Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Φαγαέλου: Ο φαγάς, ο καλοφαγάς.
Φάκου: Το κυρίαρχο ρήμα, κάνω, πράττω, κατασκευάζω, φτιάχνω, γίνομαι, και κυρίως δημιουργώ. Φάκου-φιάκω που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο - μικρή θεότητα, δημιουργό. Σημαίνει: γεννώ-τεκνοποιώ-παράγω ζωή. τους ανύπαντρους δε αρσενικά και θηλυκά ως εν δυνάμει δημιουργούς τεκνοποιούς.
Φαλιμἔνντου-ου: Πτώχευση, φαλιμέντο.
Φάλκαε-α: Η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος.
Φάμπρικαε-α: Εργοστάσιο, φάμπρικα.
Φανατικό και θανατικό: Μεγάλος φανατισμός του θανατά.
Φανἔλαε-α: Φανέλα. Φανάρου-ου: το φανάρι.
Φάννταζμε-α: Φάντασμα. Φανντασί-α: φαντασία.
Φάρε-α: Γένος, καταγωγή, φάρα.
Φάϼμακου-ου: Φάρμακο.
Φάρμουκου: Δηλητηριάζω, φαρμακώνω, φουϼμάκου-ου: φαρμάκι Φυϼμυκάτου-ου: φαρμακωμένος. Πληθ.: φυϼμυκάτσι-ιε. Θηλ.: φιϼμυκάτε-α. Πληθ.: φυϼμυκάτι-λι.
Φαϼφαλιόπε-α: Ο βάτραχος.
Φάσε-α: Το πουλί φάσα, φασιανό-λου: ο φασιανός.
Φάσσιου: Σπαργανώνω, φασκιώνω, δες μφάσσιου.
Φάτσε-α: Όψη, πρόσωπο, φάτσα.
Φέρε: Παρά, χωρίς. Π.χ.:φέρε κώντε: χωρίς ουρά.
Φἔρικαε-α: Το φυτό η φτέρη.
Φἔτου: Φτιάχνω, γεννώ, τεκνοποιώ, συνήθως για ζώα. Φιτάρι-α: η γέννα. Φιτάτου-ου: ο γεννημένος. Πληθ.: φιτάτσι-ιε. Θηλ.: φιτάτε-α. Πληθ.: φιτάτι-λι.
Φιάτε-α: Κόρη, κοπέλα, κορίτσι. Φιατίκαε-α: κοριτσάκι.
Φιγούρε-α: Επίδειξη, εντύπωση, φιγούρα.
Φιλί-α: Αγάπη, εμπιστοσύνη, φιλία.
Φιλί-ε: Κομματάκι, φιλετάκι. Π.χ.: ούνε φιλί ντι κάϼε: ένα κομματάκι από κρέας.
Φιλιτζιάνε-α: Φλιτζάνι. Φίλντισου-ου: ελεφαντόδοντο, φίλντισι.
Φινιτἔστου: Χορταίνω. Μι φινιτἔστου: χορταίνω εγώ. Φινιτἔρι-α: το χόρτασμα. Φινιτίτου-ου: Χορταμένος. Πληθ.: φινιτίτσι-ιε. Θηλ.: φινιτίτε-α. Πληθ.: φινιτίτι-λι.
Φίρε-α: Ελάττωση της αρχικής ποσότητας, η φύρα. Φιρισἔστου: ελαττώνω, φυραίνω.
Φιριγκούσσι-ε και φιριγκούσσιου-ου: Ο κύκλος.
Φιριτζἔου-ου: Κάλυμμα προσώπου Οθωμανών, φερετζές.
Φιρμάνι-α: Διάταγμα, φιρμάνι. Φυσσιἔκου-ου: σφαίρα, φουσέκι.
Φισούγιου-ου: Φασόλια και φασολάδα.
Φιτάγιου-ου: Περίοδος γέννας των προβάτων και το νεογέννητο.
Φιτίγιου-ου: Το φυτίλι από μετατροπή του λι σε γι.
Φιτιψἔστου: Φυτεύω. Φίτρου-ου: Το φύτρο.
Φιτσσιόϼου-ου: Το αγόρι, εν δυνάμει γεννήτορας, φατίορ.
Φιτσσουράκου-ου: Νεανίας, παλικαράκι.
Φλάμμπουρε-α: Το φλάμπουρο του γάμου, φρέσκο κλωνάρι δέντρου στολισμένο.
Φλίτουρε-α: Πεταλούδα, χρυσαλλίδα, ψυχή.
Φλόκου-ου: Μικρή ποσότητα μαλλιού, πλοκάμι, φλόκος.
Φλόρου-ου: Υπόλευκος, για ζώα. Φλουρί-α: χρυσό νόμισμα, φλουρί.
Φόγιου-ου και φώλι: Σάκος από δέρμα για γαλακτοκομικά, ασκός.
Φόκου-ου: Η φωτιά. Φουγάρου-ου: το φουγάρο.
Φόλαε-α: Δηλητηριασμένο φαγώσιμο για σκύλους, η φόλα.
Φόρε-α: Στα ίσια, στα φόρα, ελευθερόστομα, σε κοινή θέα.
Φόϼτσε-α: Ισχύς, δύναμη, φόρτσα.
Φότι-λι: Τα φώτα. Τα Θεοφάνεια, Φώτα.
Φουβιρισἔστου: Τρομάζω, φοβερίζω.
Φούγκου: Φεύγω, αναχωρώ, αποχωρώ, εγκαταλείπω. Φούγκαε-α: φευγάλα. Φουτζἔρι-α: το φευγιό. Φουτζίτου-ου: ο φευγάτος. Φουγκάτου-ου: φευγάτος από μυαλό. Πληθ.: φουτζίτσι-ε. Φουγκάτσι-ιε. Θηλ.: φουτζίτε-α. Φουγκάτε-α. Φουτζίτι-λι. Φουγκάτι-λι.
Φουκαρέ-λου: Δυστυχής, φτωχός, φουκαράς.
Φουλιά-ου: Φωλιά πτηνών. Δες και λιόζιου.
Φουλίκου-ου και φουλίνε-α: Μικρός δερμάτινος ασκός.
Φουμάρι-α: Το κάπνισμα. Φουμάτου-ου: καπνισμένος. Πληθ.: φουμάτσι-ιε. Θηλ.: φουμάτε-α. Πληθ.: φουμάτι-λι.
Φουμἔγιε-α: Οικογένεια, φαμίλια. Πληθ.: μουμἔγι-λι.
Φουμἔτζου: Καπνίζω, παράγω καπνό. Φούμου-ου: ο καπνός.
Φουμουτἔτζου: Πεινάω πολύ. Νγίνι φώμι: μου έρχεται πείνα, πεινάω. Φουμουτάτου-ου: ο πεινασμένος. Θηλ.: φουμουτάτε-α. Φώμι-α: η πείνα.
Φουν/τένε-α & φλουν/τένε-α: Η μικρή πηγή.
Φούνι-α: Σχοινί, τριχιά. Φόϼτιμε-α: το πολύ ισχυρό σχοινί για το φόρτωμα.
Φουνντουσἔστου: Χάνομαι κάτω από το νερό, φουντώνω, φουντάρω. Φούνντου-ου: ο πάτος του νερού, ο φούντος. Φουνντόσου-ου: ακούγεται χουνντόσου-ου. Ο βαθύς. Πληθ.: φ(χ)ουνντόσι-ιε. Θηλ.: φ(χ)ουνντώσε-α. Πληθ.: φ(χ)ουνντώσι-λι.
Φούρι καε: Εκτός κ’ αν. π.χ.: φούρι καε βίνι: εκτός κι αν ήρθε.
Φουϼίγκαε-α: Το μυρμήγκι. Πληθ.: φουϼίτζι-λι. Γκἔγκα και γκαἔγκανου-ου: το μεγάλο αρσενικό μυρμήγκι, ο μέρμηγκας.
Φούϼκαε-α: Η διχάλα, η φούρκα, η ρόκα της ελευθερίας κίνησης των ποδιών χωρίς τα χέρια να σταματούν να παράγουν. Τραγούδι: το κέντισμα είναι γλέντισμα κι η ρόκα το σεργιάνι αλλά ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
Φουϼννί-α: Αιτία, πρόφαση, αφορμή.
Φούρου: Κλέβω, αφαιρώ, υποκλέπτω. Φουράρι-α: το κλέψιμο. Φούρου-ου: κλέφτης, αφαιρέτης. Πληθ.: φούρι-ιε. Θηλ.: φούρε-α. Πληθ.: φούρι-λι.
Φουρουσἔστου: Αφαιρούμε, αφαιρώ νοημοσύνη, γίνομαι ανόητος, κακός, δύστροπος. Φουρουσίτου-ου: ο ανάποδος, κακός, δύστροπος. Πληθ.: φουρουσίτσι-ιε. Θηλ.: φουρουσίτε-α. Πληθ.: φουρουσίτι-λι.
Φουϼτάτου-ου: Αδελφοποιημένος, βλάμης, σύντροφος, φίλος κολλητός.
Φουϼτί-α: Το φόρτωμα, η φορτωσιά, το φορτίο.
Φούσκαε-α: Φυσαλίδα, φούσκα. Φούστε-α: ρούχο, φούστα.
Φούσου-ου: Το αδράχτι της ρόκας. Φουϼτούνε-α: τρικυμία, φουρτούνα.
Φούτου: Ζευγαρώνω, γαμώ (για ανθρώπους). Φατίρω, φουτέρι-α: το γαμήσι.
Φουτούτου-ου: Γαμημένος. Πληθ.: φουτούτσι-ιε. Θηλ.: φουτούτε-α. Πληθ.: φουτούτι-λι.
Φράτι-λι: Ο αδελφός. Πληθ.: φράτσι-ιε.
Φράψουνου-ου: Είδος δένδρου, ο θράψος.
Φρἔκου: Τρίβω, κάνω εντριβή για το σώμα. Φρικάρι-α: το τρίψιμο, η εντριβή. Φρικάτου-ου: εντριβισμένος. Πληθ.: φρικάτσι-ιε. Θηλ.: φρικάτε-α. Πληθ.: φρικάτι-λι.
Φρέμτι-α: Το μέτωπο του προσώπου.
Φρέν/τζε-α: Το φύλλο. Πληθ.: φρέν/τζι-λι. Φριν/τζάτε-α: ανοιχτή ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με φυλλώδη κλωνάρια για σκιά.
Φρένγκου: Σπάω, διασπώ, τσακίζω. Φριν/τζἔρι-α: το σπάσιμο. Φρέμτου-ου: σπασμένος. Πληθ.: φρέμτσι-ιε. Θηλ.: φρέμτε-α. Πληθ.: φρέμτι-λι.
Φρένκου-ου: Νόμισμα, φράγκο.
Φρίγκου: Ρήμα Ψήνω. Φριτζέρι-α: το ψήσιμο. Φρίπτου-ου: ψημένος. Πληθ.: φρίπσι-ιε. Θηλ.: φρίπτε-α. Πληθ.: φρίπτι-λι.
Φρίγκου-ου: Το υπερβολικό ψύχος. Π.χ.: φάτσι φρίγκου: κάνει πολύ ψύχος. Φρίγκουρι: ρίγη απ’ το πολύ ψύχος ή απ’ τον πυρετό. Δες και χιάβιρε.
Φρίδε-α: Παράθυρο, παραθυρόφυλλο. Το φρύδι.
Φρίκαε-α: Φόβος, τρόμος, φρίκη.
Φριμίτου: Ζυμώνω. Φριμιτάρι-α: το ζύμωμα. Φριμιτάτου-ου: ο ζυμωμένος. Πληθ.: φριμιτάτσι-ιε. Θηλ.: φριμιτάτε-α. Πληθ.: φριμιτάτι-λι. Φρίνε-α: το αλεύρι.
Φρίνε-α: Το αλεύρι, η φαρίνα.
Φριπτάγιου-ου: Το ολόκληρο ψημένο ζώο, αρνί, πρόβατο κ.λπ..
Φρόνιμου-ου: Ο φρόνιμος.
Φρουν/τσἔλου-ου: Εξάνθημα, σπυρί πυώδες, ο βούζουκας.
Φτιξἔστου: φταίω. Συνήθως λέγεται στιπσἔστου.
Φτίχαε-α και φτιχί-α: Το όνομα Ευτυχία και η ευτυχία.
Φυνικόλου: Μεγάλο κακό, καταστροφή, φονικό.
Φώρτικαε-α: Παντός τύπου ψαλίδι, για ρούχα, για κλάδεμα κ.λπ..