Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
άβαθη, η
νι α-φουνντώσε-α, πληθ. νι α-φουνντώσι-ιλι
άβαθος, ο
νι α-φουνντόσου-ου, πληθ. νι α-φουνντόσσι-ε
άβαλτη, η
νι μπιγκάτε-α, πληθ. νι μπιγκάτι-λι
άβαλτος, ο
νι μπιγκάτου-ου, πληθ. νι μπιγκάτσι-ιε
άβαλτος- ατοποθέτητος
νι μπιγκάτου
αβάρετη, η
νι πουϼτουίτε-α, πληθ. νι πουϼτουίτι-ιλι
αβάρετος
νι αγκουντίτου (με την έννοια αχτύπητος)
αβάρετος, ο (δεν βαριέται)
νι πουϼτουίτου-ου, πληθ. νι πουϼτουίτσι-ιε
αβαρία, η
αβαλἔι-α (ζημιά, κακό, συμφορά)
αβασάνιστη, η
νι τριννιψίτε-α, πληθ. νι τριννιψίτι-λι
αβασάνιστος, ο ατυρράνιστος
νι τριννιψίτου-ου, πληθ. νι τριννιψίτσι-ιε
αβασίλευτη, η
νι σκαιπιτάτε-α, πληθ. νι σκαιπιτάτι-λι
αβασίλευτος, ο ήλιος
νι σκαιπιτάτου-ου, πληθ. νι σκαιπιτάτσι-ιε
αβάσταχτη, η
νι τσινούτε-α, πληθ. νι τσινούτι-λι
αβάσταχτο πόνο
νι αϼιβντάτου (δεν αντέχεται)
αβάσταχτος, ο
νι τσινούτου-ου, πληθ. νι τσινούτσι-ιε (δες ακράτητος)
άβαφη, η
νι λουγίτε-α, πληθ. νι λουγίτι-λι
άβαφος
νι βιψίτου-ου
άβαφος, ο
νι λουγίτου-ου, πληθ. νι λουγίτσι-ιε
αβάφτιστη, η
νι πιτιτζάτε-α, πληθ. νι πιτιτζάτι-λι
αβάφτιστος, ο
νι πιτιτζάτου-ου, πληθ. νι πιτιτζάτσι-ιε
άβγαλτη, η
νι σκώσε-α, πληθ. νι σκώσι-λι, από το ρήμα σκότου = βγάζω
άβγαλτη, η
νι ισσάτε-α, πληθ. νι ισσάτι-λι, από το ρήμα ἔσου = βγαίνω
άβγαλτος, ο
νι σκόσου-ου, πληθ. νι σκόσι-ιε, από το ρήμα σκότου = βγάζω
άβγαλτος, ο
νι ισσάτου-ου, πληθ. νι ισσιάτσι-ιε, από το ρήμα ἔσου = βγαίνω
αβγατίζω, αυξάνω, επαυξάνω, επιμηκύνω
αβντάγκου
αβδέλα, η
βδἔλαε-α, πληθ. βδἔλι-λι
αβίωτη, η
νι μπινάτε-α, πληθ. νι μπινάτι-λι
αβίωτος, ο
νι μπινάτου-ου, πληθ. νι μπινάτσι-ιε, δεν έχει ζήσει
άβλαβη, η
νι βλαψίτε-α, πληθ. νι βλαψίτι-ιλι
άβλαβος, ο
νι βλαψίτου-ου, πληθ. νι βλαψίτσι-ιε, δες και απείραχτος
αβλεψία, η
νι βιντἔρι-α
αβοήθητη, η
νι αντζιουτάτε-α, πληθ. νι ατζιουτάτι-λι
αβοήθητος, ο
νι αντζιουτάτου-ου, πληθ. νι ατζιουτάτσι-ιε
αβούλωτη, η
νι στουμμπουσίτε-α, πληθ. νι στουμμπουσίτι-λι, νεότ.: νι βουλουσίτου
αβούλωτος, ο
νι στουμμπουσίτου-ου, πληθ. νι στουμμπουσίτσι-ιε
άβραστη, η
νι χιάϼτε-α, πληθ. νι χιάϼτι-λι
άβραστος, ο
νι χιἔϼτου-ου, πληθ. νι χιἔϼτσι-ιε
άβρεχτη, η
νι αουντάτε-α, πληθ. νι αουντάτι-ιλι
άβρεχτος, ο
νι αουντάτου-ου, πληθ. νι αουντάτσι-ιε
αβύθιστη, η
νι α-φουνντουσίτε-α, πληθ. νι α-φουνντουσίτι-λι
αβύθιστος, ο
νι α-φουνντουσίτου-ου, πληθ. νι α-φουνντουσίτσι-ιε
αγαθά, τα
μπουνἔτσι (και καλοσύνες), πληθ. μπουνἔτσιλι
αγαθός, ο
αγαθό-λου, θηλ.: αγαθιά-ου
άγαλμα, το
άγαλμε-α, πληθ. αγάλματι-λι
άγαμη, η
νι μιϼτάτε-α, πληθ. νι μιϼτάτι-λι
αγαμία, η (αποχή από σεξ)
νι φουτἔρι-α
άγαμος, ο
νι ν-σουράτου-ου, πληθ. νι ν-σουράτσι-ιε
αγανακτισμένη, η
μπιζντιρισίτε-α, πληθ. μπιζντιρισίτι-ιλι
αγανακτισμένος, ο
μπιζντιρισίτου-ου, πληθ. μπιζντιρισίτσι-ιε
αγανακτώ,
μπιζντιρισἔστου (μπιστέρισα-μπιστερίζω)
αγάπη, η
βρἔρι-α, πληθ. βρἔϼε και βρἔριλι
αγαπημένη, η
βρούτε-α, πληθ. βρούτι-λι
αγαπημένος, ο
βρούτου-ου, πληθ. βρούτσι-ιε
αγαπητικιά, η
αγαπητικιά-ου, πληθ. αγαπητικἔ-λι
αγαπητικός, ο
αγαπητικό-λου, πληθ. αγαπητικάτζι-ιε
αγαπώ,
βρἔου και βρόι, νεότ.: αγαπησἔστου
άγαρμπος, ο
άγαρμπου-ου, θηλ.: άγαρμπε-α
αγγαρεύω
νγκαιϼἔστου και ανγκαριψἔστου
αγγαρεία, η
νγκαιϼέι, πληθ. νγκαιϼέουρι, νεότ.: ανγκαρί
άγγελος, ο
άνγκιλου-ου, πληθ. άνγκιγι-ιε
αγγίζω,
ντάου ντι τίνι (ακουμπάω)
αγγούρι, το
καστραβἔτσου-ου, πληθ. καστραβἔτσι-ιε
αγελάδα, η
βάκαε-α, πληθ. βέτσι-λι
αγελαδάρης, ο
μπουγιάϼου-ου, πληθ. μπουγιάρι-ιε
αγέλαστη, η
νι αϼέσε-α, πληθ. νι αϼέσι-λι
αγέλαστος, ο
νι αϼέσου-ου, πληθ. νι αϼέσι-ιε
αγέλη, η
λικουνί-α, πληθ. λικουνιι-λι (για αγέλη άγριων, κυρίως λύκων)
αγέμιστη, η
νι ουμ/πλούτε-α, πληθ. νι ουμ/πλούτι-λι
αγέμιστος, ο
νι ουμ/πλούτου-ου, πληθ. νι ουμ/πλούτσι-ιε
αγέννητη, η
νι φιτάτε-α, πληθ. νι φιτάτι-λι (για ζώα)
αγέννητη, η
νι φάπτε-α, πληθ. νι φάπτι-λι (για ανθρώπους)
αγέννητος, ο
νι φιτάτου-ου, πληθ. νι φιτάτσι-ιε (για ζώα)
αγέννητος, ο
νι φάπτου-ου, πληθ. νι φάπτσι-ιε (για ανθρώπους)
αγέραστη, η
νι αουσσιάτε-α, πληθ. νι αουσσιάτι-λι
αγέραστος, ο
νι αουσσιάτου-ου, πληθ. νι αουσσιάτσι-ιε
αγήρευτος, ο
νι καιφτάτου-ου, θηλ.: νι καιφτάτε-α
αγιάζω,
αγιουσἔστου
αγιασμός, ο
αγιαζμό-λου, πληθ. αγιάζματι
αγιάτρευτη, η
νι βινντικάτε-α, πληθ. νι βινντικάτι-λι
αγιάτρευτος, ο
νι βινντικάτου-ου, πληθ. νι βινντικάτσι-ιε
αγίνωτη, η
νι φάπτε-α, πληθ. νι φάπτι-λι
αγίνωτος, ο
νι φάπτου-ου, πληθ. νι φάπτσι-ιε
Αγιοβασίλης, ο
αγιουβασίλι
αγιογράφος, ο
αγιουγράφου-ου
άγιος, ο
σέμνου-ου, πληθ. σέμννι-ιε (σεμνός/οί)
αγκαζάρω (παίρνω αγκαζέ)
γιἔου ανγκαζἔ
αγκάθι, το
σκαίνου-ου, πληθ. σκαίννι-ιε
αγκαθωτή, η
σκαινώσε-α, πληθ. σκαινώσι-λι
αγκαθωτός, ο
σκαινόσου-ου, πληθ. σκαινόσσι-ιε
αγκαλιά, η
μμπράτσε
αγκαλιάζω,
γιἔου μμπράτσε
άγκιστρο, το
γκρἔπου-ου
αγκώνας, ο
κότου-ου, πληθ. κώτι-λι
αγναντεύω,
μουτρἔστου ντι αγνάνγκια, νεότ.: αγνανντιψἔστου
άγνοια, η
νι σστἔρι-α
αγνοώ,
νου σστίου (δεν ξέρω)
αγνώριστος, ο
νι κονοσκούτου-ου, θηλ.: νι κονοσκούτε-α
αγορά
πιζάρι
αγοράζω,
ανκούπουρου
αγόρευση, η
τζιουντικάρι-α
αγορεύω,
τζιούντικου
αγόρι, το
φιτσσιόϼου-ου, πληθ. φιτσσιόρι-ιε
αγοροκόριτσο, το
ἔστι κα μάσκουρου (είναι σαν αρσενικό)
άγουρη, η
νι φάπτε-α, πληθ. νι φάπτιλι (αγίνωτη)
άγουρος, ο
νι φάπτου-ου, πληθ. νι φάπτσι-ιε (αγίνωτος)
αγράμματη, η
αγράματε-α, πληθ. αγράματι-λι
αγράμματος, ο
αγράματου-ου, πληθ. αγράματσ-ιε
άγραφη, η
νι σκαιράτε-α, πληθ. νι σκαιράτι-λι
άγραφος, ο
νι σκαιράτου-ου, πληθ. νι σκαιράτσι-ιε
αγριεύω,
αγριψἔστου, αγριάνθρωπος = όμου άγρου
αγρίμι, το
πιρίτσσιε (ζουλάπι που τρώει ζώα)
αγριοκοιτάζω
αγρουμουτρἔστου
άγριος, ο
άγρου-ου
αγριόχορτο
γιάρμπε άγαιρε
αγρός, ο
άγκουρου-ου, πληθ. άγκουρι-ιε (χωράφι)
αγρότης
κουπατσσιάρου
αγρότισσα
κουπατσσιάρε, λέγεται και αγρότου
αγροφύλακας, ο
πανντάρου-ου, πληθ. πανντάρι-ιε
αγρυπνία
απιράρι (ξημερώνω προφυλάσσοντας ζώα)
αγρυπνώ
άπιρου
αγυάλιστος
νι γιαλισίτου
αγύμναστος, ο
νι γυμνασίτου-ου, θηλ.: νι γυμνασίτε-α
αγύριστος, ο
νι τουϼάτου-ου, θηλ.: νι τουϼάτε-α
άγχος, το
άνχου-ου
αγώγι
αγόι και αγόγια
αγωγιάτης
καιρβινάρου και αγουγιάτου
αγώνας
αγόνα
αγωνία
αγουνί
αγωνίζομαι
αμ/πουλιουσἔστου και μη αγουνισσἔστου
αγωνίζομαι
αλούμτου (αγωνίζομαι μάταια)
αγωνιστής, ο
αγουνιστίου-ου
αγωνιώ
άμου αγουνί
αδαής
φέρει δἔι (χωρίς ιδέα)
αδάκρυτος, ο
νι λαικαιρμάτου-ου, θηλ.: νι λαικαιρμάτε-α
άδαρτη, η
νι μπιτούτε-α, πληθ. νι μπιτούτι-λι
άδαρτος, ο
νι μπιτούτου-ου, πληθ. νι μπιτούτσι-ιε
άδεια
άιδι
αδειάζω
γκουλἔστου
άδειος
γκόλου, θηλ.: γκώλαε
αδέκαρος
φέρε δικάρι
αδελφή, η
σόρου-α, πληθ. σουρέϼι-ε και σουρέριλι
αδελφός, ο
φράτι-λι, πληθ. φράτσι-ιε
άδενδρος
φέρε ώλγκιρι (χωρίς δένδρα)
αδέξια, η
τσσιώγκαε-α, πληθ. τσσιώγκι-ιλι
αδέξιος, ο
τσσιόγκου-ου, πληθ. τσσιόγκι-ιε, και φέρε ταμίνι = χωρίς δεξιότητα
αδέσποτος, ο
φέρε ντόμνου (χωρίς αφεντικό) λέγεται και αδέσπουτου
άδετος, ο
νι λιγκάτου, πληθ. λιγκάτσι-ιε, θηλ.: νι λιγκάτε-α
αδήλωτος,
νι δηλουσίτου, θηλ.: νι δηλουσίτε
αδημονία
αντιστάρι-α
αδημονώ
αντάστου
αδιάβαστος
νι καιν/τάτου, θηλ.: νι καιν/τάτε
αδιάβατος
νι τιϼκούτου, θηλ.: νι τιϼκούτε (απέραστος)
αδιαθεσία
νι πουτἔρι
αδιάθετος
νι πουτούτου, (δεν μπορώ)
αδιαθετώ
νου πότου
αδιαίρετος
νι πιϼτσάτου, θηλ.: νι πιϼτσάτε (αχώριστος)
αδιάκοπος
νι κινντουρίτου, θηλ.: νι κινντουρίτε (ασταμάτητος)
αδιαφορία
αδιαφουρί
αδιάφορος
αδιάφουρου
άδικα
άδικα, αδικία = αδικί, άδικος = άδικου
αδικώ
αδικιψἔστου και λου λώι πι ζβἔϼκαε = τον πήρα στο λαιμό μου
αδοκίμαστος, ο
νι δουκιμισίτου-ου, θηλ.: νι δουκιμισίτε-α
αδούλευτος ο
νι λουκράτου-ου, θηλ.: νι λουκράτε-α
αδράχτι, το
φούσου-ου, πληθ. φούσι-λι
αδυναμία
αδυναμί
αδύναμος
αδίναμου
αδυνατίζω
σλαμπουἔστου, νεότ.: αδυνατισἔστου
αδύνατος
σλάμπου
αείμνηστος, ο
γιϼτάτου-ου, θηλ.: γιϼτάτε-α (για νεκρούς)
αέρας
βίν/του
αεράτος
σβιν/τουράτου
αερίζω
σβίν/τουρου
αέρινος
βιν/τουρόσου
αερολογώ (μιλώ στον αέρα)
ζμπόϼου πι βίν/του
αετός
βουλτούϼου
αζήτητος
νι καιφτάτου (δες και αγήρευτος)
αζύμωτος, ο
νι φριμιτάτου-ου, θηλ.: νι φριμιτάτε-α
αηδία
α-γουνόσου και ντουξάνι
αηδιάζω (μου έρχεται αηδία)
νι γίνι α-γουνόσου και νι γίνι ντουξάνι
αηδόνι, το
μπιρμπίλιου-ου
αθέατος, ο
νι βιτζούτου-ου, θηλ.: νι βιτζούτε-α
άθελα (χωρίς να θέλω)
φέρε σι βρἔου
άθεος, ο
άθεου-ου
Αθεράπευτος (δες και αγιάτρευτος)
νι βινντικάτου
Αθηνά, η
νάιε-α
Αθήνα, η
αθίνε-α
Αθηναίος
αθηνἔου-ου
αθίγγανος, ο
τσινγκάνου-ου
άθικτος, ο
νι καιϼτίτου-ου, θηλ.: καιϼτίτε-α
αθλητής, ο
αθλιτίου-ου
αθρήνητος, ο
νι πλαέμτου-ου, θηλ.: πλαέμτε-α (άκλαφτος)
άθρησκος, ο
τούϼκου-ου (για κάθε μη χριστιανό)
αθροίζω
αντούνου
άθροιση
αντουράρι (μαζεύω)
αθώος, ο
αθόου-ου, θηλ.: αθόε-α
αθωώνω
αθουουσἔστου
Άϊ
άγιος (Αϊ γιόργι)
αιγιαλός
μάρτζινα ντι αμάρι
αιγοβοσκός, ο
καιπράρου-ου
Αιγύπτιος, ο
γίφτου-ου, το ίδιο λέμε και τον φυλετικά γύφτο
αιδοίο παρθενικό
πίτσσιε-α
αιδοίο, το
κίζντε-α
αίθριος
γκαιλίτε (ουρανός)
αίμα, το
σέντζι-σέντζιλι
αιματηρός
σιντζινόσου
αιμοβόρος
μουβόρου
αισθάνομαι
σίνντου
αίσθηση, η
σινντἔρι-α
αιτία, η
φουρννί-α (αφορμή)
αιχμαλωτίζω
εχμαλουτισἔστου
αιχμάλωτος
εχμάλουτου
αιχμηρός, ο
τσιπιτόσου-ου, θηλ.: τσιπιτώσε-α
αιώνας, ο
ἔτε-α
αιωνιότητα
τούτεἔ τα
ακαθάριστος, ο
νι κουράτου-ου, θηλ.: νι κουράτε-α
ακαθαρσία, η
κουϼπέι-α
ακακία, η
ακακί-α
άκακος, ο
φέρε κακί (χωρίς κακία)
ακανθώδης, ο
σκινόσου-ου, θηλ.: σκινώσε-α
ακανόνιστος, ο
νι κανονισίτου-ου, θηλ.: νι κανονισίτε-α
άκαρδος, ο
φέρε ίνιμε (χωρίς καρδιά)
ακατάδεχτος, ο
ακατάδιχτου-ου, θηλ.: ακατάδεχτε-α
ακαταδίωκτος, ο
νι ασστιϼάτου-ου και νι αβινάτου-ου
ακατάπαυστος, ο
νι κινντουρίτου-ου, θηλ.: νι κινντουρίτε-α
ακατέργαστος, ο
νι αντιράτου-ου, θηλ.: νι αντιράτε-α
άκαυτος, ο
νι άϼσου-ου, θηλ.: νι άϼσε-α
ακέραιος, ο
ν/τρἔγκου-ου, θηλ.: ν/τράγκαε-α
ακέφαλος, ο
φέρε κάπου (χωρίς κεφάλι)
άκεφος, ο
άκεφου-ου και φέρε κἔφι (χωρίς κέφι)
ακινησία, η
νι μπιτἔρι-α και νι πριμισἔρι-α
ακίνητος, ο
νι μπιτούτου-ου και νι πριμισίτου (αμετακίνητος)
ακλάδευτος, ο
νι κλαδιψίτου-ου, θηλ.: νι κλαδιψίτε-α
άκλαυτος, ο
νι πλαέμτου (δες και αθρήνητος)
ακλείδωτος
νι καίσου κου καἔα (άκλειστος με κλειδί)
άκλειστος, ο
νι καίσου
άκληρος, ο
ακλιρου-ου
ακοή, η
αβτζάρι-α (άκουσμα)
ακοίμητος, ο
νι ντουρννίτου-ου
ακοινώνητος, ο
ακινόνιτου-ου, θηλ.: ακινόνιτε-α
ακόμη
νίνγκα
ακονίζω
τουρουσἔστου
ακουμπώ
νντόπουρου και ακουμπουσἔστου
ακούμπωτος, ο
νι κουμμπουσίτου-ου
ακούραστος, ο
νι κουρμάτου-ου, θηλ.: νι κουρμάτε-α
ακούρδιστος, ο
νι κουρδισίτου-ου, θηλ.: νι κουρδισίτε-α
ακουστός
αβτζέτου-ου, θηλ.: αβτζέτε-α
ακούω
άβντου
ακραίος, ο
μιρτζιννιόρου-ου, θηλ.: μιρτζιννιώρε-α
ακράτεια, η
νι τσινἔρι-α
ακράτητος, ο
νι τσινούτου-ου, θηλ.: νι τσινούτε-α
άκρη, η
μάρτζινε-α
ακριβαίνω
σκουμ/πἔτζου και σκουμ/πουἔστου
ακρίβεια, η
σκουμ/πἔτι-α
ακριβός
σκούμ/που, θηλ.: σκούμ/πε
ακριβώς
ποσοτικά: ταμάμου, τοπικά: τισς, π.χ.: τισς ακό = ακριβώς εκεί
ακρίδα, η
καρκαλἔτσου-ου
ακρογιάλι, το
μάρτζινε-α ντι αμάρι
αλάθητος, ο
νι λαθιψίτου-ου, θηλ.: νι λαθιψίτε-α
άλαλος, ο
μούτου-ου (μουγκός) και φέρε μπώτσι (χωρίς φωνή)
αλάτι, το
σάρι-α,
αλατιέρα, η
σιριτόϼου-ου
αλατίζω
νσάρου
αλατισμένος
νσιράτου-ου
αλατόνερο, το
γάρου-ου και άπε κού σάρι (νερό με αλάτι)
αλαφρός, ο
λισσιόρου-ου, θηλ.: λισσιώρε-α
αλαφράδα, η
λισσιουράτσε-α
αλαφραίνω
λισσιουρἔτζου
Αλβανία, η
σσκιπιρί-α
Αλβανός, ο
σσκιπιτάρου-ου
αλέθω
μάτσινου
Αλέξανδρος
Λἔκου
άλεσμα
μιτσινάρι
αλεσμένος
μιτσινάτου
αλέτρι, το
αλἔτρι-α
αλεύρι, το
φρίνε-α
αλευρόμυλος, ο
μώρε (μύλος γενικά)
αλήθεια, η
νντριπτάτι-α
αλησμόνητος, ο
νι αγκαιϼσσιέτου-ου, θηλ.: νι αγκαιϼσσιέτε-α
αλητεύω
αλιτιψἔστου
αλήτης
αλίτου
Αλίκη, η
Λικίε-α, παλαιά Λίκαε-α
αλίμονο
Καβάϊ και, νεότ.: αλίμουνα
αλλά
αλά και μα
αλλαγή, η
αλαιξέρι-α
αλλαγμένος
αλαιξίτου
αλλάζω
αλαιξἔστου
αλληθωρίζω
τσσιακαεϼἔτζου
αλλήθωρος
τσσιακαέρου
αλλιώς
αγιόσου
αλλιώτικα
αγιότικα
άλλος
άλτου, θηλ.: άλτε
άλλος, ο
αλάν/του, θηλ.: αλάν/τε
άλλοτε
αλτώρε (άλλη φορά - άλλη ώρα)
αλμύρα, η
σιριτούρε-α
αλμυρός
σιράτου, θηλ.: σιράτε
αλογάκι
καλούτσσιου
άλογο, το
κάλου-ου
αλογόμυγα
μούσκαε ντι κάλου
αλοιφή, η
αλιφί-α
αλύπητος, ο
φέρε ϼέου
αλυσίδα, η
σσιντζίϼου-ου
άλυτος, ο
νι ζντιλιγκάτου-ου, πληθ. νι ζντιλιγκάτσι-ιε
αλυχτώ - γαβγίζω
αλάτρου
αλφάβητο, το
αλφαβίτε-α
αλώνι
αλόνι-α
αλωνίζω
αλουνισἔστου
άμα
άμα
αμαζόνα, η
ζόννιε-α
αμάθεια, η
νι μβιτσάρι-α
αμάθητος
νι μβιτσάτου-ου
αμάν
αμάν
αμανάτι
αμανἔτι
αμάνικος
φέρε μένικαε
αμάραντος, ο
αμάρανντου
αμαρτάνω
αμαϼτισἔστου
αμαρτία, η
αμαϼτί-α
αμαρτωλός, ο
αμαϼτιόσου-ου
αμετανόητος, ο
νι πουσσμανιψίτου-ου και νι φάπτου πουσσμάνι, νεότ.: νι μιταννιουσίτου
αμέτρητος, ο
νιμισουράτου-ου
άμισθος
φέρε ϼούγκαε
αμολημένος, ο
σιλγκίτου-ου
άμμος, ο
ζάλαε-α
αμολάω
σιλγκιἔστου
αμόνι, το
αμόνι-α
αμόρφωτος, ο
νι μουϼφουσίτου-ου
αμπάλωτος, ο
νι πιτικάτου-ου
αμπάρι, το
χαιμμπάρι-α, πληθ. χαιμμπέρι-ε
αμπέλι, το
γίννιε-α, πληθ. γίννιλι
αμπελόφυλλο
φρέντζι ντι γίννιε
για βάψιμο ρούχων σε καυτό νερό λέμε
νι μουγιάτου = άβαφος
αμπογιάτιστος
νι μπουϊσίτου
αμυγδαλιά, η
μπαἔμου-ου
αμυγδαλίτιδα
μιγδαλίτι
αμύγδαλο, το
μπαϊάμε-α
αμφιβάλλω
ιν/τουἔστου
αμφιβολία
ιν/τουἔρι-α
αναβιώνω, ζωντανεύω
ινγἔτζου
αναβίωση, η
ινγιάρι-α
αναβλύζω
αζβόμου
ανάβω
απρίνντου
αναγκάζω
αναγκασἔστου
ανάγκη, η
ανάνγκι-α
αναγούλα, η
μιλί-α
αναγουλιάζω
ν γίνι μιλί
αναίτιος
φέρε φουρννί, νεότ.: φέρε ιτι
ανακάτεμα, το
μιν/τἔρι-α
ανακατεμένος, ο
μιν/τίτου-ου
ανακατεύω
μιν/τἔστου
ανακατωσούρα, η
μιν/τιτούρε-α
αναπαύομαι
μι ζντικούρμου
ανάπαυση, η
ζντικουρμάρι-α
αναπαύω
ζντικούρμου
αναπηρία, η
ουλουγκἔρι-α, νεότ.: σικάτου = σακάτης
ανάπηρος, ο
ουλόγκου-ου
αναπνέω
αντίγιου
αναπνοή, η
αντιγιάρι-α
ανάποδα
νάπουδα
αναποδογυρίζω
τόϼου νάπουδα
ανάποδος, ο
νάπουδου-ου
αναπτήρας, ο
τσσιακμάκου-ου
ανάσκελα
ανάσσκιλα
ανάσταση, η
πάσστι-ιλι
ανάστατος, ο
αναστατουσίτου-ου
αναστατώνω
αναστατουσἔστου
αναστάτωση, η
αναστατουσἔρι-α
αναστεναγμός, ο
ουχτάρι-α
αναστενάζω
ουχτἔτζου
αναστρέφω
τόϼου
ανατριχιάζω
ν τρἔτσι πἔϼου
αναφιλητό, το
σουσκιράρι-α
αναφιλητώ
σούσκιρου
Ανδρέας
νντρἔγα
ανεβάζω
αλίνου
ανεβαίνω
μι αλίνου
ανέβασμα, το
αλινάρι-α
άνεμος, ο
βίν/του-ου
ανεμοστρόβιλος, ο
τζίνντε-α
ανεμπόδιστος, ο
νι μμπουδισίτου-ου
ανέντιμος
φέρε τιννί
ανεξήγητος, ο
νι ξιγίσιτου-ου
ανέρχομαι
μι αλίνου
ανεύθυνος, ο
ανέφθινου-ου
ανήμπορος, ο
νι πουτούτου-ου
ανήξερος, ο
νι σστιούτου-ου
ανησυχίες
σσιέϼτιλι
ανήσυχος, ο
ανίσιχου-ου και σσιϼτουΐτου
ανησυχώ
σσιϼτουἔτζου
ανηφορίζω
μ/προυστἔτζου, νεότ.: ανιφουρισἔστου
ανήφορος, ο
μ/προυστάτε-α, νεότ.: ανίφουρου
άνθρωπος, ο
όμου-ου
ανθρωπότητα
ντουννιάου-ου
ανίκανος, ο
ανίκανου-ου
ανιψιά, η
νιπώτε-α
ανίψια, τα
νιπότσι-ιε
ανιψιός, ο
νιπότου-ου
άνοιγμα, το
ζντικαιντἔρι-α
ανοίγω
ζντικαίντου
άνοιξη, η
πρινβιάρε-α
ανοιχτός, ο
ζντικαίσου
άνοστος, ο
άνουστου-ου
ανταγωνισμός, ο
σἔνντρε-α
αντάμα,
ντιαντούνου
ανταμώνω,
αννταμουσἔστου, μι αντούνου (μαζεύομαι)
αντάμωση, η
αντουνάρι-α, νεότ.: ανντάμουσι
αντάρα, η
ανντάρε-α
αντάρτης, ο
ανντάϼτου-ου
άντε!
άϊντι!
άντυτος, ο
νι μβισκούτου-ου
αντίδωρο, το
νάφουρε-α
αντίθετος, ο
ανντίθιτου-ου
αντιπαθώ,
νου χουνιψἔστου (δεν χωνεύω)
αντίπερα,
νάπιϼτι
αντιπρόπερσι
αμμπέϼτσου
αντιπροχθές
αμμπώλταρι
αντίχειρας, ο
πουλιουκάϼου-ου
αντοχή, η
αϼιβντάρι-α
άντρας, ο
μπουρμπάτου-ου
ανύπαντρος,
νι νντρἔπτου, θηλ.: νι νντράπτε (ατακτοποίητος)
ανυπομονησία, η
αντιστάρι-α
ανυπομονώ
αντάστου
ανυψώνομαι
μι ανάλτσου
ανυψώνω
ανάλτσου
ανύψωση, η
ανιλτσάρι-α
άνω
σούσου
άνω-κάτω
σούσου-χίμα
ανώνυμος, ο
φέρε νούμε (χωρίςόνομα)
αξάπλωτος, ατοποθέτητος, ακοίμητος
νι μπιγκάτου, π.χ.: εστου νι μπιγκάτου = δεν έχω κοιμηθεί
άξαφνα
άξαφνα
αξία, η
αξίι-α
αξίζω,
αξισἔστου και αφιλισἔστου
αξιοπρέπεια, η
ναμούστρε-α
άξιος, ο
άξιου-ου
αξόδευτος, ο
νι ξουδιψίτου-ου
αξούριστος, ο
νι σουϼσίτου
αόμματος, ο
όρμπου-ου, λέγεται και φέρε όκι (χωρίς μάτια)
απαγορεύω
απουγουριψἔστου
απαλάμη, η
πάλμε-α
απαλός, ο
ρούντου-ου
απαντώ
απανντισἔστου και τόϼου ζμπόρου (γυρίζω κουβέντα)
απατεώνας, ο
απατιόνου-ου
απάτητος, ο
νι καιλκάτου-ου
απείραχτος, ο
νι καιϼτίτου-ου
απελπίζομαι
μι απιλπισἔστου
απελπίζω
απιλπισἔστου
απελπισμένος, ο
απιλπισίτου
απέναντι
νάπιϼτι
απέξω
ντι ναφώρε
απέραστος, ο
νι τιϼκούτου-ου
απλήρωτος, ο
νι πουλτίτου
απλώνομαι
μι τίνντου
απλώνω
τίνντου
απλωτός, ο
τἔσου-ου
από
ντι
από εκεί (πηγαίνω)
πι ακό
από έμπροσθεν
πι ντι νίν/τι
από κάτω
ντι ντιγκιόσου
από μέσα, (είναι)
ντι νούν/του
από μπροστά
ντι νίν/τι
από όπισθεν,
ντι πι νιπόι
από πάνω,
ντι ντζιάνε
από πάνω, (πηγαίνω)
πι ντζιάνε
από πίσω
ντι νιπόι
από ψηλά, (πάω)
πι σούπρε και πι ντι σούπρε
αποβραδίς
ντι κου σιάρα
απόγευμα, το
μιρίνντι-α
αποδεικνύω
αποδιξἔστου
αποκλεισμός, ο
αποκλισμό-λου
αποκριά, η
πρἔσινι-λι
αποκτώ
απουχτισἔστου
απολυτός, ο
σιλγκίτου-ου
απολύω
σιλγκἔστου
απομάκρυνση, η
ζντιπιϼτάρι-α
απομακρύνω-ομαι
ζντιπιϼτἔτζου
απομακρυσμένος, ο
ζντιπιϼτάτου-ου
απομεινάρι, το
ϼιμισιτούρε-α
άπονος, ο
νι ντουρούτου-ου
απόξω
ντι ναφώρε
απορώ
απουρισἔστου
απότομος, ο
απότουμου-ου
αποτραβηγμένος
(ντι) στράπτου
αποτραβιέμαι
μι στράγκου
αποτσίγαρο, το
μπίσστι-α
αποφάγια
μικαιτούϼε
απόφαση, η
απόφασι-α
αποφασίζω
απουφουσἔστου
αποφασισμένος, ο
απουφουσίτου-ου
αποφεύγω
στράγκου μένε (τραβάω χέρι)
απόχη, η
πώχαε-α
αποχωρητήριο, το
αλἔι-α
αποχωρίζομαι
μι ζντιπάϼτσου
αποχωρίζω
ζντιπάϼτσου
αποχωρισμός, ο
ζντιπιϼτσάρι-α
απόψε
τόρα σιάρα
αποψινός
ντι τόρα σιάρα
Απρίλης, ο
απρίρι - απρίϼε
απρόσεχτος
φέρε ταμίνι
απύθμενος
φέρε φούνντου
αρραβώνας, ο
ν-σουσἔρι-α
αρραβωνιάζω
ν-νουσἔστου
αρραβωνιαστικιά, η
ν-σουσίτε-α
αρραβωνιαστικός, ο
ν-σουσίτου-ου
άραγε
βάι (σε ερώτηση) π.χ. ουσ γίνε βάι = θα έρθει άραγε;
αράδα, η
αράδε-α
αραιώνω
αϼἔστου π.χ. αϼἔστου όϊλι = αραιώνω τα πρόβατα
αράπης, ο
αράπου-ου
αράχνη, η
μαραμάνγκαε-α
Αρβανίτης, ο
σσκιπιτάρου-ου
αργαλειός, ο
ϼιζμπόγιου-ου
αργά-σιγά,
αβάσσι και παβάσσι
άργησα
μι αμινάι
αργία, η
σιρμπιτώρε-α
αργότερα
μα και κάμα νταπόϊα
αργώ
αμένου
αργώ εγώ
μι αμένου
αρέσω
αρισἔστου
αριθμός
νούμυρου
αριθμώ
νούμουρου
αρκετά
νιμάλο
αρκετά φθάνει
ατζιούντζι
αρκούδα, η
ούϼσε-α
αρματώνω
αρματουσἔστου
αρμέγω
μούλγκου
αρνί, το
ννιἔλου-ου
αρπάζομαι
μι αϼικἔστου
αρπάζω
αϼικἔστου
αρρωσταίνω
λαινντιτζέστου
αρρώστια, η
λαινγκώρι-α
αρρωστιάρης, ο
λαινγκυρόσου-ου
άρρωστος
λαέντζυτου-ου
αρσενικός, ο
μάσκουρου-ου
αρτοποιείο, το
τσσιράπου-ου
άρτος, ο
πένι-α
αρχή, η
αϼχί-α
αρχηγός, ο
αϼχιγό-λου
αρχίζω
αχουϼχἔστου και νκισἔστου = ξεκινώ
ασβέστης, ο
γκιλκἔρι-α
ασβεστώνω
αλγκἔστου
άσβηστος, ο
νι απλικάτου-ου
ασβός, ο
μπαλιαντόσου-ου
ασημένιος
ντι ασίμι
ασήμι, το
ασίμι-α
ασθένεια, η
λαινγκώρι-α
ασθενής, ο
λαέντζυτου-του
ασθενώ
λαιντντιτζέστου
άσθμα, το
αντιγιάτικου, νεότ.: άσθμε-α
ασκέρι, το
ασσκἔρι-α
ασκί, ασκός
Φώλι
ασκίαστος, ο
νι αουμμπράτου-ου
άσκιαχτος, ο
νι ασπιράτου-ου
ασοβάτιστος, ο
νι σουφατισίτου-ου
ασπράδα-ασπράδι
αλμπιάτσε-α
ασπρίζω
αλγκἔστου
άσπρος, ο
άλμπου-ου
ασπρουλιάρης, ο
αλμπούσσιου-ου
ασταμάτητος, ο
νι κινντουρίτου-ου
αστειεύομαι
φάκου σσιακάι
αστείο
σσιακάι και σσιακαέ
αστεφάνωτος, ο
νι ν-κουρουνάτου-ου
αστόλιστος, ο
νι στουλισίτου-ου
αστράγαλος, ο
νόντου-ου (κόμπος)
αστραπή, η
σκαιπιράρι-α
αστραφτερός, ο
σκαιπιράτου-ου (έτσι λέγεται και ο οξύθυμος μεταφορικά)
αστράφτω
σκάπυρου
ασχημαίνω
ου-ϼουτἔτζου
ασχήμια, η
ου-ϼουτιάτσε-α
άσχημος, ο
ου-ϼούτου-ου
αταίριαστος, ο
νιντουσίτου-ου, νεότ.: νι τιργιαξίτου
ατακτοποίητος, ο
νι νντρἔπτου-ου
άταφος, ο
νι νγκουϼπάτου-ου
άτεκνος, ο
αντέμου-ου
ατζαμής, ο
ατζαμίου-ου
ατμός
άμπουρου, πληθ. άμπουϼε
άτομα
ίσσι
άτομο
ίσου
ατσαλένιος, ο
τσσιλικόσου-ου
ατσάλι
τσσιλἔκι
ατύλιχτος, ο
νι αμβιϼτίτου-ου
ατυχία, η
ατιχί-α
άτυχος, ο
άτιχου-ου
αυγερινός, ο
λουτσἔφυρου-ου
αυγή, η
απρίτε-α
αυγό, το
όου, πληθ. ώε-ώιλι
Αύγουστος, ο
Άγκουστου-ου
αυλάκι, το
αβλάκιου-ου
αυλόπορτα, η
πώϼτε-α
αυξάνω
αβντάγκου
άυπνος, ο
νι ντουρννίτου-ου
αύρα, η
άβιρε-α
αυριανός
ντι μένι
αύριο
μένι
αυτή
ία και δείχνοντας: ατσά
αυτί, το
ουρἔκι-α
αυτοκτονώ
μιτζιούνγκιου μαχαιρώνομαι
αυτός
ἔλου
αφάγωτος, ο
νιμικάτου-ου
άφαντος
άφανντου και καίπι
αφέγγαρος
φέρε λούνε (χωρίς φεγγάρι)
αφέντης, ο
αφἔνντου-ου
αφεντικό, το
ντόμνου-ου, θηλ.: ντώμνε-α
αφή, η
αχουλἔρι-α
αφήνω
αλάσου
αφηρημάδα
αφιριμάδε
αφηρημένος, ο
αφιρισίτου-ου
αφθονία
μπρικέτι και μάλαε
αφιλότιμος, ο
αφιλότιμου-ου
άφοβος, ο
νι ασπιράτου-ου και νι φιρικόσου
αφορίζω
φουρουσἔστου
αφορισμένος, ο
φουρουσίτου-ου, μεταφ. δύστροπος
αφορμή, η
φουϼννί-α
αφού
αφού
άφραχτος, ο
νι νγκαιρντίτου-ου
αφρίζω
σπουμἔτζου
αφρός, ο
σπούμε-α
άφτιαχτος, ο
νι φάπτου-ου
αφύλαχτος, ο
νι αφιρίτου-ου και νι βιγκιάτου
αφύσικος, ο
αφίσικου-ου
αχαριστία, η
αχαριστί-α
άχαρος, ο
άχαρου-ου
Αχιλλλέας
Χιλἔα και Χίλιου
αχλάδι, το
ντάρντου-ου, πληθ. ντάρντι-λι
αχλαδιά, η
ντάρντου-ου, πληθ. ντάρτζι-ιε
αχνίζω-ατμίζω
αμπουρἔτζου
αχόρταγος, ο
νι φινιτίτου-ου
αχούρι, το
αχούρι-α
αχρηστεύω
αχριστιψἔστου
άχρηστος, ο
άχριστου-ου
αχτένιστος, ο
νι κιπτινάτου-ου
άχτι, το
μπικί-α
άχυρο, το
πάγιου-ου
αχώνευτος, ο
αχόνιφτου-ου
άψητος
νι κόπτου (για ψωμί, πίτες, κολούρια κ.λπ.)
άψητος, ο
νι φρίπτου-ου
άψυχος
φέρε σούφλυτου (χωρίς ψυχή)
δεν αδειάζω
νού άμου άιδι και νου αϊδιψἔστου
μη αστραφτερός
νι σκαιπιράτου
σαλιάρης
μπαλιαντόσου
τα αληθινά
αλίχθια και νταρίχινα
υπό κάτωθεν
ντι πιργκιόσου
μη χαμένος στον ορίζοντα
νι σκαιπιτάτου-ου