Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εάν
 
άμα
εαυτός, ο
 
σίνι-α
έβγα
 
σσι
εβδομήντα
 
σσιαπτιτζέτσι
εβραίος, ο
 
ουβριό-λου
εγγονή, η
 
Νιπώτε-α (ανιψιά)
εγγονός, ο
 
νιπότου-ου
εγγράμματος
 
γραματιζμνου
εγκυμονώ
 
στου γκράου
εγώ
 
μίνι
εγωιστής
 
εγοϊστίου
εδώ
 
αώ
εδώ δα
 
αώτσι
έθιμο, το
 
ανττι-α
είδος
 
σόϊ
είκοσι
 
γίννιτσι
ειλικρίνεια, η
 
νντριπτάτι-α
ειλικρινής
 
νντρπτου και ντόμπρου
είμαι
 
στου
είναι
 
στι
εκατό
 
ούνε σούτε
εκατομμύριο
 
μιλιούνου
εκεί
 
ακό
εκείνος
 
ατσλου
εκκλησία, η
 
μπισρικαε-α
ελάφι, το
 
τσρμπου
ελαφρός, ο
 
λισσιόρου-ου
ελαφρύνω
 
λισσιουρτζου
Ελένη
 
λνα
ελεύθερος
 
λφτιρου και σιλγκίτου
ελευθερώνω
 
σκάπου (γλυτώνω) και λεφτερουσστου
ελιά, καρπός - ελιά, το δένδρο
 
μάσινε-α, μάσινου-ου
ελπίζω
 
αντάστου και ιλπισστου
εμείς
 
νόι
εμένα
 
αννία
εμετός, ο
 
βουμρι-α
εμπιστεύομαι
 
μμπιστουσστου
έμπιστος
 
μμπιστου
εμποδίζω
 
μμπουδουσστου
εμπόδιο
 
μμπόδου
εμπρός
 
νίν/τι
ένας
 
ούνου
ένδεκα
 
ουνσπιρτζάτσι
ενενήντα
 
νάουτζέτσι
ένεση, η
 
νσι-α
εννέα
 
νάου
εννιακόσια
 
νάου σούτι
ενοχλώ
 
νγκρέκου και νουχλισστου
εντόσθια, τα
 
μιν/τγι-ιε
ενώνω
 
αντούνου
εξακόσια
 
σσιάσι σούτι
εξηγώ
 
ξιγισστου
εξήντα
 
σσιασιτζτσι
έξι
 
σσιάσι
έξυπνος
 
γι τάγε (του κόβει), έξιπνου
έξω
 
ναφώρε
εξώγαμο, ο
 
ντότσσιου-ου
επάγγελμα, το
 
ζινάτι-α
έπαινος
 
αλαεβντάρι
επαινώ
 
αλάβντου
επιδημία
 
σιρμϊ
επικίνδυνος
 
πικίνδινου
επιμένω
 
πιμινισστου
επισκέπτης
 
ώσπι και μουσστιρίου
επίτηδες
 
κάστιλι
εποχή
 
κιρό
επτά
 
σσιάπτι
επτακόσια
 
σσιάπτι σούτι
επώνυμο
 
παράνουμε
εραστής, ο
 
αγαπιτικό-λου
εργασία
 
λούκου
εργάσιμη μέρα
 
λουκουϼτώρε
εργάτης
 
εργάτου
εργατικός
 
λουκουϼτόρου
έρμος
 
ϼμου
έρπης
 
ϼουφουσέρι
έρχομαι
 
γίνου
ερχομός, ο
 
βινρι-α
ερωμένη
 
αγαπιτικιάου
ερώτηση, η
 
τιρμπάρι-α
ερωτιάρης, ερωτύλος
 
αζγκάνου
εστία, η
 
βάτρε-α
εστιατόριο, το
 
άνου-ου
ετοιμάζομαι
 
μι ετιμισστου
ετοιμάζω
 
ετιμισστου
έτοιμος, ο
 
τιμου-ου
έτσι
 
ασσιέ
Ευαγγέλιο, το
 
βαγκιλιου-ου
ευαίσθητος
 
εβστιτου
ευλογημένος, ο
 
βλουγισίτου-ου
ευχή
 
ρουτσσιένι, πληθ. ρουτσσιέννι
έχθρα, η
 
αζμιλαέκι-α
έχω
 
άμου
έως, μέχρι
 
πένε