Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Ώιε-α: Το πρόβατο. Πληθ.: όι-λι.
Ώλαε-α: Ο μαστραπάς, η κανάτα για πόσιμο νερό και ώλα ντι χιρμπἔρι: ο μαστραπάς για βράσιμο.
Ώρε: Φορά. Ούνε ώρε: λέγεται ουνώρε: μία φορά. Ντάου όρι: νταόρι: δύο φορές. Τρἔι όρι: τρεις φορές κ.ο.κ.
Ώρε-α: Η ώρα (χρονικό). Τσι ώρε έστι: τι ώρα είναι; Για την χρονική ώρα όμως γίνεται χρήση το σάτι: ώρα.
Ώϼφουνου-ου: Ορφανός. Ωϼφάνιε-α: ορφάνια. Πληθ.: ώϼφινι-ιε. Θηλ.: ώϼφινε-α. Πληθ.: ώϼφινι-λι.
Ώσπι: Φιλοξενούμενος, επισκέπτης, φίλος. Πληθ.: ώσπιτσι-ιε. Θηλ.: ώσπιτε-α. Πληθ.: ώσπιτι-λι.