Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
να
σι
ναι
ἔ
ναρκώνω
ναρκουσἔστου
νέα
νάλι
νεκρός
μόϼτου
νεκροταφείο
λαμόρτσι και λά τζιάνε και λά μιρμίντζι
νέο
νάου
νεολαία αρσενική
φιτσιουράμι
νέος
τίνιρου
νεράιδα
τζίνντε (ανεμοστρόβιλος)
νεράντζι
νιρέντζε (πορτοκάλι)
νερό
άπε-α
νεύρα
σεϼτουλαέκι και νἔβρι
νευριάζω
σεϼτουἔτζου και μι ακάτσε ινάτια
νευρικός
σἔϼτου
νεφρό
αϼίκιου
νήμα
χίϼου
νηστεύω
μαϼτσινου
νηστικός
ατζιούνου
νιάτα
τινιριάτσε και ννιάτι και ννιέτι
νίλα
ννίλαε-α
νιόνυφη
μβιάστενάου
Νοέμβριος
Μπρουμάϼου-ου
νοιάζομαι
μι μέκαε (με τρώει)
νοικοκυρά
νικουκίρε και ντώμνε
νοικοκυρεμένος
κιβιϼσίτου
νοικοκυρεύω
κιβιϼσἔστου
νοικοκύρης
νικουκίϼου και ντόμνου
νοικοκυριό
κιβιϼί
νομίζω, μου φαίνεται
ννιασπάρι και ννσιπάρι
νόμος
νόμου
νοσταλγώ
μι για ντόρου
νοτιάς
νότου και νουτί
νούμερο
νούμιρου
νουνά
νούνε
νουνός
νούνου
νταβάς
ντιβέ
νταής
νταΐου
νταμιζάνα
τραμπουζάνε
νταραβέρι
νταλαβἔρι
ντέφι
τέμ/πινε και ντἔφου
ντίπ
ντίπου
ντοκουμέντο
ντοκουμἔν/του
ντομάτα
ντουμάτε
ντρέπομαι
ννι ϼου σσιένι και ννι αϼου σσένι
ντροπαλός
α-ϼουσσιουνόσου
ντροπή
α-ϼουσσιένι
ντροπιάζω
α-ϼουσσιουνἔτζου
ντυμένος
μβισκούτου
ντύνω
μβἔσκου
νυστάζω
ν γίνει σόμου
νύφη
μβιάστε
νυφίτσα
νιβιστούγιε
νύχι
ούνγκε-α
νύχτα
νώπτι
νυχτοπούλι
πούγιου α νώπτιγι
νυχτώνει
τουνἔρικαε
νυχτώνομαι
τουνἔρικου και τουνουκἔτζου και μι ακάτσε νώπτια
νύχτωσα
τουνουκάι
νωρίς
κοϼούνντου