Του αμάρα ατσά λάϊα: στη θάλασσα την μαύρη, στον αγύριστο.

 

Στι μπάσσιου αϼάτσι: να σε φιλήσω κρύο, δηλαδή πεθαμένο.

 

Στι πάτε ατάϊα: να σε βρει μια αναποδιά, ζημιά.

 

Τσι ατάϊ σ’ φτσι: τι αναποδιά, τι ζημιά έγινε.

 

Σι αστίνγκαε βάτρα: να σου σβήσει η εστία, εννοώντας να σου σβήσει, να καταστραφεί το σπίτι σου. Τα παλιά χρόνια, όταν ζούσαν σε καλύβες, θεωρούνταν μεγάλο κακό και έλλειψη νοικοκυροσύνης αν σου έσβηνε η φωτιά.

 

Σι τι αγκουντιάστε κίκουτα: να σε βαρέσει εγκεφαλικό. Κίκου: Στάζω, σταγόνα-σταγόνα. Κίκουτε-α: σταλαματιά αλλά και αποπληξία.

 

Στι λαισστι στι μπουϊσἔσστι: να μαυρίσεις, να μπογιατιστείς, είναι μία κατάρα ελαφριάς μορφής. Μπουϊσστου: Βάφω, μπογιατίζω.

 

Σι τι αγκουντιάστε πίκα: να σε χτυπήσει η σταλαματιά να λιώσεις σταλάζοντας και να πεθάνεις (κακιά αρρώστια). Ννιαϼιμάσι πίκαε: μου έμεινε καρφί κατάκαρδο. Πίκαε-α: Κυριολεκτικά σταλαματιά, χρήση όμως γίνεται μεταφορικά που σημαίνει μεγάλο κακό, κατάκαρδο καρφί.

 

Σι κρκι σι πλαισκαινσστι: να σκάσεις, να πλαντάξεις. Πλαισκαινστου: Καταθλίβομαι, σκάω ψυχικά, εκρύγνυμαι, πλαντάζω. Πλαισκαινίτου-ου: σκασμένος, πλανταγμένος. Πληθ.: πλαισκαινίτσι-ιε. Θηλ.: πλαισκαινίτε-α. Πληθ.: πλαι- σκαινίτι-λι. Πλαισκαινέρι-α: το πλάνταγμα.

 

Στι μέκαε τζιάνα: να σε φάει το νεκροταφείο στο βουνό. Πιθανότατα από τα υψώματα που έφτιαχναν τα νεκροταφεία λόγω του ότι ο τάφος γίνονταν πολύ ρηχός, ώστε να μην κινδυνεύει να παρασυρθεί από τα νερά. Τζιάνε-α: Το βουνό. Πληθ.: τζνι-λι, έτσι λέγονταν παλιότερα και το νεκροταφείο. Τζιάνε: βουνό είναι η κατοικία και ιδιοκτησία της θεάς Διώνη-Ντιάνα, θεά του κυνηγιού και της άγριας φύσης και προστάτης των ζώων και των κτηνοτρόφων.

 

Σι κρκι σι φάτσι τένγκ: να σκάσεις, να κάνεις παφ, να εκραγείς, να εξαερωθείς. Τένγκ-τίγκα.

 

Γιου σι μέτσι τσσιόγιου: που να φας τον εαυτό σου, τα σωθικά σου.. Τσσιόγιου: Ο εαυτός, τα σωθικά για ζώα και ειδικά για τα σκυλιά. Το λέμε όταν ο σκύλος τη νύχτα ουρλιάζει σαν λύκος που το θεωρούμε κακό οιωνό και προμήνυμα θανάτου.