, αρματώνω. Άρμε: όπλο.
Άρντου: Καίω. Αρντἔρι: κάψιμο. Άρσου-ου: καμμένος. Άρσε-α: καμμένη.
Α-ϼουκιούσιου & ϼουκιουσιέστου: Γλιστρώ, ολισθαίνω, κάνω γλίστρα.
Αϼούκου: Ρίχνω, πετάω άχρηστα. Αϼούκου χίμα: πέταξέ το χάμω, μακριά.
Α-ϼουκουρἔτζου: Κρυώνω, κρυολογώ, αρρωσταίνω. Α-ρυκόρι: κρύο, ψύχος. Αϼουκουράτου-ου: κρυωμένος, κρυολογημένος. Πληθ.: Α-ϼουκουράτσι-ιε. Θηλ.: Α-ϼουκουράτε-α. Πληθ.: Α-ϼουρκουράτι-λι.
Α-ϼουκουτἔστου: Κυλάω, κατρακυλάω. Μι αϼουκουτἔστου: κατρακυλάω αλλά και πέφτω, ξαπλώνω για ύπνο.
Αϼούπου: Τρυπάω, τρυπώνω. Αϼούπτου-ου: τρυπημένος. Πληθ.: αϼούπτσι-ιε. Θηλ.: αϼούπτε-α. Πληθ.: αϼούπτι-λι.
Α-ϼουσσιουνἔτζου: Ντροπιάζω. Μι αϼουσσσιουνἔτζου: ντροπιάζομαι. α-ϼουσσένι-α: ντροπή. Α-ϼουσσιουνάτου-ου: ντροπιασμένος. Πληθ.: α-ϼουσσιουνάτσι-ιε. Θηλ.: α-ϼουσσιουνάτε-α. Πληθ.: Α-ϼουσσιουνάτι-λι.
Α-ϼουστόνου: Ανατρέπω, αναποδογυρίζω. Α-ϼουστουνάτου-ου: αναποδογυρισμένος. Πληθ.: α-ϼουστουνάτσι-ιε. Θηλ.: α-ϼουστουνάτε-α. Πληθ.: α-ϼουστουνάτι-λι.
Αϼσάρου: Πηδώ. Αϼσιρίτου-ου: πηδηγμένος. Πληθ.: αϼσιρίτσι-ιε. Θηλ.: αϼσιρίτε-α. Πληθ.: αϼσιρίτι-λι.
Αϼώμυκου: Μασάω, μηρυκάζω, αναμασώ. Αϼουμυκάτου-ου: μασημένος. Πληθ.: αϼουμυκάτσι-ιε. Θηλ.: αϼουμυκάτε-α. Πληθ.: αϼουμυκάτι-λι.
Ασ: Μόριο κατά το ελληνικό: ας πάει: ασ νιάνγκαε.
Ασιάρε: Εχθές. Αστιϼσιάρε: προχθές. Ασιάρε ντιμιάτσε: εχθές το πρωί.
Ασιμουσἔστου: Ασημώνω. Ασίμι-α: ασήμι.
Ασιρνώπτια: Εχθές το βράδυ τη νύχτα.
Α-σκαιννισἔστου: Ταλαιπωρώ, λαχανιάζω, σκανιάζω. Α-σκαιννισίτου-ου: σκανιασμένος. Πληθ.: α-σκαιννισίτσι-ιε. Θηλ.: α-σκαιννισίτε-α. Πληθ.: α-σκαιννισίτι-λι.
Ασκέρι-α: Στρατός, ασκέρι.
Α-σκούλντου: Μπανιαρίζω, χώνω ολόκληρον στο νερό, λούζω. Μι α-σκούλντου: μπανιαρίζομαι, χώνομαι ολόκληρος στο νερό. Α-σκουλντάτου-ου: βουτηγμένος. Πληθ.: α-σκουλντάτσι-ιε. Θηλ.: α-σκουλντάτε-α. Πληθ.: α-σκουλντάτι-λι. Βινιά α-σκουλντάτου νκίκαε ντι άπε: ερχόταν απ’ τον πολύ ιδρώτα σαν βουτηγμένος στο νερό, έσταζε νερό.
Ασκούλτου: Ακούω με προσοχή, υπακούω, στήνω αυτί.
Ασκούνντου: Κρύβω, αποκρύπτω. Μι ασκούνντου: κρύβομαι. Ασκούμτου-ου: κρυμμένος. Πληθ.: ασκούμτσι-ιε. Θηλ.: ασκούμτε-α. Πληθ.: ασκούμτι-λι.
Ασλάνου-ου: Λεβέντης, γενναίος, παλικάρι, λιοντάρι. Πληθ.: ασλάννι-ιε. Θηλ.: ασλάνε-α. Πληθ.: ασλάνι-λι.
Ασούνου: Κρούω, ηχώ, παράγω ήχο, κουδουνίζω.
Ασούντου: Ιδρώνω. Ασουντάτου-ου: ιδρωμένος. Πληθ.: ασουντάτσι-ιε. Θηλ.: ασουντάτε-α. Πληθ.: ασουντάτι-λι. Σιντώρι-α: ο ιδρώτας.
Ασπάργκου: Χαλάω, καταστρέφω, διαφθείρω, χαλάω νόμισμα. Ασπάϼτου-ου: χαλασμένος, σπάταλος. Πληθ.: ασπάϼτσι-ιε. Θηλ.: ασπάϼτε-α. Πληθ.: ασπάϼτι-λι.
Ασπάρου: Τρομάζω, φοβερίζω. Μιασπάρου: φοβάμαι, τρομάζω. Ασπιράτου-ου: φοβισμένος. Πληθ.: ασπιρτάτσι-ιε. Θηλ.: ασπιράτε-α. Πληθ.: ασπιράτι-λι. Ασπάρου: σημαίνει και φαίνομαι, μοιάζω. Δες και νσιπάρου-νσιπάρι.
Ασπἔλου: Ξεπλένω. Ασπιλάτου-ου: ξεπλυμένος. Πληθ.: ασπιλάτσι-ιε. Θηλ.: ασπιλάτε-α. Πληθ.: ασπιλάτι-λι.
Ασσκἔτζου: Ξεσκίζω, κομματιάζω. Ασσκιάτου-ου: ξεσκισμένος. Πληθ.: ασσκιάτσι-ιε. Θηλ.: ασσκιάτε-α. Πληθ.: ασσκιάτι-λι.
Ασστἔπτου: Περιμένω, προσδοκώ.
Ασστἔργκου: Καθαρίζω, σφουγγαρίζω, σφουγγίζω. Ασστἔϼσου: σφουγγισμένος. Πληθ.: ασστἔϼσι-ιε. Θηλ.: ασστἔϼσε-α. Πληθ.: ασστἔϼσι-λι.
Ασστἔϼου: Στρώνω, κυνηγώ, καταδιώκω, όπως λέμε στα ελληνικά τον στρώνω στο κυνήγημα. Ασστιϼάτου-ου: στρωμένος-κυνηγημένος. Πληθ.: ασστιϼάτσι-ιε. Θηλ.: ασστιϼάτε-α. Πληθ.: ασστιϼάτι-λι.
Αστάγιου: Κόβω δρόμο, του κόβω το δρόμο, διασταυρώνομαι, το κόψιμο στο γάλα. Μι αστάγιου: κόβομαι, παραλύω από κάτι αναπάντεχο. Σι αστιγιέ λάπτιλι: κόπηκε το γάλα, όπως λέμε και κόπηκε το αυγολέμονο στη σούπα. Αστιγιάτου-ου: κομμένος, έτσι λέγεται και ο άνθρωπος που κόβει την ηρεμία του και οργίζεται ξαφνικά χωρίς σοβαρό λόγο. Πληθ.: αστιγιάτσι-ιε. Θηλ.: αστιγιάτε-α. Πληθ.: αστιγιάτι-λι.
Αστάρε: Σήμερα το βράδυ.
Αστιβιάρε: Το περασμένο καλοκαίρι.
Αστιγιάϼε: Τον περασμένο χειμώνα.
Αστίνγκου: Σβήνω, εξαφανίζω. Αστίνγκου φόκου: σβήνω, εξαφανίζω τη φωτιά. Ουσ τι αστίνγκου: θα σε σβήσω, εξαφανίσω. Αστίμτου-ου: σβησμένος, εξαφανισμένος. Πληθ.: αστίμτσι-ιε. Θηλ.: αστίμτε-α. Πληθ.: αστίμτι-λι.
Αστιπρινβιάρε: Την περασμένη άνοιξη.
Αστιϼσάρου: Υπερπηδώ. Αστιϼσιρίτου-ου: υπερπηδημένος (έτσι λέγεται ο υπερόπτης κοινώς καβαλημένος). Πληθ.: Αστιϼσιρίτσι-ιε. Θηλ.: αστιϼσιρίτε-α. Πληθ.: αστιϼσιρίτι-λι.
Αστιτώμνε: Το περασμένο φθινόπωρο.
Αστούμσινα: Κάποια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν, τότε.
Αστούπου: Βουλώνω, ταπώνω. Αστουπάτου-ου: βουλωμένος. Πληθ.: αστουπάτσι-ιε. Θηλ.: αστουπάτε-α. Πληθ.: αστουπάτι-λι.
Αστρἔκου: Ξεπερνώ, προσπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω. Αστρικούτου-ου: ξεπερασμένος. Πληθ.: αστρικούτσι-ιε. Θηλ.: αστρικούτε-α. Πληθ.: αστρικούτι-λι.
Ατά & ατάου: Δικό σου, δική σου.
Ατάϊα & ατάϊ: λέγεται: Στι πάτε ατάϊα: να σε βρει μια αναποδιά, ζημιά. Τσι ατάϊ σ’ φἔτσι: τι αναποδιά, τι ζημιά έγινε.
Άτε λάϊε: Μητέρα μαύρη, λέγεται σαν το ελληνικό: πω-πω!!
Ατζαμίου-ου: Άπειρος, ατζαμής.
Ατζιόκου: Παίζω άλλον. Μι ατζιόκου: παίζω εγώ, παιχνίδι.
Ατζιούνγκου: Φθάνω, κοντεύω. Ατζιούμσι: έφτασε.
Ατζιουνἔτζου: Πεινάω πολύ. Ατζιούνου-ου: Νηστικός, πεινασμένος. Πληθ.: ατζιουνάτσι-ιε. Θηλ: ατζιούνε-α. Πληθ..: ατζιουνάτι-λι.
Ατζιούτου: Βοηθάω. Ατζιουτάτου-ου: βοηθημένος. Πληθ.: ατζιουτάτσι-ιε. Θηλ.: ατζιουτάτε-α. Πληθ.: ατζιουτάτι-λι.
Ατιμία: Ατιμία.
Άτιχου-ου: Άτυχος. Ατιχί-α, ατυχία.
Ατσά: Εκείνη. Ατσάου φἔτσι: εκείνη το έκανε.
Άτσαλου-ου: Άτσαλος. Θηλ.: άτσαλαε-α.
Ατσἔλου: Εκείνος.
Ατσία: Αυτού. Ατσία στέ: αυτού, κάτσε, στάσου.
Αφανισἔστου: Αφανίζω, καταστρέφω, εξαφανίζω.
Αφάου: Κουκί, κουκιά (κηπευτικό, φάβα).
Αφἔνντου-ου: Κύριος, αφέντης, πεθερός για τη νύφη.
Άφεριμ: Μπράβο, εύγε.
Αφίγκαιρα και αφρίγκαιρα: Γύρω-γύρω, τριγύρω.
Αφιλισἔστου: Αξίζω, χρησιμεύω, ωφελώ.
Αφιρἔστου: Προφυλάσσω, προστατεύω. Αφιρίτου-ου: φυλαγμένος, προστατευμένος. Πληθ.: αφιρίτσι-ιε. Θηλ.: αφιρίτε-α. Πληθ.: αφιρίτι-λι. Μι αφιρἔστου: φυλάγομαι, προφυλάγομαι.
Αφίφου & ζαϊφου: Ασθενικός, καχεκτικός, μυγιάγγιχτος. Θηλ.: αφίφε-α.
Άφλου: Βρίσκω. Αφλάτου-ου: βρισκούμενος, αυτός που βρέθηκε (έτσι λέγεται και ο άνθρωπος που είναι αλλοπαρμένος βρίσκεται σε μη φυσιολογική πνευματική κατάσταση). Πληθ: αφλάτσι-ιε. Θηλ.: αφλάτε-α. Πληθ.: αφλάτι-λι.
Α-φουμἔτζου: Παράγω καπνό, καπνίζω, καίω κάτι που καπνίζει.
Α-φουνντόσου: Βαθύς. Αφυνντά, βαθιά. Α-φουνντουσίμι: βάθος. Φούνντου-ου: Φούντος, ο πάτος του βάθους.
Α-φουνντουσἔστου: Βυθίζω, καταβυθίζω, χώνω στο νερό, φουντάρω.
Αχαέν/του: Τόσος. Αχαέν/τε: τόση.
Αχόργια: Χωριστά, χώρια, χωρίς και παρά.
Αχουλἔστου: Ψηλαφίζω, χαϊδεύω, κάνω χρήση της αφής.
Α-χουμμπουσἔστου: Χαντακώνω, χώνω στο χώμα. Α-χουμμπουσίτου-ου: χαντακωμένος. Θηλ.:α-χουμμπτουσίτε-α.
Α-χούρι-α: Αχούρι.
Αχουϼχἔστου: Αρχίζω. Αϼχί-α: αρχή. Αχουϼχίτου-ου: αρχινημένος. Πληθ.: αχουϼχίτσι-ιε. Θηλ.: αχουϼχίτε-α. Πληθ.: αχουϼχίτι-λι.
Αχτάρι: Τέτοιος, τέτοια.
Άχτι: πάθος εκδίκησης, άχτι.
Αώ: Εδώ. Αώτσι: εδώ δα.
Αώλταρι: Προχθές.