α λοξό = α κανονικό, το οποίο δίνεται λοξό (italic - πλάγια γραφή) για να επιστήσει την προσοχή ότι με τα σύμφωνα κ, γ, λ, χ που προηγούνται, και τα φωνήεντα ι ή ε που ακολουθούν, δημιουργούν ιδιάζουσα προφορά. Τα τέσσερα σύμφωνα που για τον ίδιο λόγο είναι έντονα, προφέρονται όπως όταν ακολουθεί α, αλλά ακούγεται το ι ή ε που ακολουθεί μετά το α. π.χ.:

 

καένι = σκύλος, καίντου = κλείνω, γαέτσσου = οδηγός τράγος ή κριάρι, λαεβόσου = λερωμένος-βρώμικος, χαιρχἔστου = ροχαλίζω, αχαέν/του = τόσο, λαεγκώρι = αρρώστια κ.λπ..

με ψιλή και τόνο. Προφέρεται ψηλά όπως όταν λέμε στο άλογο ντἔ για να κινηθεί, όπως λέμε που πάς; = ιε.

έ μόνο με τόνο, είναι το δασύ έψιλον. έ = αιε. ε χωρίς τόνο, είναι το αε.

ι μικρό, πολύ βραχύ, τοποθετημένο ψηλά στον αέρα που μόλις ακούγεται. Το μικρό ι δεν αποτελεί φθόγγο. Δίδεται βοηθητικά για καλύτερη κατανόηση της προφοράς. Π.χ.:

 

μικάι = έφαγα, ισσάι = βγήκα, μουτρἔσστι = κοιτάζεις, φιτσιόρι = αγόρια κ.λπ.. Δηλώνει όμως φωνητική κατεύθυνση ή προδιάθεση.

ω είναι το ίδιο με το ωμέγα της αττικής. Οι άλλοι «βλάχοι» το προφέρουν οα. Εμείς λέμε τώμνα οι άλλοι τοάμνα = φθινόπωρο. Εμείς λέμε ντώμνα = κυρία- αφέντρα-Διώνη, ενώ οι άλλοι το προφέρουν ντοάμνα, κλπ.. ω = οο.

υ προφέρεται ου ή ι ή ανάμεσα από τα δύο. υ = ιο. ου προφέρεται ξεχωριστά ο-υ. ου = οιο

ου μικρό πολύ βραχύ, τοποθετημένο ψηλά στον αέρα που μόλις ακούγεται. Το μικρό ου δεν αποτελεί φθόγγο. Δίδεται βοηθητικά για καλύτερη κατανόηση της προφοράς. Π.χ.:

 

μέκου = τρώω, μέκου = φάτο, αμίνου = ρίχνω, αμίνου = ρίχτο, φιτσιόρου = αγόρι, φιτσιόρου = το αγόρι κ.λπ..

Ρ που προφέρεται όπως το R της γαλλικής. Το υγρό ρ της αττικής δεν υπάρχει στη γλώσσα μας.

ϼ με σημάδι στην ουρά. Προφέρεται μεταξύ του R της γαλλικής και του χ της Ελληνικής. Ακούγεται όπως όταν θέλουμε να βγάλουμε φλέγμα ή όταν μας πιάνεται κάτι στο λαιμό και θέλουμε να το βγάλουμε. Είναι το πανάρχαιο σύμβολο ϼ (ΡΧ) που χρησιμοποιήθηκε από τον Παύλο Αιγινήτη στην επτάτομη ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Ἐπιτομαί ἰατρικαί (7ος αι. μ.Χ.).

Σήμερα γίνεται ακόμα χρήση μόνο από τους «αρβανιτόβλαχους» που μάλιστα αυτοπροσδιορίζονται με αυτό, ϼιμένν. Στις μέρες μας οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το υγρό Ρ της αττικής και στις δύο περιπτώσεις Ρ ή ϼ. Είναι λάθος γιατί αλλοιώνει την αυθεντική μας γλώσσα αλλά και την ερμηνεία των λέξεων. Παλιότερα από το υγρό Ρ καταλαβαίναμε αμέσως «βλάχους» άλλων περιοχών.

μπ που προφέρεται όπως το λατινικό Β σε ένα φθόγγο. Π.χ.:

 

μπάνε = ζωή, μπάτου = χτυπώ-βαράω, μπέτε = τρεχάλα κ.λπ..

μ/π η γραμμή που τα χωρίζει σημαίνει ότι προφέρονται ξεχωριστά π.χ.:

 

μ/πρόστου = όρθιος, μ/πάντι = κάτω στο έδαφος, αμ/πούτου = βρωμάω και βρομίζω, κλπ.

ντ προφέρεται όπως το D της λατινικής σε ένα φθόγγο, είναι το Δ δέλτα της αττικής, π.χ.:

 

ντάου = δίνω, ντάου = δύο, ντάντε-α = γιαγιά, ντιμιάτσε-α = πρωί κ.λπ.

ν/τ η γραμμή που τα χωρίζει σημαίνει ότι προφέρονται ξεχωριστά δύο φθόγγοι, όπως το λατινικό και αττικό ΝΤ. Π.χ.:

 

ντίν/τι = δόντι, μούν/τι = βουνό, όρος, νίν/τι = μπροστά κ.λπ..

σσ Το διπλό σίγμα είναι δασύ παχύ και προφέρεται όπως στην δημοτική στις λέξεις: σάλιο, σπίρτα, σιαπέρα κ.λπ.

νν το διπλό νν είναι δασύ παχύ και προφέρεται όπως στη δημοτική στις λέξεις: νιος, νια, νιάτα, νιάου, ννιάου της γάτας, κλπ. Παράδειγμα διαφοράς:

 

νιάου = χιόνι, ννιάου = θηλυκό αρνί, νίκαε = ούτε, ννίκαε = μικρή.

⇒ Οι φωνηεντικοί δίφθογγοι της αττικής προφέρονται ξεχωριστά: α-ι, ε-ι, ο-ι, α-ε, α-υ, ε-υ, ο-υ. Ο πρώτος φθόγγος ακούγεται ελάχιστα.

⇒ Τα διπλοσύμφωνα Ξ και Ψ δεν χρησιμοποιούνται σε ένα φθόγγο, προφέρονται ξεχωριστά.

⇒ Δεν χρησιμοποιούνται το η και ς της αττικής.

⇒ Το στερητικό α = νι, π.χ.:

 

βαμμένος-άβαφος = λουγίτου-νι λουγίτου, περασμένος- απέραστος = τιρκούτου-νι τιρκούτου κλπ..

⇒ Το σ όταν είναι μπροστά από τα β, γ, μ και κύρια ντ προφέρεται ζ. Σ’ αυτό το λεξικό το γράφουμε κατευθείαν ζ γιατί εξυπηρετεί στην προφορά μας π.χ.:

 

σμἔνι- ζμἔνι = παντελόνια, σντικάρκου-ζντικάρκου = ξεφορτώνω, κ.λπ.

⇒ Το αναιρετικό ξε = ζντι π.χ.:

 

δένω-ξεδένω = λἔγκου-ζντιλἔγκου, φορτώνω- ξεφορτώνω = κάρκου-ζντικάρκου κ.λπ..

Οι άλλοι «βλάχοι» το προφέρουν ντισ.

⇒ Στις λέξεις που μετά το πρώτο γράμμα υπάρχει παύλα σημαίνει ότι λέγονται με και χωρίς το πρώτο γράμμα. Π.χ.:

 

α-ντούρι = φτάνει όχι άλλο, α-φουνντόσου = βαθύς, α-ζβόμου = αναβλύζω-βρυσάω κ.λπ..

Φαίνεται όμως καθαρά ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το στερητικό α είναι μεταγενέστερο. Πιο σωστά είναι χωρίς το α.