Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δάγκωμα, το
μουσσκάρι-α
δαγκώνω,
μούσσκου
δαδί, το
τζιάντε-α
δαίμονας, ο
δέμουνου-ου
δαιμονίζω
διμουνισἔστου
δάκρυ, το
λάκαιρμε-α
δάκρυα, τα
λαέκαιρι-ϼε και λαέκαιρλι
δακρύζω
λαεκαιρμἔτζου και λαἔκαιρμου
δακρυσμένος, ο
λαεκαιρμάτου-ου
δαντέλα, η
ταμτἔλαε-α
δαμιτζάνα
ντραμπουζάνα
δανεικός
πρυμούτου-ώμου
δανείζω
πρυμουτἔτζου
δανεισμός
πρυμουτάρι
δάνειο, το
πρυμούτου-ου
δάρσιμο, το
μπιτἔρι-α
δαπάνη, η
ἔξουδου-ου
δασκάλα, η
δασκάλαε-α
δασάρχης, ο
δασάρχου-ου
δάσκαλος, ο
δάσκαλου-ου
δασκαλεύω
δασκαλιψἔστου
δασύλλιο, το
κουρί-α
δάσος, το
πιντούρι-α
δαχτυλήθρα, η
κόφκα
δάφνη, η
νταφίνε-α
δάχτυλο, το
τζἔντουτου-ου
δαχτυλίδι, το
νἔλου-ου
δειλινό, το
σκαιπιτάτε-α
δείγμα
ουϼνἔκαε
δειπνώ
ν-τσίνου
δείπνο, το
ν-τσίνε-α
δέκα
τζάτσι
δείχνω
σπούνου (μαρτυράω)
δεκαέξι
σσιασπιρτζάτσι
δέκα εννέα
νάουσπιρτζάτσι
δεκαοχτώ
οπτουσπιρτζάτσι
δεκαεφτά
σιάπτισπιρτζάτσι
δεκατέσσερα
πάτρουσπιρτζάτσι
δεκαπέντε
τσίσπιρτζάτσι
Δεκέμβρης
Νντρἔου
δεκατρία
τρἔϊσπιρτζάτσι
δεν
νου
δεκτός, ο
διξίτου-ου
δεξαμενή
ουβρό (υδάτων βροχής)
δένδρο
ώλμπιρι, πληθ. ώλγκιριε
δέρμα, το
κἔλι-α
δένω
λἔγκου
δέσιμο, το
λιγκάρι-α
Δέρμα παπουτσιών
μισσίνε
δέχομαι
απρόκιου (και ζυγώνω)
δέρνω
μπάτου (βαράω)
δημοκράτης
διμουκράτου
Δευτέρα, η
λούνι-ια
διαβάζω
καέν/του (και τραγουδώ)
δηλαδή
ντιμἔκου
διαβασμένος
καιν/τάτου
δημότης
διμότου
διαβολιά
διαουλιάου
διάβασμα
καιν/τάρι
διαγράφομαι
μι ζντισκαίρου
διαβάτης
βιαβάτου
διακονιά
διακουννιάου
διάβολος
ντράκου
διακόπτω
κούρμου
διαγράφω
ζντισκαίρου
διακονιάρης
διακουνάϼου
διαλεγμένος,διαλεχτός
αλἔπτου
διαλέγω
αλἔγκου
διανυκτερεύω
άπιρου (ξημερώνομαι)
διαφεντεύω
ουϼσἔστου
διάφορο
διάφουρου
δίδυμος
μπιννιάκου (πλ. μπιννιάτσι)
δικαιολογώ
γι ντάου δίκι και γι φάκου δίκι
δίκαιος
δίκιου
δικαιούμαι
δικιουσἔστου
δίκιο
δίκι
δίνω
ντάου
διπλώνω
ντούπλικου και διπλουσἔστου
διπρόσωπος
διπρόσωπου
δισέγγονος
νιπότου νανντόϊλια
δισταγμός
ιν/τουέρι
διστάζω
ιν/τουἔστου
διχάλα
γίλαεκαιδιχάλαε
διχόνοια
λιάβε
δίψα
σἔτι
διψώ
νγίνι σἔτι
διώξιμο
αουϼάρι
δόντι
ντίν/τι, πληθ. ντίν/τσι
δούλα
ουζμικιάρε και δούλαε
δουλειά
λούκου και λούκουρου
δούλεμα
λουκράρι
δουλεύω
λουκρἔτζου
δούλος
ουζμικιάρου
δραγάτης
πανντάρου
δράκος
λάμιε και στριχίου
δραπέτευση
κϼιπάρι
δραπετεύω
κρἔπου (το σκάω)
δραχμή
φρένκου
δρεπάνι, το
σἔτσιρε-α και δριπάνι-α
δρομάκι, το
καιλίτσσιε-α
δρόμος, ο
κάλι-α
δροσιά, η
άβιρε-α
δροσίζω
αβιρἔτζου
δύναμη
τακάτι και βουϼτουσσιέμι
δυνάμωμα
βουϼτουσσιέρι
δυναμώνω
βουϼτουσσιέστου
δυνατός
βουϼτόσου (βιρτουόζος)
δύο
ντάου
δυόσμος
διόζμε
δύση, η
σκαιπιτάτε-α
δυσκολεύω
δισκουλιψἔστου
δυσκολία
δισκουλί
δύσκολος
δίσκουλου
δύω
σκάπυτου
δώδεκα
ντάου σπιρτζάτσι
δώρο
δόρου
δώρο γάμου
καινίσκου