Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γάγγραινα
 
γάγρενε-α
γάιδαρος, ο
 
γουμάϼου-ου
γαϊδούρα, η
 
γουμάϼε-α
γαϊδουριά
 
γουμαϼιλαέκι
γαϊτάνι, το
 
γκαϊτάνε-α
γάλα, το
 
λάπτι-λι
γαλάζιος
 
άλμπε ντι βίνιτε
γαλακτερός, ο
 
λαπτόσου-ου
γαλακτοκομείο, το
 
μπάτζιου-ου, μπατζαριό
γαλοπούλα, η
 
κούρκου-ου
γάμος, ο
 
νούμτε-α
γάμπα, η
 
πούλπε-α
γαμπρός, ο
 
γαμμπρό-λου
γαμώ (για ανθρώπους)
 
φούτου
γαμώ (για ζώα)
 
μιϼστου
γαμώ (για γίδια μόνο)
 
πιϼτσσιέστου
γάντζος, ο
 
γάντζου-ου
γανώνω
 
γουνουσστου
γανωτής, ο
 
γουνουσάρου-ου
γαργαλώ
 
γκουντουλστου
γάστρα, η
 
κιϼκλου-ου
γάτα, η
 
μάτσε-α
γατάκι, το
 
ματσσιόκου
γάτος, ο
 
μάτσου-ου
γατούλα, η
 
ματσσιώκαε-α
γαβγίζω,
 
αλάτρου
γάβγισμα, το
 
αλαιτράρι-α
γδάρσιμο, το
 
μπιλρι-α
γδέρνω
 
μπιλστου
γδύνω
 
ζντιπόγιου
γδυτός, ο
 
ζντιπουγιάτου-ου
γείτονας, ο
 
βιτσίνου-ου
γειτονιά, η
 
μιχαλαέ-λου
γελάδα
 
δες αγελάδα
γελέκο
 
γιλέκου
γελιέμαι
 
μι αϼέντου (κοροϊδεύω)
γέλιο, το
 
αϼέσου-ου
γελώ
 
αϼέντου (ξεγελώ)
γεμάτος, ο
 
μ/πλίνου-ου
γεμίζω
 
ούμ/πλου
γεμισμένος, ο
 
ουμ/πλούτου-ου
Γενάρης, ο
 
Γινάϼου-ου
γένι-γενειάδα, η
 
μπάρμπε-α
γέννα, η (για ζώα)
 
φιτάρι-α
γεννημένος, ο (για ανθρώπους)
 
φάπτου-ου
γεννημένος, ο (για ζώα)
 
φιτάτου
γεννώ (για ανθρώπους)
 
φάκου
γεννώ (για ζώα)
 
φτου
γεράκι, το
 
γιουπουλάϼου-ου
γεράματα, τα
 
αουσσιάτικου-ου
γερασμένος, ο
 
αννουσσιάτου-ου
γέρνω
 
τόϼου (και γυρίζω)
γέροντας, ο
 
αούσσιου-ου
γερόντισσα, η
 
μώσσιε-α
γεροντοκόρη, η
 
αϼιμάσε-α
γερός, ο
 
βυϼτόσου-ου
γερουσία, η
 
αουσσιάτικου-ου
γέρσιμο-γύρισμα
 
τουϼάρι
γερτός, ο
 
τουϼάτου-ου
γεύμα, το
 
πϼιντζάρι-α
γευματίζω
 
πϼέντζου
γέφυρα, η
 
πούν/τι-α
γεωργός
 
δες αγρότης
γη
 
λόκου τούτου
γιαγιά, η
 
ντάντε-α
γιακάς, ο
 
γιακαέ-λου
γυαλί, το
 
κλκι-α
γιαούρτι, το
 
μαϼκάτου-ου
γιατρεύω
 
βίνντικου
γιατί
 
καιτσ
γιατρικό, το
 
ιλτσσι-α
γιατριά, η
 
βινντικάρι-α
γιατρός, ο
 
γιάτρου-ου
γιατρίνα, η
 
γιατρσσιε-α
γίδα, η
 
κάπρε-α
γιαχνί, το
 
γιαχνί-α
γίνομαι
 
μι φάκου
γινάτι, το
 
ινάτι-α
γιορτάζω
 
άμου νούμα
γινωμένος, ο
 
φάπτου-ου
γκαβός, τυφλός
 
κιόϼου, όρμπου
γιος, ο
 
χίγιου-ου
γκαστρωμένη
 
νγκράου (βαριά)
γκαρίζω
 
ζγκϼου
γκέτες
 
τσσιώριτσι
γκαστρώνω
 
νκισστου νγκράου
γκλίτσα, η
 
καιϼίγκου-ου
γκιώνης
 
γκιόνι
γκρεμίζομαι
 
μι σουϼούπου
γκόμενα
 
αγαπητικιάου
γκρέμισμα, το
 
σουϼουπάρι-α
γκρεμίζω
 
σουϼούπου
γκριζομάλλης, ο
 
γρίβου-ου
γκρεμός, ο
 
μπέϼου-ου
γκρινιάζω
 
γκαιϼννιστου
γκρίνια, η
 
γκαέϼννιε-α
γλείφω
 
αλίνγκου
γκρινιάρης, ο
 
γκαιϼννιόσου-ου
γλέντι
 
γλνντι-α
γλεντζές, ο
 
γλιντζιου-ου
γνέθω
 
τόρκου
γλεντώ
 
γλινντισστου
γνωρίζω
 
κουνόστου και κουνόσκου
γνώμη, η
 
μίν/τι-α(μυαλό)
γνώριμος, γνωστός
 
κουνουσκούτου
γνωριμία, η
 
κουνουσστρι-α
γονατιστός, ο
 
τζινουκιάτου-ου
γονατίζω
 
τζινουκτζου
γονείς, οι
 
πρίν/τσι-ιε
γόνατο, το
 
τζινούκιου-ου
γόπα, η
 
μπίσστι-α
γονιός, ο
 
πρίν/τι-λι (κυρίως πατέρας)
γουλιά
 
γκουϼμάτζου, π.χ. ούνου γκουϼμάτζου (ένα κατάπιωμα)
γούβα-γούρνα
 
γκούβα
γουργουρητό
 
αούϼε μάτσιλι
γούνα, η
 
γούνε-α
γουρούνα, η
 
πώϼκαε-α
γουρλής
 
γουρλίου
γουρούνι, το
 
πόϼκου-ου
γουρουνάκι
 
πουϼτσλου
γοφός, ο
 
γκόφου-ου
γούστο
 
γούστου
γράμμα (φθόγγος)
 
σκαιριτούρε και γράμε-α
γραβάτα, η
 
γραβάτε-α
γραμματόσημο, το
 
πούγιου-ου (πουλί)
γραμματέας, ο
 
γραματικό-λου
γραμμή, η
 
αράδε-α και γραμί-α
γραμμένος, ο
 
σκαιράτου-ου
γρατζουνίζω
 
ζγκαιϼέμου
γραπώνω
 
γκρεπουστου και γραπουσσέστου
γράφω
 
σκαίρου
γρατσουνιά, η
 
ζγκαιϼμιτούρε-α
γρήγορα
 
ν/τρώρε και καγόννια και αγόννια και καιν/τρώρε
γράψιμο, το
 
σκιράρι-α
γρίπη
 
σιρμϊ και τούσι και γρίπι
γριούλα, η
 
μουσσίκαε-α
γρουσούζης, ο
 
γκουϼσέσου
γροθιά, η
 
μπούσσιουϼου-ου
γυμνώνω
 
ζντιπόγιου
γυμνός, ο
 
ζντιπουγιάτου
γυναικαδελφή, η
 
κουμνάτε-α
γυναίκα, η
 
μουγρι-α
γυρεύω-ψάχνω
 
κάφτου
γυναικάδελφος, ο
 
κουμνάτου-ου
γυρίζω-στρέφω
 
τόϼου
γυρίζω-επιστρέφω
 
μι τόϼου
γύρος-κύκλος, ο
 
φιριγκούσσιε-α
γύρισμα-επιστροφή
 
τουϼάρι
γύρω
 
αφίγκαιρα
γυροφέρνω
 
αντούκου αφίγκαιρα
γύφτος
 
μάνντου και γκίφτου
γύφτισσα
 
μάνντα και γκίφτα
περίοδος γέννας
 
φιτάγιου (για ζώα)
γωνία, η
 
τσιπου-ου