Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

 

ί: Διαζευκτικό. Π.χ.: μίνι ί τίνι: εγώ ή εσύ.

Ιά και γιά: Ιδού. Π.χ.: ιά μι και γιάμι: ιδού εγώ, νά 'μαι.

Ία: Αυτή.

Ιά: επιφώνυμα αμφιβολίας όπως: σιγάα.

Ιάπα: δες γιάπα.

Ιάϼα: δες γιάϼα.

Ιαϼίου: δες αϼίου.

Ιέντου: δες έντου.

Ιάντα: δες γιάντα.

Ιάρμπα: δες γιάρμπα.

Ιγούμινου-ου: Ηγούμενος.

Ιλικί-α: ηλικία.

Ίσιχου-ου: ήσυχος.

Ιδέι-α: Ιδέα.

Ίδιου-ου: ίδιος.

Ιδουλουλάτρου-ου: Ειδωλολάτρης.

Ιρίνι-α: ειρήνη.

Ίζβουρου-ου: Πηγή, μέρος που αναβλύζει νερό και κυλάει.

Ίκαε: Διαζευκτικό ή π.χ.: ίκαε μίνι ίκαε τίνι: ή εγώ ή εσύ.

Ικουσσιάρικου-ου: Εικοσάρικο.

Ικώνε-α: Εικόνα, εικόνισμα.

Ίδουλου-ου: είδωλο.

Ιλτσσι-α: Γιατρικό, φάρμακο, ίαμα.

Ιμιριψστου: Ημερεύω, εξημερώνω, ημερώνω.

Ίμνου: Περπατώ, βαδίζω. Ιμνάτικου-ου: βάδισμα. Ιμνάρα: περπάτημα. Ιμνάτου-ου: περπατημένος. Πληθ.: ιμνάτσι-ιε. Θηλ.: ιμνάτε-α. Πληθ.: ιμνάτι-λι.

Ιν/τουρι-α: Αμφιβολία. Ιν/τουίτου-ου: προβληματισμένος. Πληθ.: ιν/τουίτσι-ιε. Θηλ.: ιν/τουίτε-α. Πληθ.: ιν/τουίτι-λι.

Ιν/τουστου: Έχω ενδοιασμό, αμφιβάλλω, προβληματίζομαι.

Ίν/τρου: Μπαίνω, εισέρχομαι. Ιν/τράρι-α: έμπασμα (είσοδος). Ιν/τράτου: μπασμένος. Πληθ.: ιν/τράτσι-ιε. Θηλ.: ιν/τράτε-α. Πληθ.: ιν/τράτι-λι.

Ινάτι-α: οργή, θυμός, γινάτι. Ινατιόσου: οργίλος (οργισμένος, που οργίζεται εύκολα). Πληθ.: ινατιόσιε.

Ινγτζου: Ζωντανεύω, ανασταίνομαι, αναβιώνω, αναζώ.

Ινγιάρι-α: Ζωντάνεμα. Ινγιάτου-ου: αναστημένος. Πληθ.: ινγιάτσι-ιε. Θηλ.: ινγιάτε-α. Πληθ.: ινγιάτι-λι.

Ίνγιρου-ου: Τρυφερός, νεογέννητος, βλαστός. Λέγεται για φυτά.

Ίνιμε-α: Καρδιά, ψυχή. Λού ακαιτσέ ίνιμα: τον έπιασε η καρδιά. Άρι ίνιμε μπούνε: έχει καλή ψυχή.

Ιόδιου-ου: Ιώδιο.

Ικονόμου: οικονόμος.

Ιγρασί-α: υγρασία.

Ιπόθισι: Υπόθεση.

Ιπόλιψι: υπόληψη.

Ιπόσχιση: υπόσχεση.

Ιπουγραψστου: Υπογράφω. Ιπουγραφί-α: υπογραφή.

Ιπουργό-λου: Υπουργός.

Ίψου: γύψος.

Ιπουχριουσστου: Υποχρεώνω.

Υπουψί-α: υποψία.

Ιράτι-α: Ανάπαυση, ξεκούραση, καλοπέραση, ραχάτι.

Ιρτζιάι-ϊα: Παρακαλάω, παράκληση, χάρις, ικεσία.

Ισάπι-α: Λογαριασμός, υπολογισμός.

Ίσνάφι-α και σνάφι-α: Συντεχνία, συνάφεια, ίδια δουλειά, σινάφι.

Ίσου-ου: Άτομο, πρόσωπο. Πληθ.: ίσσι-ιε. Π.χ.: ιρα ούν ίσου: ήταν ένα άτομο. Ιρά μούλτσι ίσσι: ήταν πολλά άτομα.

Ίσσιου-ου: Ίσιος, ευθύς. Ίσσια: ευθεία, δες και ν/ντρπτου.

Ισσιουσστου: Ισιώνω.

Ιστουρί: ιστορία και σειρά, τάξη. Π.χ.: μπάγκου πι ιστουρί: βάζω σε μια σειρά μια τάξη.

Ιτί: Αφορμή, αιτία.

Ιτία: Παθολογικός θυμός, νευρασθένεια.

Ίτσσι: Τίποτα, καθόλου, ουδέν.

Ιτσσιβιϼώρε: Καμιά φορά, ουδέποτε.

Ίψουμε-α: Ο άρτος για ύψωμα (ευλογία) στην εκκλησία.