Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
μα
μα
μαβιά, μαβίε-α,
χαρακτηρισμός γυναίκας ελευθέρων ηθών. Συνήθως συνοδεύεται από το ϼουσπίε (λα μαβίε λά ϼουσπίε)
μαγαζάτορας, ο
ντουκεντζιέ-λου
μαγαζί
ντουκἔνι
μαγαρίζω
πινγκαινἔστου
μαγειρείο
μαγιαργιό
μαγεμένος
μαγιψίτου
μαγιά
σιμίτσε
μαγκούρα
τσσιουμίνγκου
μαγουλάδες
σσιούτιλι
μάγουλο
φάλκαε
μάζεμα
αντουνάρι
μαζεμένος
αντουνάτου
μαζεύω
αντούνου
μαζί
ντιαντούνου
Μάης, ο
Μάιου-λιου
μαθαίνω
μβἔτσου
μάθηση
μβιτσάρι
μαία
Μάϊα, έτσι λέγεται και η γιαγιά από τη μάνα
μαϊμού
μαϊμούνου
μακάρι
μακάρι
μακαρίτης
γιϼτάτου
μακραίνω
λουντζἔστου (επιμυκήνω)
μακραίνω
ντιπιϼτἔτζου (απόσταση)
μακριά
ντιπάϼτι
μάκρος
λουντζίμι
μακρύς
λούνγκου
μαλακώνω και μαλακός
μόγιου
μάλαμα
μάλμε
μαλαματένιο
ντι μάλμε
μαλλί, το
λαένε-α
μάλλινος
ντι λαένε
μάλωμα-πιάσιμο
ακαιτσάρι
μαλώνω - πιάνομαι
μι ακάτσου
μαμά, μητέρα
άτε-α
μάνα
μούμε-α
μανίκι
μένικαε
μανιτάρι
μπουρἔτου
μαντεύω
μανντιψἔστου
μάντης
μάνντου και γίφτου
μαντίλα
σσιαμἔι
μαντρί
στρούνγκαε
μαξιλάρι
καιπιτίννιου
μαραγκιάζω
βουσστουτζέστου
Μάρκος
Μάϼκου
μαρούλι
μυρούγιου
Μάρτης, ο
Μάϼτσου-ου
μαρτυρώ, δείχνω
σπούνου
μας
νι π.χ. μας έκανε = νι φἔτσι
μάσημα
αϼουμυκάρι
μασιά
καιτσία
μασουλώ, μασώ
αϼώμυκου
μάστορας
μάστουρου
μαστραπάς, ο
ώλαε-α
μασχάλη
σούμου σώρι
ματόκλαδο
πιάνε ντι όκιου
μάτι, το
όκιου-ου
ματώνω
σιντζινἔτζου
ματωμένος
σιντζινάτου
μαύρισμα
λαιἔρι
μαυρίζω
λαιἔστου
μαχαίρι
καιτσούτου
μαύρος, ο
λάϊου-ου
μεγάλος
μάρι
μαχαλάς
μεχαελαέ
μεγαλώνω
μιρἔτζου
μεγαλύτερος
κάμα μάρι
μεζές
μιζἔϊ
μεδούλι, το
μιντούι-α
μέθη, μεθύσι
μμπιτάρι
μεθαύριο
πουϊμένι
μέλι, το
ννιἔρι-α
μεθυσμένος
μμπιτάτου
μεμιάς
ντιουνώρε και κουνώρε
μέλισσα
γιἔσπι
μεσοκατακαλόκαιρο
ννιάτζε βιάρε
μεσάνυχτα
ννιάτζε νώπτι
μετά
νταπόϊα
μεσοχείμωνο
ννιάτζε γιάϼε
μεταλαβιά
κουμνικαιτούρε
μεταλαβαίνω
μι κουμένικου
μετανιωμένος
φάπτου πουσσμάνι
μετάληψη
κουμνικάρι
μέτρημα
μισουράρι
μετανιώνω
μι φάκου πουσσμάνι
μετρώ
μίσουρου
μετρημένος
μισουράτου
μέχρι, έως
πένε
μέτωπο
φρέμτι
μήκος
ντι μ/πρώστε και ντι νίν/τι
μη
νου
μήνας, ο
μἔσου-ου
μηλιά και μήλο
μἔϼου, πληθ. μἔριε, μἔρι-λι
μηνύω
ντιμένντου
μήνυμα
ντιμινντάρι
μηρυκάζω
αρώμυκου
μήπως
νάκα
μητριά, η
ννιάϼκαε-α
μητέρα, η
άτε-α
μιάμιση
ούνετζιουμιτάτι
μία
ούνε
μικραίνω
ννικουρἔτζου
μίξα
μούτσου-ου, πληθ. μούτσι-ιε
μικρό-ς
ννίκου
μικρή, η
ννίκαε-α
μικτός
μιν/τίτου
μικρότερος
κάμα ννίκου
μισή-μισό
ντίσε, μισός=ντίσου
μιλώ
ζμπουϼέστου
μνήμα
μιριμίνντου
μισθός, ο
ϼούγκαε-α
μοιράζω
πάϼτσου
μοιάζω
ουντζἔστου
μοιρολογώ
ντάου μπώτσι
μοιρασιά
πιϼτσάρι
μόλις
μάκαετου
μολαταύτα
κου τούτι ατσἔλι
μολόχα
μολώχαε
μολογώ
μουλουϊσἔστου
μοναστήρι
μινιστίϼου
μολύβι
μουλίδου
μόνος
σινγκουρου, θηλ. σίνγκουρε
μόνο που
γκώλαε γιού
μοσχάρι
βίτσσιου
μορφωμένος
μουρφουσίτου
μουδιάζω
αμούϼτσου
μουγκός
μούτου
μουλάρι
μουλάρι-α
μούδιασμα
αμουϼτσάρι
μούρο
κιϼίτσσιε-α
μουλιάζω
μόγιου
μουριά
κιϼίτσσιου
μουρμουρίζω
πουσσπουρἔτζου
μουσκεύω
μόγιου
μούσκεμα
αμόγιου
μουστάκι
μουστάκαε και μουστάτσε
μούσμουλο
νἔσπουλαε-α
μουχλιασμένος
μουχλουτζέτου
μουχλιάζω
μουχλουτζέστου
μπακίρι
μπικαέϼε
μπαίνω
ίν/τρου
μπάλωμα & μπαλώνω
πἔτικου
μπαστούνι
τσσιουμίνγκου
μπερδεμένος
μπιρδιψίτου και μιν/τίτου
μπελάς
μπιλιάου
μπέσα
μπἔσε, α
μπερδεύω
μιν/τἔστου και μπιρδιψἔστου
μπήγω
πλαέν/του
μπλεγμένος
νντισίτου
μπλέκω
νντισἔστου και μμπλιξἔστου
Μπλέξιμο
νντισἔρι και μμπλιξἔρι
μπλε
γαλάνε-α
μπογιά
μπουγιάου
μπολιάζω
μμπουλιουσσιἔστου
μπονάτσα
μπουνιάτσε
μπόρεσα - τελείωσα
μμπουρίι
μπορώ-τελειώνω
μμπουρἔστου
μπουκιά
μισσκαιτούρε
μπουμπουνίζει
μπουμπουννιάτζε
μπουμπουνίζω
μπουμπουνἔτζου
μπουμπούνισμα
μπουμπουνιτζάρι
μπούτια
κώψι
μπούφος
μπούφου-ου
μπράτσο
μπράτσου
μπρίκι
πότσσιου
μπρούμυτα
πιτρίντσι
μυαλό-νους
μιντούε
μυαλωμένος
μιν/τιμἔνου
μύγα
μούσκαε
μύγδαλο
μπαϊάμε
μυζήθρα
μιτζίθρε
μυλόπετρα
πλώτσσια ντι μώρε
μύλος
μώρε
μυρίζω
ανούργκου και αννιούργκου και αμούργκου
μυρουδιά
ννιουρίζμε
μύτη
νάρι-α
μυρμήγκι
φουρίγκαε
μύωπας
κιαφόκου-ου