Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Καβάλα
νκαλάρου
καβαλάρης
νκαλατόϼου
καβαλαρία
καλαρέτι (άλογο βαρβάτο)
καβαλίνα
μπάλικαε, πληθ. μπἔλιτσι
καβαλώ
νκάλικου
καδένα
μπιλιντζιούκαε
καδρόνι
γκρἔνντε
καζάνι, το
καιζάνι-α
καζμάς, ο
καιτζμέ-λου
καημένος
μιράτου
καημός
μιράκου
καθαρίζω
πιστρἔτζου και κούϼου
καθαριότητα
πάστρε
καθαρός
πιστρίτου
κάθε
κάθι
καθένας
κάθι ούνου
κάθισμα, το
σσιτζούτε-α
καθόλου
ίτσι ντίπου
κάθομαι
σσιέντου και στάου
καθρέφτης
κουτί ντι βιντέρι
καινούριος
νόου
καιρός
κιρό
καίω
άρντου
κακαρίζω
καικαιρἔτζου
κακία, η
ϼουτιάτσε-α
κακός, ο
ϼούτου-ου
κακούργος
κακούργου
καλά
γκίνι (για υγεία)
καλά
μπούνι (για ποιότητα)
καλαμπόκι
γίπτου (σπιρί)
καλαμπόκι
μίσουϼ (φυτό και τσαμπί)
καλαμπούρι
σσιακάϊ και σσιακαέ
κάλαντα
κουλίνντι
κάλεσμα
ακιμάρι
καλεσμένος
ακιμάτου
καλή
μπούνε
καλημέρα
κούμου απρίσσι
καληνύχτα
απρίτα μπούνε
καλησπέρα
κούμου τουνουκάσσι
καλικάντζαρος
καϼκάντζαλου
καλογερεύω
κουλουγκρἔτζου
καλόγερος
κουλόγκουρου
καλογριά
καλουκγκράου
καλοκαίρι, το
βιάρε-α
καλοπιάνω
ακάτσου κου μπούνου
καλός
μπούνου-ου
κάλτσα
πιϼπόντι-α
καλτσοδέτα
τσιώρε
καλύβα
καιλίβε
κάλυκας, κέλυφος
κόφκαε-α
καλύτερος
κάμα μπούνου
καλώ
ακέμου
καμάρι
μιρἔρι
καμαρώνω
μιρἔστου
καμιά
βέϼε και ιτσσβέϼε
κάμπια
λουννίδε
κάμπος
καέμ/που
κάμποσος
νισκαέν/του
καμπουριάζω
κοσουϼἔτζου
κανείς
βέρου και ιτσσβἔρου
κανναβούρι
καινιβούρου
κανονίζω
νντρἔγκου
καντήλα, η
καινντίλαε-α
κάνω-φτιάχνω
φάκου
κάπα
τιμμπάρι
κάπα κοντή
καπότε (από γιδόμαλο)
καπάκι
κουπάκου
καπάρο
καπάρου
καπαρώνω
καπαρουσἔστου
καπετάνιος
καπιτάνου
καπίστρι
καιπἔστουϼου
καπνίζω
φουμἔτζου
κάπνισμα
φουμάρι
καπνός
φούμου
καπνός φυτό
ντουάνι
κάποιος
κιούσστου κάϊ
κάποτε
κιούσστου καένντου
κάπου
κιούσστου
κάπως
κιούσστου κούμου
καραβάνι
καιρβάνι
καράβι
καιράβι
καραμέλα
μπιμπιάου
καραφλός
μπἔλου
καρβέλι
καιρβἔγιε
κάρβουνο
καιρμπούνι
καρδάρα
γκαιλιάτα
καρούμπαλο
τζιούμμπε
καρδιά, η
ίνιμε-α
καρπούζι
χιμουνίκου
καρπός
πόμου και πόμου (καρποφόρο δένδρο)
καρυδιά, η
νούκου-ου
καρύδι, το
νούκαε-α
καρφίτσα
καϼφίτσε
καρφί, το
παρόνε και πουρόνε
καρφώνω
κουϼφουσἔστου
καστανιά
γκαιστέννιου
κάστανο
γκαιστέννιε
καταβρέχω
προυσκουτἔστου
καταιγίδα
φϼούνντιλαε-α
κατακαλόκαιρο
ννιάτζε βιάρε
καταλαβαίνω
αντουκιἔστου
καταμεσήμερο
ννιάτζε πρέντζου
κατανόηση, εμπέδωση
ακικαισἔρι
καταντώ
καινντισἔστου
καταπώς
κατακουμου
καταριέμαι
μπλάστιμου
κατάστημα
ντουκἔνι (παντός είδους)
κατεβάζω
ντιπούνου
κατέβασμα
ντιπουνάρι
κατεδαφίζω
ϼουζβουἔστου
κατεδάφιση
ϼουζβουἔρι
κατηγορώ
ντζιούρου
κιάλια
ντουλμπί-α
κέντρο-επίκεντρο
Σἔνντρε-α
κεντώ
κινντισἔστου
κεραμίδι
τσσιρννίδε-α
κερασιά
κιρἔσσου-ου
κεράσι
κιράσσιε-α
κέρατο
κόϼου-ου
κερδίζω
άμου διάφορου
κέρδος
διάφουρου-ου
κερί
τσιάρε-α
κερνώ
μἔσκου
κέρασμα
μισστἔρι-α
κεραυνός
ϼουφἔα (ρομφαία) και πιϼικσίτε-α
κεφάλι
κάπου-ου
κηδεύω
νγκρόπου
κήπος
γκαιρντίνε-α
κιβούρι, το
κιβούρε-α
κιλίμι, το
κιλίμι-α
κιλό
κιλό
κιλότα
ζμιάνε
κιόλας
κιόλας
κιοτεύω
κιουτιψἔστου
κιοτής
κιουτίου
κιούγκι, το
κιούγκι-α
κίσσα
κίσε-α
κισσός
ἔντιρε
κιτρινιάρης
γκαιλμπινόσου
κιτρινίζω
γκαιλμπινἔτζου
κίτρινος
γκάλμπινου
κλαδεύω
κλαδιψἔστου
κλαδί, κλαρί
ντἔγκαε
κλαίγομαι
μι πλαένγκου
κλαίω
πλαένγκου
κλάμα
πλαένγκου και πλαιντζἔρι
κλαμένος
πλαέμτου
κλαρίνο, το
τρουμπἔτε-α και κλαρίνου
κλαψιάρης
πλαενκγουρόσου
κλέβω
φούρου, έτσι λέγεται και ο κλέφτης
κλειδαριά, κλειδί
καἔι-α
κλειδώνω
καίντου κου καἔα
κλείνω
καίντου
κλείσιμο, το
καιντἔρι-α
κλειστός, ο
καίσου-ου
κλέφτης, ο
φούρου-ου
κλεψιά
φουράρι
κληματαριά
πλἔγκουρε
κληρώνω
αμίνου σώϼτιλι και μονά-ζυγά σσκουϼτίτσιλι
κλίμα
γίτε
κλοτσιά
σκλότσου
κλώσα
κλόσσκαε
κλωσώ
κλόσσκου
κλωστή
χίϼου
κόβω
κούρμου και τάγιου
κοιλάδα
βάλι
κοιλαράς
πινντικόσου
κοιλιά
πένντικαε
κοιμάμαι
ντόρμου
κοιμίζω
μπάγκου νσόμου
κοιμισμένος
ντουρννίτου
κοινοτάρχης
μουχτάρου
κοίταγμα
μουτρἔρι
κοιτάζω
μουτρἔστου
κόκκαλο
όσου
κοκκινάδα
ϼουσσιάτσε
κοκκινίζω
ϼουσσιέστου
κόκκινος
ϼόσσιου
κοκκύτης
καρκαλἔτσου
κόκορας
κοκότου
κολικός
σστρόφου
κόλλημα
αλικἔρι
κολλώ
αλικἔστου
κολοκύθι
κουϼκουμπἔτε
κομμάτι
πιϼτσιτούρε, για κομμάτι ψωμί μπουκάτε
κομματιάζω
ντιννίκου
κομπολόι, το
όϼι και όϼιλι
κόμπος
νόντου
κοντά
απρόπι (για απόσταση)
κοντά σε ύψος
σσκούϼτι
κονταίνω
σσκουϼτἔτζου
κοντεύω
απρόκιου
κοντός
σσκούϼτου
κόντρα
σἔνντρε
κοπάδι, το
κουπί-α
κόπανος
μάγιου
κοπέλα, η
φιάτε-α
κόπιτσα
καισσιούτσε
κόπος
κόπου και κουρμάρι
κοπριά
κουϼπέϊ και φουσσννί
κοράκι
κόρμπου
κορδόνι
μυγκόϼου και τσιώρε
κόρη, η
χίγιε-α (θυγατέρα)
κοριός
ταϼταπίκιου
κούκος
κούκου
κούκλα
πυπούσσιε
κουκούλα
καιτσσούλαε
κουκουβάγια
κουκουβιάου
κουμαριά
κουμμπουϼάου
κούμαρα
κουμμπουρἔλι
κούνια
σουρμουνίτσε
κουμπούρης
κυσουϼάτου
κουνιέμαι
μι μμπάτου
κουνιάδα
κουμνάτε
κουνούπι
μυσσκόννιου
κουνώ
μμπάτου
κουράζω
κούρμου (αποκάμω)
κούραση
κουρμάρι
κουρασμένος
κουρμάτου
κουρελής
ϼἔσσκου
κουρέλι
ϼἔσσκαε και σκούτικου
κούρεμα
τουνντἔρι
κουρεύω
τούνντου
κουρκούτι
κουλιάσσιου
κουρούνα, η
γκάϊε-α
κουτάβι
καιτσέλου
κουτάλα, η
τσσιουμπάνε-α
κουταλάκι
λινγκουρίτσσιε, το προκάρδιο
κουτάλι
λίνγκουρε
κουταμάρα
τιβικιλιάτσε
κουτός
τιβικἔλου
κουτσαίνω
σσκιώπυκου
κουτσός
σσκιόπου και τόπουλου
κουτσουλιά
γκαιγινάτου
κούτσουρο
καιτσσιούμπου
κουφαίνω
σουρτζέστου
κουφαμάρα
σουρτζάρα
κούφιος
κούφιου και γκόλου
κουφοξυλιά
πρόφκου
κουφός
σούρντου
κόψιμο
τιγιάρι
κράση
κράσι
κρασί
γίνου και ίνου
κράτημα
τσινἔρι
κράτος
μμπρἔτου και κράτου
κρατώ, βαστάω
τσένου
κρέας, το
κάϼε-α
κρέμασμα
σπιντζουράρι
κρεμαστός, κρεμασμένος
σπιντζουράτου
κρεμμύδι, το
τσιάπε-α
κρεμώ
σπίντζουρου
κρεοπώλης
χρισάπου
κριάρι
μπιρμπἔτσι
κριθάρι
όρτζου
κρίμα
ϼέου και κρίμε
κουνώ
μμπάτου
κρύο
α-ϼυκώρι
κρυολογώ
α-ϼουκουρἔτζου
κρύος
αϼάτσι
κρυφά
πιασκούμτιλα
κρυφός, κρυμμένος
ασκούμτου
κρύψιμο
ασκουνντἔρι
κρυώνω
ννιαϼικώρι
κυβερνώ
κιβιϼσἔστου, έτσι λέγεται και το τακτοποιώ
κυδώνι
γκαιτούννιε
κύκλος
φιριγκούσσιε
κυκλοφορία
ουρντουνάρι
κυκλοφορώ
ούρντουνου
κύμα-φουρτούνα
ταλάζε
κυνήγι
αβινάτικου (για σκότωμα)
κυνηγός
αβινάρου (για σκότωμα)
κυνηγώ
αβίνου (για σκότωμα)
κυνηγώ
ασστἔϼου (να πιάσω)
κυπαρίσσι
στριβίγιου
κυρία
κιράου
κυρία-αφέντρα
ντώμνα
Κυριακή, η
ντουμένικαε-α
κύριος-αφεντικό
ντόμνου
κυψέλη, η
σστούπου-ου
κώλος, ο
κούϼου και σσιτζούτου-ου
κωλοφωτιά, η
λικουρίκιου-ου