Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βάβω-γριά, η
 
μώσσιε-α
βαβούρα, η
 
ζαλαΐ-α
Βάγια
 
Βάγια
βάδην, το
 
ιμνάτικου-ου
βαδίζω
 
ίμνου
βάδισμα, το
 
ιμνάρι-α
βάζομαι
 
μι μπάγκου (ξαπλώνω για ύπνο)
βάζω
 
μπάγκου
βαθαίνω
 
α-φουνντουσστου
βαθιά
 
α-φονντά
βαθιά, η
 
α-φουνντώσε-α
βάθος, το
 
α-φουνντουσίμι-α
βαθούλωμα, το
 
γκρώπε-α, έτσι λέγεται και το μνήμα
βαθυπράσινος
 
βρντι μούϼε
βαθύς, ο
 
α-φουνντόσου-ου
βακαλάος, ο
 
μπακαλάϼου-ου
βαλανίδι, το
 
γκαίνντε-α
βαλαντώνω, πλαντάζω
 
πλαισκαινστου
βάλθηκα να
 
ου μπιγκάι π.χ. ου μπιγκαέ σι μώρε (βάλθηκε να πεθάνει)
βαλίτσα, η
 
βαλίτσε-α
βάλσαμο, το
 
βάλσαμου-ου
βαλτός, ο
 
μπιγκάτου-ου
βάλτος, ο
 
βάλτου-ου
βαλτώνω
 
Βουλτουσσέστου
βαμβακερός
 
ντι μπουμμπάκου-ου
βαμβάκι, το
 
μπουμμπάκου-ου
βαμμένος
 
λουγίτου
βάνα, η
 
βάνε-α
βανίλια, η
 
βανίλιε-α
βαπόρι, το
 
παμ/πόϼου-ου
βαραίνω
 
νγκρκου
βάρβαρος, ο
 
βάρβαρου-ου
βαρβάτος
 
αρτι
βαριά
 
νγκράου (η έγγυος γυναίκα)
βαριέμαι
 
πουϼτουστου
βάρκα, η
 
καιράβι-α
βαρκάρης, ο
 
καραβιάρου-ου
βάρος, το
 
νγκριάτσε-α
βαρύς, ο
 
νγκρου-ου
βαρώ
 
μπάτου
βασανίζω, τυραννώ
 
τριννιψστου-ου
βασιλεία, η
 
βασιλί-α
βασιλιάς, ο
 
βασιγιέ-λου
βαστώ
 
τσένου
βάτα, τα
 
ϼούτζι-ιε
βατόμουρα
 
μανντάζι ντι ϼούτζι
βάτραχος, ο
 
φαϼφαλιόπε-α
βαφή, η
 
λουγί-α, και μπουγιάου
βαφτίζω
 
πιττζου
βάφτιση, η
 
πιτιτζιούνι-α
βάφτισμα, το
 
πιτιτζάρι-α
βάφω
 
λουγιτζου, βιψστου, μόγιου, μπουϊσστου
βάψιμο
 
λουγιρι, βιψρι
βγάζω
 
σκότου
βγαίνω
 
σου
βδέλλα
 
δες αβδέλλα
βδομάδα, η
 
στιμένε-α
βδομαδιάτικος
 
ντι στιμένε
βέβαιος, ο
 
βέβεου-ου
βεβαιώνω
 
βεβιουσστου
βελάζω
 
ζγκἔϼου
βελανιδιά, η
 
κουπάτσσιου-ου
βέλο, το
 
βλου-ου
βελόνα, η
 
άκου-ου
βελονιά, η
 
ντσιπάρι-α
βελονιάζω
 
ντσάπου
βέλος, το
 
σαΐτε-α
βελούδο, το
 
ρούχου-ου
βενζίνη, η
 
μπιζίνε-α
βεντέτα, έχθρα, η
 
αζμιλίκι-α
βέρα, η
 
βρε-α
βέρος, ο
 
βρου-ου
βερύκοκο
 
πιάσσκαε
βήμα
 
δες βάδην
βήχας, ο
 
τουσσιέρι-α
βήχω
 
τουσσιέστου
βιάζομαι
 
μι α-γουννιουσστου
βιάζω
 
α-γουννιουσστου
βιαστικά
 
κου αγουννί
βιαστικός, ο
 
α-γουννιουσίτου
βιασύνη, η
 
α-γουννιουσρι-α
βίγλα, η
 
βίγλαε-α
βιδώνω
 
βιδουσστου
βλαμμένος, ο παρμένος
 
βλαψίτου-ου, λώτου
βλάπτω
 
βλαψστου
βλαστάρι, το
 
βλαστάρου-ου
βλαστήμια, η
 
μπλαιστιμάρι-α
βλαστημώ
 
μπλάστιμου
«Βλάχος, ο»
 
ϼιμένου-ου
βλέπω
 
βντου
βλεφαρίδα
 
πιάνα ντι όκιου
βόδι, το
 
μπόου-ου
βοήθεια, η
 
ατζιουτάρι-α
βοηθώ
 
ατζιούτου
βόθρος, ο
 
βόθρου-ου
βολεύω
 
βουλιψστου
βόλι, το
 
πλιούμμπου-ου
βόλτα, η
 
βόλτε-α
βόμβα, η
 
μπόμμπε-α
βοριάς
 
Βοργιέλου
βοσκή, η
 
πισσιούνι-α
βοσκόπουλο
 
πικουραρίτσσιου
βοσκός, ο
 
πικουράρου-ου
βόσκω
 
πάστου και πάσκου
βουβαίνω
 
μουτσέτζου
βουβάλι, το
 
βούβαλου-ου
βουβαμάρα, η
 
μουτσέρι-α
βουβός, ο
 
μούτου-ου
βούλα, η
 
βούλαε-α
βουλευτής, ο
 
βουλιφτίου-ου
βουλώνω
 
αστούπου
βουναλάκι, το
 
τζινόπουλαε-α
βουνό, το
 
τζιάνε-α και μούν/τι (ορεινός όγκος)
βούρκος, ο
 
βούρκου-ου
βουρτσίζω
 
βουϼτσισστου
βουτιά
 
βούτε και βουτιάου
βούτυρο, το
 
ούμτου-ου
βουτώ
 
ασκούλντου, βουτιξστου
βραδιά, η
 
σιάρε-α
βραδιάζω (με παίρνει το βράδυ)
 
μι για σιάρα
βράδυ, το
 
αστάρε
βράζω
 
χρμπου
βρακί, το
 
ζμιάνε-α
βράση, η
 
ούνντε-α
βραστός, ο
 
χϼτου-ου
βραχιόλι, το
 
μπιλιντζιούκαε-α
βραχνιάζω
 
σ ακάτσε μπώτσια, μου πιάστηκε η φωνή
βράχος, ο
 
γκαέϼτσσου
βρεγμένος, ο
 
αουντάτου-ου
βρέξιμο, το
 
αουντάρι-α
βρέφος, το
 
τσσιούπου-ου
βρέχω
 
αούντου
βρίζω-βλαστημώ
 
μπλάστιμου
βρίσκω
 
άφλου
βρόμα, η
 
αμ/πουτσάρι-α
βροντή, η
 
μπουμπουνιτζάρι-α
βροντώ
 
ασούνου (παράγω ήχο)
βροχή, η
 
πλώι-α
βροχόνερο
 
άπε ντι πλώι
βρυκόλακας, ο
 
βουϼκουλάκου-ου
βρύση, η
 
σσιόπυτου-ου
βρομερός - βρομιάρης
 
αμ/πουτσόσου
βρώμη, η
 
σικάρε-α
βρωμιά, η
 
αμ/πουτσουτούρε-α
βρομίζω και βρομάω
 
αμ/πούτου
βυζαίνω
 
σούγκου
βυζανιάρικο
 
σουγκάρου
βυζί, το
 
τσέτσε-α